ΛΑΡΚΟ | «Δεν μας μένει κάτι άλλο πέρα από το να παλέψουμε…για το δίκιο μας, για τη δουλειά μας, για τα παιδιά μας και για τον τόπο μας» – Μια συγκλονιστική αποστολή στη Λοκρίδα
Ο δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη Δημήτρης Μαβίδης συνάντησε και συζητήσε με εργαζόμενους τηςΛΑΡΚΟ, με τους αγρότες και τους καταστηματάρχες της περιοχής. Ολους εκείνους που μαζί δίνουν τη μεγάλη μάχη για να μη μαραζώσει ο τόπος τους, που εδώ και σχεδόν πέντε χρόνια «από συνάδελφοι έγιναν αδέλφια»…
Στον απόηχο της μεγάλης απεργιακής συγκέντρωσης στη Λάρυμνα την περασμένη Τετάρτη, ο «Ριζοσπάστης» βρέθηκε για μια ακόμα φορά στα χωριά της Λοκρίδας.
Εκεί ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Δημήτρης Μαβίδης συνάντησε και συζητήσε με εργαζόμενους του εργοστασίου, με τους αγρότες και τους καταστηματάρχες της περιοχής. Ολους εκείνους που μαζί δίνουν τη μεγάλη μάχη για να μη μαραζώσει ο τόπος τους, που εδώ και σχεδόν πέντε χρόνια «από συνάδελφοι έγιναν αδέλφια», ξαναγνωρίστηκαν μεταξύ τους, στην αναμέτρηση με τη βάρβαρη στρατηγική κυβερνήσεων και ΕΕ.
Στη Λάρυμνα, στο Μαρτίνο, στη Μαλεσίνα ο κόσμος μίλησε στον «Ριζοσπάστη» για το πώς αυτή η στρατηγική, που προσπαθεί να πετάξει στον δρόμο τους εργαζόμενους, είναι η ίδια που συνθλίβει τις ζωές και των υπόλοιπων λαϊκών στρωμάτων της περιοχής.
Αυτό που επιβεβαίωσαν, ο καθένας από την πλευρά του, είναι πως η κάθε πτυχή της ζωής στην περιοχή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συνέχιση της λειτουργίας του εργοστασίου, εξ ου και για κανέναν στη Λοκρίδα δεν υπάρχει άλλος δρόμος πέρα από τον ανυποχώρητο αγώνα.
«Θα συνεχίσουμε να παλεύουμε»: Με αυτήν την ξεκάθαρη ατάκα ξεκίνησε η συζήτησή του «Ριζοσπάστη» με τον Δημήτρη, έναν από τους εκατοντάδες εργαζόμενους του «θεριού» της ΛΑΡΚΟ. 17 χρόνια δούλευε στο Τμήμα Χημείου της ΛΑΡΚΟ. Τον συνάντησε στην πλατεία της Μαλεσίνας, μετά τη φυσικοθεραπεία του, αφού πρόσφατα εγχειρίστηκε στο ισχίο του, το οποίο είχε βαριά καταπόνηση από τη δουλειά του. Παράλληλα αντιμετωπίζει και αναπνευστικά προβλήματα, όπως και πολλοί συνάδελφοί του μετά από χρόνια δουλειάς στο εργοστάσιο.
«Δεν μας μένει κάτι άλλο πέρα από το να παλέψουμε για το δικαίωμα στη ζωή, τη δική μας και των παιδιών μας, και το μόνο που πιστεύω πως χρειάζεται είναι όλοι μαζί να παλέψουμε για το δίκιο μας, για τη δουλειά μας, για τα παιδιά μας και για τον τόπο μας», είπε.
Ξεκινώντας τη συζήτηση, από τα πρώτα που θέλησε να πει ήταν ένα «ευχαριστώ» σε όσους στέκονται δίπλα στον αγώνα των εργαζομένων: «Ευχαριστούμε όλους όσοι μέχρι σήμερα έχουν δείξει την αλληλεγγύη τους και τους καλούμε να συνεχίσουν να το κάνουν, γιατί όλα είναι μια αλυσίδα και ο κάθε κρίκος αυτής της αλυσίδας μάς δίνει περισσότερη δύναμη και περισσότερο κουράγιο για να συνεχίσουμε τον δίκαιο αγώνα μας».
