Το δαχτυλίδι
Ο Γύγης ήταν ένας από τους βοσκούς των κοπαδιών του βασιλιά της Λυδίας. Ενώ έβοσκε τα πρόβατα του κάποτε, άρχισε μια δυνατή νεροποντή που συνοδεύτηκε από ένα τρομακτικό σεισμό, ο οποίος προκάλεσε ένα βαθύ ρήγμα στο έδαφος. Σάστισε μόλις το είδε και από περιέργεια κατέβηκε στα έγκατα της Γης…
Ο Γύγης ήταν ένας από τους βοσκούς των κοπαδιών του βασιλιά της Λυδίας. Ενώ έβοσκε τα πρόβατα του κάποτε, άρχισε μια δυνατή νεροποντή που συνοδεύτηκε από ένα τρομακτικό σεισμό, ο οποίος προκάλεσε ένα βαθύ ρήγμα στο έδαφος. Σάστισε μόλις το είδε και από περιέργεια κατέβηκε στα έγκατα της Γης. Εκεί, ανάμεσα στα άλλα θαυμαστά αντικείμενα, όπως λέει ο μύθος, βλέπει ένα κούφιο στο εσωτερικό του χάλκινο άλογο. Από κάποιες μικρές θυρίδες στα πλευρά του γλυπτού παρατήρησε ότι μέσα ήταν ένας νεκρός άνδρας, διαστάσεων πέραν των ανθρωπίνων μέτρων, ξαπλωμένος γυμνός χωρίς τίποτα επάνω του, φορούσε μόνο ένα χρυσό δαχτυλίδι. Ο βοσκός το αφαίρεσε από το δάχτυλο και βγήκε από το βάραθρο.
Μια μέρα, εκεί που γίνονταν η μηνιαία σύναξη των βοσκών για να στείλουν στον βασιλιά την καθιερωμένη αναφορά σχετικά με τα κοπάδια, έφθασε και ο Γύγης φορώντας το δαχτυλίδι στο χέρι του. Όπως βρισκόταν στην ομήγυρη των βοσκών, κάποια στιγμή τυχαία έστριψε την σφενδόνη (πέτρα) του δαχτυλιδιού προς την εσωτερική μεριά της παλάμης, όπου έκπληκτος διαπιστώνει ότι για τους άλλους βοσκούς έγινε άφαντος και ότι συζητούσαν για αυτόν σαν να απουσίαζε από την συντροφιά. Περιστρέφοντας την πέτρα προς τα έξω γινόταν πάλι ορατός. Αντελήφθη λοιπόν αυτή την τρομακτική ιδιότητα του δαχτυλιδιού, ότι θα μπορούσε δηλαδή να κάνει ό,τι επιθυμούσε χωρίς να γίνεται αντιληπτός από κανένα, χωρίς τον φόβο της τιμωρίας και των συνεπειών των πράξεών του. Τελικά ο φτωχός βοσκός Γύγης κατάφερε να γίνει αγγελιοφόρος του βασιλιά, προσέγγισε το παλάτι, έγινε εραστής της βασίλισσας και με την βοήθειά της κατέλαβε την εξουσία δολοφονώντας τον μονάρχη.
Στην περίπτωση που είχαν βρεθεί δύο δαχτυλίδια, ένα στην κατοχή ενός άδικου ανθρώπου και το δεύτερο που θα το φορούσε ένας δίκαιος, ενδεχομένως να μην αποδεικνυόταν και αυτός τόσο αδαμάντινος χαρακτήρας, ώστε να παραμένει νομοταγής, να σέβεται και να τηρεί τους θεσμούς της πολιτείας, όσο διάστημα θα παρέμενε αόρατος. Δηλαδή, να έχει τον χαρακτήρα εκείνο ώστε να μην αγγίζει τα υπάρχοντα των άλλων, ενώ θα μπορούσε να πηγαίνει στην αγορά και να παίρνει ό,τι θέλει χωρίς να φοβάται τίποτα. Να εισέρχεται στα ξένα σπίτια και να συνευρίσκεται ερωτικά με όποια άτομα επιθυμεί, να σκοτώνει, να βγάζει από την φυλακή όποιον θέλει, να πράττει οτιδήποτε σαν θεός μεταξύ των ανθρώπων. Έχοντας αυτήν την συμπεριφορά δεν θα διέφερε από τον πρώτο άδικο άνθρωπο, αλλά και οι δύο θα ακολουθούσαν την ίδια οδό. Αποδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο ότι κανείς δεν είναι δίκαιος με την θέλησή του, αλλά εξαναγκάζεται, υπακούοντας στους νόμους και κανόνες της πόλης, εξαιτίας του φόβου της ποινής και των κυρώσεων που θα υπάρξουν.
