Νόπη Ταχματζίδου – Bιβλιοκριτική για το διήγημα του Κωνσταντίνου Λίχνου “Ο βράχος του Σίσυφου”

«Με λένε Σίσυφο, ο κέρδιστος των ανδρών, και γίνηκα ο βράχος μου! Χωρίς αυτόν, δεν μπορώ να διανοηθώ την ύπαρξή μου…. Με λέγανε Σίσυφο κάποτε, τώρα, είμαι ο βράχος μου»

«θος νθρπ δαμων» Ηράκλειτος (Ο δαίμονας για τον άνθρωπο είναι ο χαρακτήρας του) 

Κωνσταντίνος Λίχνος, Ο Βράχος του Σίσυφου

Από τις εκδόσεις «Γράφημα» κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες το νέο έργο του Κωνσταντίνου Λίχνου «Ο Βράχος του Σίσυφου», διήγημα με έντονες φιλοσοφικές προεκτάσεις, που αναδεικνύει συμβολικά πολλά από τα θέματα που απασχολούν την ανθρωπότητα διαχρονικά .Το έργο χωρίζεται σε δυο μέρη: στην εισαγωγή, όπου ο συγγραφέας παρέχει πληροφορίες για τον Σίσυφο (ποιος είναι, πώς δραστηριοποιήθηκε στη ζωή αλλά και μετά θάνατον, η αντίληψή του για τα πράγματα, η σχέση του με τους θεούς, το βίωμα της τιμωρίας όπως έχει δοθεί μέχρι τώρα, αλλά και την επίδρασή του σε έργα της επιστήμης και της τέχνης διαχρονικά από την αρχαιότητα μέχρι και τους νεότερους χρόνους).Το δεύτερο μέρος αποτελεί την κυρίως αφήγηση: φιλοσοφικό διήγημα με συμβολικές προεκτάσεις στο σήμερα,  όπου κατατίθεται η άποψη του συγγραφέα για τον Σίσυφο με λογοτεχνική αποτύπωση  της επιλογής του συγκεκριμένου μύθου όχι αποκλειστικά σε σχέση με την εποχή που τον γέννησε αλλά με συμβολικές αναφορές στη σύγχρονους καιρούς. Για λόγους οικονομίας η παρούσα βιβλιοκριτική θα επικεντρωθεί στο δεύτερο μέρος με δεδομένο ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην εισαγωγή είναι γνωστά ή εύκολα προσβάσιμα σε όποιον  το επιθυμεί.

Τι είναι ο μύθος και πώς λειτουργεί σε σχέση με τις επιστήμες ( ψυχολογία, κοινωνιολογία, φιλοσοφία κ.α.) ή με τις τέχνες ( εικαστικά, θέατρο, λογοτεχνία); Πώς μπορεί να εξηγηθεί η μεγάλη γοητεία που ασκούν οι μύθοι ακόμη και σήμερα, σε μια εποχή δηλαδή όπου με βάση τα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα  θα περίμενε κανείς την απόλυτη κυριαρχία του ορθολογισμού ή την πλήρη αποδέσμευση του ανθρώπου, σε επίπεδο σκέψης και (δια) νόησης, από αφηγήσεις με έντονο το στοιχείο της υπερβολής; Τι είναι αυτό που κινητοποιεί τον άνθρωπο ως ολότητα , ως σκέψη, ως  φαντασία, ή και ως ( συν) αίσθηση όταν έρχεται σε επαφή με τους μύθους και ποια μπορεί να είναι τα αποτελέσματα αυτής της κινητοποίησης τόσο για τον ίδιο όσο και για το περιβάλλον του; Γιατί οι μύθοι συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον πληθώρας μελετητών πέραν των φιλολόγων ( ανθρωπολόγων, κοινωνιολόγων, φιλοσόφων , ψυχολόγων) και αποτέλεσαν τη βάση εξαγωγής πολλών συμπερασμάτων για τον άνθρωπο ως μονάδα αλλά και για την κοινωνία στην οποία αυτός εντάσσεται;