Ο Δημήτρης έκανε την εγχείρισή του στις 9 Μάη. Ομως στις 12 Μάη έληγε η σύμβασή του, με αποτέλεσμα να φορτωθεί ένα ακόμα βάσανο, καθώς πλέον δεν καλύπτεται από το ασφαλιστήριο των εργαζομένων και λαμβάνει ένα πενιχρό επίδομα ασθενείας από τον ΕΦΚΑ. «Δεν είμαι μόνο εγώ. Πολλοί ακόμα συνάδελφοί μου αντιμετωπίζουν σοβαρότατα προβλήματα υγείας, έχουν αναγκαστεί να αναβάλουν χειρουργεία. Εγώ, όπως και πολλοί άλλοι συνάδελφοί μου, έχω δύο παιδιά, που φέτος πέτυχαν στις πανελλαδικές εξετάσεις και καλούμαι να αντεπεξέλθω στα έξοδά τους. Πρέπει να μπορέσω να επιβιώσω, να σπουδάσω και να θρέψω τα παιδιά μου, καθώς και να φροντίσω τον υπερήλικα πατέρα μου, που είναι με πολλά προβλήματα υγείας κι αυτός, μετά από χρόνια στο εργοστάσιο. Είναι ένα άγχος που το κουβαλάς συνέχεια. Κοιμάσαι και ξυπνάς με τη σκέψη του τι θα κάνεις αύριο, πώς θα ζήσεις τα παιδιά σου. Ζούμε με δανεικά από φίλους και συγγενείς».
Ομως – συνεχίζει – «δεν είναι μόνο οι εργαζόμενοι που επηρεαζόμαστε από αυτήν την κατάσταση. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής που αντιμετωπίζουμε είναι ότι τα χωριά μας θα ερημώσουν. Αυτό το έγκλημα που συντελείται θα μας καταλήξει μια κοινωνία είτε γέρικη είτε άνεργη».
Ο δημοσιογράφος του «Ριζοσπάστη» του ζητάει ένα σχόλιο για την αντιμετώπιση των εργαζομένων από την κυβέρνηση και τον πιάνει νευρικό γέλιο: «Μια κοροϊδία εισπράττουμε από την κυβέρνηση. Και έτσι μας πιάνει οργή και αγανάκτηση. Γιατί πάμε από ανανέωση σε ανανέωση, σε παράταση, και φτάσαμε στο σημείο να είμαστε απολυμένοι σε ένα εργοστάσιο όπου έχουν δώσει τη ζωή τους πολλοί εργάτες, το αίμα τους και τον ιδρώτα τους για να μπορέσουν να ζουν αξιοπρεπώς. Αυτό το εργοστάσιο μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί αλλά και να εξελίσσεται. Εχουν πάει τόσα εκατομμύρια χαμένα ώστε να φτάσουμε σε αυτό το σημείο. Οσα έδωσε αυτό το εργοστάσιο όλα αυτά τα χρόνια τα παίρνουν πίσω, τα διαγράφουν και μας οδηγούν σε ένα τέλμα που δεν έχει προηγούμενο για την περιοχή μας.
Εμείς δεν παρακαλάμε. Απαιτούμε την άμεση επαναπρόσληψη όλων των εργαζομένων. Υπό τη νέα ηγεσία του Σωματείου έχει επιτευχθεί η ενότητα, έχουμε αφήσει πίσω όσα μας χωρίζουν. Και τώρα χρειάζεται περισσότερος αγώνας, περισσότερη βοήθεια από όλα τα κοινωνικά στρώματα ώστε να υπάρξει και πάλι δουλειά για εμάς και τα παιδιά μας, προοπτική για ένα καλύτερο αύριο».
Στην ερώτηση τι είναι αυτό που σκέφτεται και του δίνει κουράγιο στις πιο δύσκολες στιγμές, ο Δημήτρης αναφέρεται στους χαμένους συναδέλφους του: «Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια χάσαμε πολλούς συναδέλφους, ακόμα και φίλους, εν ώρα εργασίας. Αυτούς τους ανθρώπους τους είχαμε δίπλα μας και πάλευαν για τα ίδια που παλεύουμε εμείς σήμερα. Μόνο και μόνο γι’ αυτούς τους ανθρώπους που χάσαμε, θα πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, να διεκδικήσουμε το δικαίωμά μας στη δουλειά».
