«Χάος / Kaos» των Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι
Οι αδελφοί Ταβιάνι ξέρουν να δημιουργούν έναν αρραγή σύνδεσμο ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή μετατρέποντας την ίδια τη ζωή σε τέχνη.
«Από τα μάτια διαβάζεις την καρδιά του ανθρώπου» λέει με σιγουριά η μάνα, που εναγωνίως αναζητά τον αγγελιοφόρο που θα μεταφέρει το γράμμα στους γιους της στην Αμερική που όμως, 14 χρόνια τώρα δεν έχει κανένα νέο τους. «Οι λέξεις ξεγελούν…»την ακούμε να λέει. Μόνο οι λέξεις των αναπάντητων γραμμάτων που στέλνει η ίδια κάθε φορά, επιλέγοντας τον κατάλληλο άνθρωπο με την καλή καρδιά από ένα τσούρμο ταλαίπωρων μεταναστών που επιχειρεί το μεγάλο ταξίδι της ξενιτιάς, μόνο αυτές, οι δικές της λέξεις δεν ξεγελούν. Δεν γνωρίζει τόσο καιρό η πάμπτωχη και χιλιοβασανισμένη αυτή γυναίκα, πως τα γράμματα που στέλνει είναι κενού περιεχομένου, γιατί η κοπέλα που της τα γράφει -εκμεταλλευόμενη την αφέλεια και την αγραμματοσύνη της- την κοροϊδεύει και αντί για λέξεις, χαράζει ορνιθοσκαλίσματα. Άλλωστε για την ίδια την κοπέλα, όπως και για την κλειστή κοινωνία του μικρού χωριού της Σικελίας, του περασμένου αιώνα, αυτή η ρακένδυτη μάνα, που κάθε φορά τους ζαλίζει με τους δύο γιους της στην Αμερική, είναι μία “τρελή” που την έχει τρελάνει η μοναξιά και η προσμονή. Τι γνωρίζει όμως ο κόσμος που τόσο έχει ανάγκη να κατακρίνει, να χλευάζει, να κατηγορεί, να κατηγοριοποιεί; Τι γνωρίζουν για τα τόσα αντικρουόμενα συναισθήματα που φέρει στο χαοτικό εσωτερικό της σύμπαν αυτή η μητέρα; Τι γνωρίζουν για τα τόσα ανεκπλήρωτα «θέλω» που κουβαλά μέσα της, για τις τόσες ήττες, τις τόσες ματαιώσεις, τους τόσους εξευτελισμούς και τις ατιμώσεις που δεν την αφήνουν να «διαβάσει» την καρδιά του «Άλλου γιου», αυτού που δεν έφυγε ποτέ από δίπλα της, προσμένοντας καρτερικά ένα χάδι της, μια κίνηση αποδοχής, ένα σημάδι της μητρικής αγάπης, που βιώνει και ο ίδιος την απόρριψη από την ίδια του τη μάνα…
Μπλεγμένοι και οι δύο σε έναν ατέρμονο κύκλο που μη μπορώντας να αποδράσουν από αυτόν, βυθίζονται όλο και πιο βαθιά στο χαοτικό του κέντρο. Η μάνα, βυθισμένη στην ουτοπία, στην ψευδαίσθηση, στη φρούδα ελπίδα ότι κάπου στην άλλη άκρη του κόσμου υπάρχουν δυο γιοι που τη σκέφτονται, μη μπορώντας να αντικρίσει την αλήθεια που βρίσκεται μπροστά της, μη μπορώντας να δει αυτόν τον «Άλλο γιο» που τη σκέφτεται πραγματικά. Και δεν μπορεί, γιατί στα μάτια του αντικρίζει τις οδύνες, τον πόνο, τη φρίκη που βίωσε στη ζωή της, γιατί της ξυπνά βαθιά απωθημένες μνήμες. Και ο γιος βυθισμένος στην εγκαρτέρηση. Άρα τελικά είναι τα μάτια του άλλου που μαρτυρούν τα όσα κρύβει στη καρδιά του ή αυτά τα μάτια του άλλου αποτελούν τον καθρέφτη της δικής μας ψυχής και σε αυτά βλέπουμε ό,τι έχει χαραχτεί μέσα μας που δεν το θέλουμε, αλλά και που δεν μπορούμε να αποδράσουμε από αυτό και τελικά επιλέγουμε την απομάκρυνση και την απομόνωση από ό,τι κινητοποιεί τα βαθύτερα συναισθήματα μας, ό,τι αναμοχλεύει τις πιο βαθιές αλήθειες μας…
Ο «Άλλος γιος» είναι μία από τις τέσσερις ιστορίες του «Χάους» -πέντε μαζί με τον εξαιρετικό τους επίλογο- βασισμένες σε ιστορίες του αγαπημένου συγγραφέα των σκηνοθετών, Λουίτζι Πιραντέλο. Ιστορίες που όσο και να διαφέρουν μεταξύ τους θα ανακαλύψουμε πολλά κοινά, γιατί στον πυρήνα τους βρίσκονται τα βαθιά υπαρξιακά θέματα που απασχολούν το έργο αυτών των σκηνοθετών, βρίσκεται το ιδεολογικό τους υπόβαθρο πάνω στο οποίο επιχειρείται η ανάλυση αυτών των ζητημάτων. Ένα ιδεολογικό υπόβαθρο που στο επίκεντρό του βρίσκεται πάντα ο άνθρωπος με τις αδυναμίες του, τις εσωτερικές του αντιφάσεις, τις συγκρούσεις του με το κατεστημένο, τις δεισιδαιμονίες, τις επιβαλλόμενες κοινωνικές νόρμες από τις οποίες πασχίζει να δραπετεύσει και να υψώσει τη δική του φωνή, τη δική του αντίσταση. Βρίσκεται η πανανθρώπινη αγωνία και ο φόβος απέναντι στη φθορά, στον θάνατο που αντισταθμίζονται από τις χαρές της νιότης, το άπλετο φως της φύσης και της ζωής, το φως του φεγγαριού που φωτίζει το βαθύ σκοτάδι της αμάθειας και του εγκλωβισμού στα δεσμά της εξουσίας αυτών που κατέχουν τις ανώτερες θέσεις στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Βρίσκεται ο αγώνας του ανθρώπου να αντέξει τις απώλειες της ζωής του, να περιφρουρήσει τα κεκτημένα του, να διατηρήσει τις ρίζες του ζωντανές για να μην χαθεί στο χάος της ζωής του και να καταφέρει στο τέλος αυτής να βρει τις δικές του ισορροπίες, να βάλει τη δική του τάξη σε έναν κόσμο που προϋπήρξε και θα εξακολουθεί να υπάρχει και μετά το σύντομο πέρασμά του από αυτόν.