  Αυτό συμβαίνει διότι οι μύθοι αποτελούν έκφραση του συλλογικού υποσυνειδήτου και επομένως η ύπαρξή τους αποδεικνύει στοιχεία «κοινά» των ανθρώπων και των πολιτισμών τους. Αυτή η κοινότητα των θεμάτων, αποτελεί τη βάση της δράσης των ανθρώπων ως μονάδων ή ως δρώντων υποκειμένων σε ένα περιβάλλον που σε ένα ποσοστό, μικρότερο ή μεγαλύτερο ανάλογα με τη συγκυρία, είναι ήδη διαμορφωμένο και επομένως περιοριστικό της ελευθερίας του ατόμου. Παράλληλα οι μύθοι παρέχουν με τρόπο συμπυκνωτικό μεγάλες αλήθειες για τον άνθρωπο αφήνοντας όμως ανοιχτά παράθυρα στη θεώρησή τους και έτσι η επεξεργασία τους επηρεάζεται τόσο από τις ιδιαίτερες συνθήκες που διαμορφώνονται στον κοινό χώρο ( πολιτική, κοινωνία, επιστήμη) όσο και από τις ιδιαιτερότητες του ανθρώπου που είτε τους προσλαμβάνει με τη διαμεσολάβηση τρίτων ( λαμπρό παράδειγμα η εκπαίδευση)  είτε τους επεξεργάζεται για την παραγωγή έργων επιστημονικών και καλλιτεχνικών .Έτσι οι μύθοι αποκτούν έντονη ανθρωπιστική διάσταση, η οποία αντανακλά  τα χαρακτηριστικά όλων όσοι τους επεξεργάστηκαν ή επηρεάστηκαν από αυτούς  στο παρελθόν αλλά και στο παρόν αποτελώντας τη στέρεη βάση μιας επιστημονικής ή καλλιτεχνικής ζύμωσης, που λειτουργεί στο διηνεκές και η οποία γονιμοποιεί το πνεύμα, καλλιεργεί τις αξίες και εν τέλει ανυψώνει τον πολιτισμό.

Η επιλογή της πρωτοπρόσωπης  αφήγησης στο διήγημα του Λίχνου  διευκολύνει την παρουσίαση του Σίσυφου συνολικά ως όντος τονίζοντας τις ιδιότητες που ενέχονται στην προσωπικότητα του μυθικού ήρωα, οι οποίες άλλοτε συνηγορούν στην ανθρώπινη- και επομένως τρωτή-  φύση του και άλλοτε τήν υπερβαίνουν καθιστώντας τον ήρωα υπερ-άνθρωπο. Ως προς το πρώτο στοιχείο, δηλαδή  της ανθρώπινης υπόστασης του ήρωα, τονίζονται η υπομονή, η προσήλωση στον στόχο, η αξιοπρέπεια από την άποψη της επιτέλεσης του οριζόμενου από εξωτερικούς ( θεϊκούς στην περίπτωση του μύθου ) παράγοντες  έργου, η γνώση των δυσκολιών αλλά και η επίγνωση της ματαιότητας της προσπάθειας , η σωματική και ψυχική καταπόνηση που επιτείνεται από τη μοναξιά, η αίσθηση του αδιεξόδου και η αμφιβολία για το αποτέλεσμα των πράξεων• εξίσου έντονα τονίζονται η  περηφάνεια, η αξιοπρέπεια, η προσπάθεια αντιμετώπισης των δυσκολιών, η αντοχή , η δύναμη ή καλύτερα η ισχύς που προκύπτει όχι μόνο από τη σωματική ρώμη αλλά και από την πνευματική συγκρότηση.

«Το χατίρι των αθανάτων, να λυγίσω, να ικετεύσω για έλεος, δεν πρόκειται να το κάνω ποτέ. Θα βάλω τον βράχο μου, μέσα στο μεγάλο τους μάτι, που όλα τα βλέπει! Θα τους δείξω, Εγώ, με ποια θέληση επιλέξαν ν’ αναμετρηθούν. Και τους το δείχνω, αιώνες τώρα, αδιάκοπα. Κάθε μέρα, δεκάδες φορές! Καθώς ανηφορίζω, ορθώνομαι αψηλότερα απ’ αυτούς, κι ας βρίσκονται στην κορυφή του Ολύμπου· ενώ, εγώ, είμαι θαμμένος στα τρίσβαθα της γης. Κι όταν κατέρχομαι απ’ τον λόφο, για να επωμιστώ και πάλι τον βράχο μου, λεύτερος απ’ τον φόρτο και θριαμβικός, τους φωνάζω: «Ο Σίσυφος κατηφορίζει, μα δεν ξέπεσε!»