Ο αγώνας χρέος απέναντι σε κείνους που «έφυγαν»
Αντίστοιχες είναι και οι σκέψεις του Αργύρη, που δούλευε 14 χρόνια στα καμίνια της ΛΑΡΚΟ. Υπάρχει μια στιγμή ανάμεσα σε άλλες που τη θυμάται και τον πεισμώνει να συνεχίσει:
«Είναι μια δύσκολη στιγμή, που σκέφτηκα έναν άνθρωπο που είχε καρκίνο και μου είπε “μην τα παρατήσετε ποτέ, κουράγιο, συνεχίστε”. Και αυτός ο άνθρωπος δεν υπάρχει πλέον στη ζωή. Κάτοικος Λάρυμνας… Συνάδελφος».
Ο Αργύρης σημειώνει ακόμα για τα μεγάλα συμφέροντα που παίζονται στις πλάτες τους: «Το κύριο που τους νοιάζει είναι να μας πετάξουν έξω από τη ΛΑΡΚΟ και να επιστρέψουμε χωρίς το Σωματείο μας, με μισθούς πείνας σε μια βαριά βιομηχανία που έχει ήδη θρηνήσει 80 νεκρούς και κάνουμε τον σταυρό μας μπαίνοντας μέσα, χωρίς να ξέρουμε αν θα γυρίσουμε σπίτι μας. Την απαξιώσανε, με γνώμονα το κέρδος κάποιων, οι αρπαχτικές κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ.
Και εμάς τώρα μας πετάνε σαν “τυράκι” το πρόγραμμα της ΔΥΠΑ. Είδαμε και από το παρελθόν ότι αυτά τα προγράμματα δεν έχουν προχωρήσει. Θέλουν χρόνο, κάτι που οι οικογένειές μας δεν έχουν, οι ανάγκες είναι άμεσες, δεν έχω περιθώριο 3 μήνες να πληρώσω το ρεύμα, 2 μήνες να μην πληρώσω τα νοίκια του παιδιού μου που σπουδάζει.
Ο αγώνας αυτός, με τη νέα διοίκηση του Σωματείου μας, είναι και θα συνεχίσει να είναι σκληρός. Οι εργαζόμενοι δεν πρόκειται να κάνουν πίσω ποτέ. Θα συμμετέχουμε όλοι, όλη η οικογένεια, όλα τα χωριά μέχρι να δικαιωθούμε.
Μου δίνει κουράγιο ότι όλοι οι εργαζόμενοι είμαστε σύσσωμοι, παρά τη φτώχεια μας και τα προβλήματά μας, είμαστε μια γροθιά. Αυτοί είναι αποφασισμένοι, αποφασισμένοι είμαστε και εμείς. Θα δούμε πού θα βγει. Θεωρώ όμως ότι επειδή είναι δίκαιος ο αγώνας μας, θα βγούμε εμείς κερδισμένοι».
Οι συκοφαντίες της κυβέρνησης καταρρέουν
Νωρίτερα, στην πλατεία της Μαλεσίνας ο δημοσιογράφος του «Ριζοσπάστη» έκατσε σε ένα τραπέζι στο καφενείο με τέσσερις εργαζόμενους, που ο ένας φώναξε τον άλλον να έρθουν να μιλήσουν.
«Με τους αγώνες ήρθαμε κοντά. Δεθήκαμε. Η ελπίδα ότι θα τα καταφέρουμε, ότι θα το παλέψουμε όσο πάει, μας κρατάει», λέει ο Λάμπρος, με την υπόλοιπη συντροφιά να γνέφει καταφατικά.
«Το Σωματείο μάς κρατάει», προσθέτει ο διπλανός του. «Η τωρινή διοίκηση έχει συσπειρώσει τον κόσμο. Αν δεν υπήρχαν αυτοί, τον Ιούλη του 2022 θα είχαμε φύγει όλοι, δεν θα ήταν κανείς εδώ τώρα».
Οι εργαζόμενοι αυτοί συνεχίζουν περιγράφοντας πως δεν έχουν συνειδητοποιήσει ακόμα ότι το εργοστάσιο είναι κλειστό. «Σε λίγο διάστημα όμως θα φανεί ξεκάθαρα. Οταν αρχίσουν τα ειδοποιητήρια για τα δάνεια, οι υποχρεώσεις, τα πάγια έξοδα. Ο αγώνας τώρα αρχίζει».