Κάθε άνθρωπος πιστεύει ότι οι άδικες πράξεις τον ωφελούν προσωπικά περισσότερο από το να παραμένει δίκαιος. Αν προέκυπτε να λάβει κάποιος μια τέτοια δύναμη εξουσίας και δεν την ασκούσε για να αδικήσει, να καρπωθεί τα ξένα πράγματα, θα τον θεωρούσαν αυτοί που θα τον αντιλαμβάνονταν, ως άνθρωπο αξιολύπητο και παντελώς ανόητο. Όταν όμως θα έπρεπε να πουν την γνώμη τους στις δημόσιες συζητήσεις, θα ψεύδονταν μεταξύ τους, επαινώντας τον σίγουρα με τα καλύτερα λόγια. Αυτό θα συνέβαινε από φόβο μήπως οι ίδιοι αδικηθούν, αν ομολογούσαν τις πραγματικές τους σκέψεις στον περίγυρο τους.
Το παραπάνω κείμενο είναι μια σχετικά ελεύθερη απόδοση του αρχαίου μύθου “Το δαχτυλίδι του Γύγη”, ενός από τους τρεις μύθους που περιλαμβάνονται στην “Πολιτεία”, το σημαντικότερο φιλοσοφικό έργο του Πλάτωνος το οποίο πραγματεύεται ένα διαχρονικό θέμα, αυτό της έννοιας της δικαιοσύνης.
Είναι μια παραλλαγή του μύθου που χρησιμοποιεί ο φιλόσοφος και βασίζεται σε ένα αφήγημα του ιστορικού Ηροδότου, στο πρώτο βιβλίο των Ιστοριών του “Η γυναίκα του Κανδαύλη”, όπου οι ήρωες του έργου είναι ο τελευταίος των Ηρακλειδών και πρόγονος του Κροίσου, τύραννος των Σάρδεων Κανδαύλης, η ομορφότερη στον κόσμο, κατά αυτόν, γυναίκα του και ο έμπιστος δορυφόρος (ένοπλος φρουρός) του Γύγης.
Η υπερβατική και μεταφυσική αυτή ιστορία του δαχτυλιδιού, παρουσιάζεται μέσα από μια συζήτηση που διεξάγεται ανάμεσα στον Γλαύκωνα, αδερφό του Πλάτωνα, και τον Σωκράτη. Ο Γλαύκων, καθώς διηγείται αυτόν τον μύθο, εκφράζει τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του περί της δικαιοσύνης, ότι δεν υπάρχει δηλαδή αυτή ως εγγενής ιδιότητα, σύμφυτη αρετή στους ανθρώπους. Αλλά ότι η συμπεριφορά και οι ενέργειες των ατόμων μέσα στην κοινότητα όπου διαβιούν, είναι προϊόν των κοινωνικών συμβάσεων.
Κατά αυτόν, είναι στη φύση του ανθρώπου να θέλει να αδικεί τους άλλους για προσωπικό όφελος, ιδίως όταν γνωρίζει εκ των προτέρων ότι δεν θα υποστεί τις συνέπειες των ανομιών του. Διαφορετικά, σέβεται και πειθαρχεί στους νόμους της πολιτείας, είναι δίκαιος όταν διακατέχεται από τον φόβο της αποκάλυψης των ανήθικων πράξεων του. Παράδειγμα ο Γύγης, ένας ασήμαντος ταπεινός βοσκός, πιθανότατα ενάρετος και τίμιος, του οποίου ο κώδικας ηθικής ανετράπη από τις ιδιότητες ενός μαγικού αντικειμένου, το οποίο ήταν η αιτία της διαφθοράς του, δίνοντας του την απόλυτη ελευθερία να πράττει ό,τι επιθυμεί. Εδώ παρατηρούμε ότι οι αντιλήψεις που εκθέτει ο Γλαύκων στον διάλογο, δεν είναι παρά αυτές της ηθικής των αριστοκρατικών κύκλων, της αθηναϊκής κοινωνίας της πόλης-κράτους του 5ου αιώνα, όπου σε αυτούς θεωρείται η έννοια του δικαίου ως μια υποκριτική κοινωνική συνθήκη, που αποβλέπει στην προστασία των πολλών και αδυνάτων πολιτών.
Χρησιμοποιώντας κάθε αθέμιτο μέσο, πέρα από κάθε μέτρο και όριο, κάποιος, ορμώμενος από πλεονεξία προς απόκτηση υλικών αγαθών και πλούτου, οδηγείται κατά συνέπεια στην έπαρση, την αλαζονεία, την υποκρισία και την αναλγησία, που του επιφέρουν τα αξιώματα και η απόκτηση μιας κυρίαρχης θέσης μέσα στην κοινωνική πυραμίδα. Ένα διαχρονικό φαινόμενο, που έχει να κάνει με την κάθε μορφής εξουσίας, μια σχέση κυρίαρχων και υποταγμένων, εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων, που είναι αποτέλεσμα ενός συστήματος άνισης κατανομής του κοινωνικού πλούτου.
Απόστολος Δ. Καραμπάς
Εικόνα: School of Ferrara, 16th Century, «The Ring of Gyges» (λεπτομέρεια)