 Ο κεντρικός ήρωας υπομένει το μαρτύριό του και δεν υποχωρεί έχοντας πλήρη επίγνωση της ματαιότητας της επιμονής του αλλά και των αποτελεσμάτων της πάνω στο φθαρτό σώμα του. Παράλληλα η εμμονή του στην επιτέλεση ενός ατελέσφορου και άσκοπου έργου αποδίδεται ως μια προσπάθεια του δρώντος υποκειμένου, του ανθρώπου, να υπερβεί τα οριζόμενα από τη φύση ή τους θεούς όρια και να λειτουργήσει ως παράδειγμα προς την ανθρωπότητα  από την άποψη της σημασίας που έχουν οι αξίες της επιμονής, της θέλησης ή και  της αξιοπρέπειας.

«Κι αν κωφεύουν ή τα βλέμματά τους δεν στρέφονται απάνω μου ποτές, δεν με νοιάζει. Κι αν έχω βαλθεί, επί ματαίω, να φανερώσω σ’ αυτούς, τους καλαναθρεμμένους, τι σημαίνει ανθρώπινη θέληση· μα, αδιαφορούν, όπως ανέκαθεν έκαναν· ούτε κι αυτό με πτοεί.(…)Ακόμη κι αν πορεύομαι ανώφελα, σαν τις αμέτρητες ορδές των θνητών, που μέρα νύχτα φροντίζουν για το φαγητό τους μονάχα, χωρίς νόημα και σκοπό· ακόμη κι έτσι να είναι, μυαλό δεν αλλάζω ».

Τα στοιχεία αυτά τονίζονται αφηγηματικά όχι μόνο στα περιγραφικά μέρη του έργου αλλά και στους διαλόγους που περιλαμβάνονται με πρόσωπα, θεϊκά ή ανθρώπινα, μυθολογικά ή ιστορικά. Από τις σελίδες της λογοτεχνικής αφήγησης παρελαύνει ο Ερμής, ο Τάραξος, τον πρωτότοκο γιο του οποίου σύμφωνα με τη μυθολογία είχε σκοτώσει ο Σίσυφος, αλλά και ο Σωκράτης. Οι λογοτεχνικοί διάλογοι αποδίδουν τα χαρακτηριστικά των προσώπων , όπως τα γνωρίζουμε από την αρχαία γραμματεία, κυρίως όμως τονίζουν  τα χαρακτηριστικά του κεντρικού προσώπου της αφήγησης: την επιμονή, την αδάμαστη θέληση, το ανυποχώρητο απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις και τελικά το αυτεξούσιο ,το οποίο επιβεβαιώνει τον χαρακτηρισμό του ήρωα ως υπεράνθρωπου, αφού παρόλες τις ταλαιπωρίες που υφίσταται συνεχίζει να προσπαθεί , να μην υποχωρεί αλλά και να καλλιεργεί στον νου του τα αίτια της επιμονής του .  Έτσι μετά τη συνάντηση με τον Ερμή, από την οποία πληροφορείται την τύχη των απογόνων του, αντί να καμφθεί ή να δειλιάσει, να λιποψυχήσει και τελικά να υποχωρήσει ο κεντρικός ήρωας  με την τοποθέτησή του  υπερασπίζεται την ανάγκη του ανθρώπου να διαμορφώνει ο ίδιος τη μοίρα του σε σχέση με τις επιθυμίες και τις επιλογές του.