Στη συνέχεια συζητούν για το πώς όλη η κοινωνία της περιοχής στέκεται δίπλα τους. Πλέον οι συκοφαντίες της κυβέρνησης δεν περνούν. «Ελεγαν ότι παίρνουμε παχυλούς μισθούς για να καθόμαστε», λέει ο Κώστας και βγάζει την τελευταία εκκαθάριση μισθοδοσίας, ένα χαρτί διπλωμένο γύρω από την ταυτότητά του. «Τα καθαρά είναι 911 ευρώ, σύνολο με Κυριακές, αργίες, βάρδιες και νυχτερινά 1.182 ευρώ. Αυτά είναι τα λεφτά, φίλε, είμαι στη ΛΑΡΚΟ από τη Σχολή Μαθητείας του ΟΑΕΔ της τάξης του 1986».
Ο Κώστας δείχνει απέναντί του τον Χ. «Να, ρώτα κι αυτόν, καρκινοπαθής, πόσα παίρνει». Ο Χ. καθόταν δίπλα στο τραπέζι. «Από το ’85 δουλεύω εκεί μέσα, τριετία ακόμα δεν έχω. Με την καινούργια νομοθεσία, το 2027 θα έπαιρνα τριετία. Μόλις τελείωσα τις θεραπείες για τον καρκίνο, το 2015, έγινα μόνιμος. Ζήτησα να πάω στην παραγωγή, στη δουλειά στους 40 βαθμούς, για να παίρνω 1.100 ευρώ να ζήσω τα δύο παιδιά μου, γιατί αλλιώς θα ήμουν στα 700».
Οι αγρότες ξεκληρίζονται από την ίδια πολιτική που απολύει τους εργάτες
Στο ίδιο τραπέζι έκατσε για λίγο και ο πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Μαλεσίνας και συμμετείχε στη συζήτηση. Μίλησε για το πώς το ίδιο κράτος που απολύει τους εργαζόμενους της ΛΑΡΚΟ οδηγεί τους αγρότες της ίδιας περιοχής στο ξεκλήρισμα: «Σύνολο εδώ στην περιοχή έχουμε 30.000 στρέμματα χωρίς νερό, με ευθύνη της Περιφέρειας, επειδή δεν λειτουργούν τα αντλιοστάσια. Ταυτόχρονα, η ακαρπία της ελιάς πέρυσι έφτασε στο 85% και φέτος η λειψυδρία, τα εφόδια, είναι όλα ανεβασμένα 300%. Και αποζημίωση; Τίποτα. Εδώ ακόμα χρωστάνε αποζημιώσεις από τις φωτιές που έγιναν πριν τρία χρόνια».
Αντίστοιχη συζήτηση έγινε με την αντιπρόεδρο του Γεωργικού Συνεταιρισμού Μαρτίνου, την Σπυριδούλα, στο γραφείο της. Εξηγεί πως είναι ελάχιστοι αυτοί που μπορούν να επιβιώσουν ως αγρότες – από τις 690 αιτήσεις ΟΣΔΕ που έγιναν πέρυσι στον συνεταιρισμό, μόλις οι 15 αφορούσαν αγρότες που είχαν εισόδημα αποκλειστικά από τις καλλιέργειες. «Ολοι εδώ έχουν έναν μικρό κλήρο, αλλά αυτά δεν φτάνουν για να ζήσει μια οικογένεια. Αν δεν συνεχίσουν οι εργαζόμενοι να δουλεύουν στη ΛΑΡΚΟ, ο τόπος θα οδηγηθεί σε μαρασμό. Ο,τι βλέπεις γύρω σου έχει χτιστεί με τη δουλειά στη ΛΑΡΚΟ.
Ολα γίνονται για τους μεγαλοεπενδυτές. Ο κόσμος αφήνει τα χωράφια και αυτά συγκεντρώνονται σε λίγους, ήδη μεγάλες επιχειρήσεις έχουν ξεκινήσει να παίρνουν τη γη για να βάλουν φωτοβολταϊκά, υπάρχουν επενδυτικά σχέδια στη γύρω περιοχή από ενεργειακές που σχετίζονται με τη λειτουργία της ΛΑΡΚΟ. Ταυτόχρονα, τη ΛΑΡΚΟ θέλουν να την παραδώσουν χωρίς σωματεία, χωρίς τους εργάτες που υπάρχουν τώρα, να έρθουν νέοι με 800 ευρώ. Πέντε τέτοια εργοστάσια σε όλο τον κόσμο, και εμείς εδώ το δικό μας το κλείνουμε!».