Εκστατικές εικόνες εμποτισμένες με την υπέροχη μουσική του Νικόλα Πιοβάνι, οι Ταβιάνι ξέρουν πολύ καλά να ενσωματώνουν τη μουσική στην κινηματογραφική τους αφήγηση, αποδίδοντας τις σπαραχτικές εσωτερικές φωνές των ηρώων τους μέσα από την αρμονία της μουσικής, που βρίσκεται σε αγαστή σύμπραξη με τα αφαιρετικά τους πλάνα, ξέρουν να εικονοποιούν το ιστορικό γίγνεσθαι, να στήνουν γέφυρες επικοινωνίας που έχουν διαρραγεί από την αποξένωση του ατόμου από την ίδια του τη φύση, μία αποξένωση που τελείται μεθοδικά μέσα από τους καταπιεστικούς θεσμικούς μηχανισμούς. Ξέρουν να δημιουργούν έναν αρραγή σύνδεσμο ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή μετατρέποντας την ίδια τη ζωή σε τέχνη. Η σύνθεση των κάδρων τους γίνεται με απόλυτη σχολαστικότητα και με μια διακριτική κίνηση της κάμεράς τους για να μην διαταραχθεί η αρμονική σύζευξη που επιχειρούν ανάμεσα στον ψυχικό κόσμο των ηρώων τους και των εξωτερικών αντιξοοτήτων που βάλλουν αυτόν. Ό,τι στερεί τη φωνή των ηρώων τους οι Ταβιάνι μάς το αποδίδουν μέσα από την χορογραφημένη κίνηση αυτών. Αξέχαστα τα πλάνα της νιόπαντρης γυναίκας όπου ο ερωτισμός της, η δίψα για έρωτα, για ζωή αποδίδεται μέσα από την κίνηση του κορμιού της γυαλίζοντας τα πλακάκια πάνω στα οποία βρίσκεται το νυφικό της κρεβάτι, το βασικό έπιπλο του φτωχικού δωματίου. Αξέχαστο το πλάνο όπου τα παιδιά μέσα από την κυματοειδή τους κίνηση οδεύουν προς το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας, ανάλαφρα, απαλλαγμένα από τα βάρη της ζωής, ατενίζουν και προχωρούν προς ένα μέλλον που φωτίζεται από την αισιοδοξία της νιότης τους, την αφέλεια και την ορμή αυτής.
«Σε σκέφτομαι να κάθεσαι ζωντανή στην πολυθρόνα σου και κλαίω, γιατί σκέφτομαι ότι εσύ δεν μπορείς να με σκέφτεσαι. Τώρα που πέθανες δεν μπορείς να με σκέφτεσαι… Δεν είμαι ζωντανός για εσένα και ποτέ δεν θα είμαι…» λέει στον επίλογο του έργου ο ενήλικας άνδρας προς την πεθαμένη μητέρα του. Ο ενήλικας που επιστρέφει στο πατρικό του σπίτι και που μπορεί να είναι ο ίδιος ο συγγραφέας των ιστοριών, αλλά μπορεί να είναι και ο καθένας μας που θέλει, που νιώθει την ανάγκη να εκφράσει αυτόν τον φόβο πως κάποτε οι αγαπημένοι μας, θα πάψουν να μας σκέφτονται και θα πρέπει να βαδίσουμε μόνοι μας στο υπόλοιπο της ζωή μας. Και η μητέρα – φάντασμα του απαντά, μας απαντά: «Μάθε να βλέπεις τα πράγματα με τα μάτια αυτών που δεν μπορούν να δουν». Είναι η ζωή που εμφυσά η μητέρα στο ενήλικο παιδί της. Γίνε τα μάτια των άλλων. Μάθε να σκέφτεσαι εσύ τους άλλους. Και δεν θα νιώσεις ποτέ μόνος. Θα παραμένεις πάντα ζωντανός…
Ποιος είπε ότι η τέχνη δεν αλλάζει τη ζωή του ανθρώπου; Οι Ταβιάνι μάς απέδειξαν το εντελώς αντίθετο.
Το «Χάος» επαναπροβάλλεται αυτή την εβδομάδα στον Κινηματογράφο Βοξ.