Συνεχίζοντας επισημαίνει ότι όλος ο λαός της περιοχής αντιλαμβάνεται τι συνέπειες θα έχει το κλείσιμο σε όλη την περιοχή. «Ο πατέρας μου δούλευε στη ΛΑΡΚΟ και με το που πήρε τη σύνταξη, μετά από λίγα χρόνια κατέληξε, δεν την χάρηκε, πολλοί δεν τη χάρηκαν τη σύνταξη. Ξέρουμε τι σημαίνει για την περιοχή η ΛΑΡΚΟ. Οταν καίγεται το σπίτι του γείτονα, θα καεί και το δικό σου. Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε όλοι. Αλλιώς πού θα μείνουν τα παιδιά μας; Σε έναν τόπο που θα απομείνουν 500 συνταξιούχοι; Δεν θα απομείνουν ούτε σχολεία».
«Το τώρα δημιουργεί το αύριο»
Μετά τη συγκέντρωση, ο «Ριζοσπάστης» συζήτησε με έναν από τους εργαζόμενους που παράλληλα καλλιεργεί τη γη για να συμπληρώσει το εισόδημά του. Ο Γιάννης είναι γραμματέας στο Σωματείο Μεταλλωρύχων στο Μεταλλείο Αγίου Ιωάννη. «Τι άλλο να κάνεις; θα δουλέψεις και τα χωράφια. Οταν υπάρχουν 40άρηδες με οικογένειες, που δουλεύουν μια ζωή στο εργοστάσιο και αμείβονται με 1.100 ευρώ, θα δουλέψουν κι άλλο. Αλλά ο νέος δεν μπορεί να δημιουργήσει πλέον εδώ, έχει σταματήσει η ζωή τους. Αφού θέλουν η Κωπαΐδα να γεμίσει φωτοβολταϊκά, δεν παρέχεται νερό, μένουν απότιστα τα χωράφια.
Το θετικό είναι ότι το Σωματείο μάς έχει τραβήξει μπροστά και έχει συνέχεια αυτός ο αγώνας, αλλά πρέπει να ακολουθήσουν και οι άλλοι. Το καλό είναι ότι δεν κολλάμε πλέον στα πολιτικά στερεότυπα. Καταλαβαίνουμε ότι το τώρα δημιουργεί το αύριο, όχι το παρελθόν. Φάνηκε αυτό το διάστημα ποιον έχω ως εργαζόμενος δίπλα μου και ποιον έχω απέναντί μου. Και φάνηκε και στις εκλογές στα χωριά της περιοχής».
«Ο αγώνας στη ΛΑΡΚΟ κρατάει τα μαγαζιά ζωντανά»
Ο Λάμπρος είναι ιδιοκτήτης καφετέριας στο Μαρτίνο. Ο πατέρας του άνοιξε το μαγαζί, έχτισε και σπίτι, δουλεύοντας παράλληλα στη ΛΑΡΚΟ. «Τα χρήματα της ΛΑΡΚΟ είναι χρήματα όλων εδώ γύρω. Ο,τι βλέπεις τριγύρω είναι της ΛΑΡΚΟ, χτίστηκε με τη δουλειά στη ΛΑΡΚΟ», λέει.
«Ηδη έχουν αρχίσει να φαίνονται οι επιπτώσεις. Φύγανε ήδη πολλά παιδιά, θα φύγουν κι άλλοι αν κλείσει. Και πού έχει οδηγήσει αυτό; Είναι σαν να δεχόμαστε μαζική επίθεση από κάπου, γιατί ταυτόχρονα έχουμε να αντιμετωπίσουμε και εμείς οι καταστηματάρχες τη βαριά φορολογία, τα μέτρα της κυβέρνησης. Μετά από τόσα χρόνια δουλειάς, πιο φτωχός δεν έχω νιώσει στη ζωή μου! Οσο μεγαλώνουμε, αντί η ζωή μας να γίνεται καλύτερη χειροτερεύει, νιώθουμε περισσότερο ανασφαλείς, δουλεύουμε όλο και περισσότερο. Και αισθανόμαστε και πιο φτωχοί!
Τα “προγράμματα” που τάζει η κυβέρνηση στους εργαζόμενους τα έχουμε δει και εμείς οι καταστηματάρχες. Για παράδειγμα, δες τα περιβόητα “δάνεια επανεκκίνησης” που μιλούσε η κυβέρνηση για εμάς μετά την πανδημία. Πληρώσαμε τα πάντα, για να μην έχουμε χρέη και να τα δικαιούμαστε, και τελικά από τις 150 αιτήσεις που έχουν γίνει στο τοπικό υποκατάστημα της τράπεζας πήραν τα χρήματα οι 15. Και μετά θα βγαίνει και θα λέει η κυβέρνηση, “ορίστε, εμείς δώσαμε λεφτά”, να όμως που δεν είναι έτσι.
Το θετικό είναι ότι ο καθημερινός αγώνας που δίνουν στη ΛΑΡΚΟ μάς κρατάει ζωντανούς. Τα παιδιά δεν έσκυψαν το κεφάλι, δεν κλείστηκαν στα σπίτια τους. Μας βγάλανε στον δρόμο. Σήμερα, την ημέρα της συγκέντρωσης, δεν ήταν κανένα μαγαζί ανοιχτό. Πρώτη φορά έγινε αυτό, να είναι όλοι κλειστοί».
Την επόμενη μέρα επιβεβαίωσε τα παραπάνω και ο Νίκος, ιδιοκτήτης καφετέριας στην πλατεία της Μαλεσίνας. «Θα υπάρξει γενικώς πρόβλημα αν προχωρήσουν αυτά τα σχέδια. Θα κλείσουν τα μαγαζιά και θα αρχίσει να φαίνεται αυτόν τον χειμώνα. Οχι μόνο στα χωριά εδώ, το πρόβλημα θα φτάσει και στη Λιβαδειά για παράδειγμα. Αφού στη Λιβαδειά, στα μαγαζιά, όταν έφτανε η μέρα λέγανε “πληρώνει η ΛΑΡΚΟ σήμερα, θα έχουμε κόσμο”.
Είναι μια αλυσίδα που σπάει, το ένα φέρνει τ’ άλλο και οδηγεί σε αδιέξοδο. Γι’ αυτό και εμείς όλοι ήμασταν κλειστοί τη μέρα της απεργίας. Ηρθαν τα παιδιά από το Σωματείο, κάνανε τη γύρα τους, μοίρασαν τις ανακοινώσεις, μιλήσαμε κι εμείς μεταξύ μας και κλείσαμε όλοι, ποτέ δεν ξανάγινε αυτό».
Ενα βλέμμα κοινό, σίγουρο, αποφασισμένο
Τα βλέμματα των εργατών που δίνουν μάχη απέναντι στην απόλυσή τους έχουν κάτι το κοινό. Μέσα στη φωτιά της πάλης, συμπυκνώνουν πολλά. Οταν μιλάνε, καθρεφτίζονται στα μάτια τους αντιφατικά στοιχεία. Από την μία δεν μπορεί να κρυφτεί το άγχος. Τα άγρυπνα βράδια που δεν μπορούν να σταματήσουν να σκέφτονται το πώς θα βγει η επόμενη μέρα. Τους λογαριασμούς, τις υποχρεώσεις, το πώς θα απαντήσουν στα παιδιά τους όταν αυτά χρειάζονται κάτι. Δεν κρύβονται αυτά.
Ταυτόχρονα όμως, στο βλέμμα του εργάτη που αρνείται να σκύψει το κεφάλι, αποτυπώνεται και η αποφασιστικότητα. Μια δύναμη που – ανάμεσα μερικές φορές σε εξάρσεις οργής – βγαίνει με μια σιγουριά ήρεμη.
Κοινός είναι σε γενικές γραμμές και ο τρόπος με τον οποίο χαράσσεται η σιγουριά από την ταξική αλληλεγγύη στο βλέμμα τους. Το πώς τους συγκινεί, όταν έρχεται από τον συνάδελφο, από τον εργάτη που δουλεύει αλλού, από τον γείτονα, τον διπλανό.
Οταν κλείνει ή απολύει μαζικά ένα εργοστάσιο, πόσο μάλλον ένα μεγάλο, το πλήγμα δεν αφορά μόνο τους εργάτες του. Αφορά όλο τον λαό της περιοχής γύρω του και αυτό γίνεται αντιληπτό αργά ή γρήγορα. Είναι κάτι που αποτυπώνεται σε διάφορους εργατικούς αγώνες τα τελευταία χρόνια και αποτελεί έναν συνδετικό κρίκο που ενώνει τους εργαζόμενους με τους αγρότες, με τους μαγαζάτορες, με τους επαγγελματίες, που ενώνει τα σωματεία με διάφορους άλλους μαζικούς φορείς.
Ισως όμως πουθενά αλλού δεν είναι αυτό πιο αντιληπτό από την περίπτωση της ΛΑΡΚΟ. Εκεί, οι ζωές χιλιάδων ανθρώπων, χωριών ολόκληρων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη σε μια πολύ μεγάλη περιοχή με την τύχη της μοναδικής βιομηχανίας παραγωγής σιδερονικελίου στην ΕΕ.
Το ότι η ΛΑΡΚΟ αποτελεί το κέντρο βάρους της ζωής στη Λοκρίδα αποδεικνύεται παντού, ακόμα και στη γεωγραφική κατανομή του χώρου. Από κάθε σπίτι της Λάρυμνας βλέπει κανείς το εργοστάσιο, ή έστω την τσιμινιέρα του που δεσπόζει πάνω από τον κόλπο. Τα καφενεία πάνω στην ακτή τη θέα του έχουν. Ακόμα και όσοι ζουν απέναντι, στον οικισμό της ΛΑΡΚΟ, το βλέπουν από παντού. Αλλωστε, ο δρόμος που οδηγεί στον οικισμό, περνά πρώτα από την πύλη του εργοστασίου. Τα μπαλκόνια στα σπίτια του οικισμού, σαν αυτό στην πολυκατοικία «4» που παραχωρήθηκε από έναν εργαζόμενο όταν κρίθηκε ότι ήταν πολύ αργά για επιστροφή το βράδυ της Τετάρτης, βλέπουν στο εργοστάσιο. Η μαύρη σκόνη από το εργοστάσιο που τρυπώνει στα μικρά αυτά σπίτια, και μαζί με τα σημάδια του χρόνου, τους έχουν αφαιρέσει τον τίτλο του «πρότυπου», που είχαν πριν αρκετές δεκαετίες.
Ισως το μοναδικό σημείο της περιοχής που το εργοστάσιο δεν τρυπώνει στον ορίζοντα να είναι η ψησταριά που βρίσκεται στην άκρη του οικισμού, πάνω στο κύμα και κάτω από έναν λόφο. Εκεί ήταν που ξεκίνησαν οι συζητήσεις μας. Μπορεί το εργοστάσιο να μην φαινόταν, όλοι όμως στα τραπέζια ήταν οι εργάτες του. Εκείνη την ώρα «γιόρταζαν» τη νέα τους μεγάλη κινητοποίηση, με μουσική και τραγούδια. Γιατί αυτή η μεγάλη απεργιακή συγκέντρωση και η κινητοποίηση αμέσως μετά στην Εθνική πρόσθεσε ένα ακόμα κεφάλαιο στον αγώνα τους, τη στιγμή μάλιστα που μπήκε σε νέα φάση.
Το εντυπωσιακό είναι πως η ίδια αγωνιστική αποφασιστικότητα που ήταν χαραγμένη στο βλέμμα των εργατών εκεί, συναντάται και απέναντι, στο χωριό της Λάρυμνας. Συναντάται και στον καταστηματάρχη του Μαρτίνου, στον αγρότη της Μαλεσίνας. Οχι μόνο γιατί μπορεί και οι ίδιοι ή οι πατεράδες τους να «φάγανε ψωμί από τη ΛΑΡΚΟ», αλλά και επειδή γνωρίζουν καλά πως ο ανυποχώρητος αγώνας είναι μονόδρομος για να αποφευχθεί ο μαρασμός μιας ολόκληρης περιοχής.
Αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη Σάββατο 20 Ιούλη 2024 – Κυριακή 21 Ιούλη 2024