«…μα καθώς περνούσαν οι μέρες, χωρίς να κατανοήσω τον λόγο, ολοένα και γλύκαινε. Κάθε που αναλογιζόμουν της σποράς μου την τύχη, όλο και πιότερο την έβρισκα αξιέπαινη.Τα παιδιά και τα εγγόνια μου, έλαβαν από μένα σπέρμα αδάμαστο· δεν θα μπορούσαν να λυγίσουν την κεφαλή και να πορευτούν στον ασφαλή δρόμο των ήσυχων θνητών. Αψηφήσαν τους θεούς και κοιτάξαν στα ουράνια, πέρα απ’ τον άνθρωπο. Είναι τέκνα δικά μου!».

Αναδεικνύεται έτσι η αξίωση  του ανθρώπου να αποφασίζει ο ίδιος για τις συνθήκες που τον αφορούν σε όλα τα επίπεδα του βίου αλλά και η βαθιά ικανοποίηση που απολαμβάνει το υποκείμενο όταν ακολουθεί επιλογές ή επιθυμίες, που δεν εκπορεύονται από την ανάγκη ούτε επιβάλλονται από το δίκιο του ισχυροτέρου. Το παραπάνω προσλαμβάνει αφηγηματικά μεγάλη ισχύ όχι μόνο διότι αποτελεί την κύρια  στόχευση των διαλογικών μερών ( των εκτενών διαλόγων, συνολικά δυο, μεταξύ Ερμή και Σίσυφου ή και Σίσυφου και Τάραξου) αλλά κυρίως διότι έτσι εμπραγματώνεται ο συμβολικός χαρακτήρας της αφήγησης: σε μια εποχή όπου το δίκαιο ως έννοια έχει εκπέσει και επομένως ο άνθρωπος θεωρείται και αντιμετωπίζεται ως εμπορεύσιμη ύλη  το αφήγημα μπορεί να αναγνωστεί υπό το πρίσμα του αιτήματος προάσπισης του δικαιώματος του ανθρώπου να αποφασίζει περί του εαυτού, ώστε να μπορεί να αυτοορίζεται και να αυτενεργεί επί τη βάσει των επιλογών του και ανεξάρτητα από τις προβαλλόμενες (οικονομικές, πολιτικές κ.α.) αναγκαιότητες. Ακόμη και ο διάλογος μεταξύ του κεντρικού προσώπου και του Σωκράτη ( της μόνης ιστορικής προσωπικότητας που βλέπουμε στο έργο) εκεί εδράζεται: στον λόγο, στην αιτία αυτής της άσκοπης ,μάταιης  και  επίπονης ,κυρίως όμως συνειδητής  προσπάθειας. Τα χαρακτηριστικά του Σωκράτη ως λογοτεχνικού προσώπου δεν εκπλήττουν· αντίθετα επιβεβαιώνουν την αρχαία γραμματεία: με λόγο ήπιο και καθόλου επικριτικό θέλει να μάθει τους λόγους, αναζητά τις αιτίες των πράξεων του κεντρικού προσώπου, έντονα φιλοπερίεργος  και επίμονος στην αναζήτηση μιας αλήθειας ,που  σχετίζεται ακόμη και διαισθητικά   με τις επιλογές του  κεντρικού  προσώπου αλλά όμως μπορεί να αναχθεί στην ανθρωπότητα εν γένει εφόσον αφορά τις αξίες, τον τόπο δηλαδή πάνω στον οποίο εδράζονται οι συμπεριφορές των υποκειμένων.

«Θαρρείς, γέρο σοφιστή, πως κάποιος σοφός, θα έπραττε ετούτο που πράττω εγώ; Να κουβαλά έναν βράχο στην αιωνιότητα, δίχως προσδοκία ανταμοιβής ή ολοκλήρωσης;».

«Δεν έχω ιδέα, ένας σοφός τι θα προτιμούσε να έπραττε. Αυτό, ίσως, να το γνωρίζεις εσύ», μου απάντησε με πραότητα, τον έκανε να μοιάζει σχεδόν απαθής.

«Τι θα προτιμούσε, δεν το γνωρίζω. Μα είμαι σίγουρος, πως δεν θα επέλεγε, απ’ όλα τα πράγματα, να σπρώχνει έναν βράχο ανώφελα. Πέρα απ’ την βεβαιότητα αυτή, άλλη, να σου προσφέρω, δεν έχω»

«Μίλα και χωρίς βεβαιότητα, Σίσυφε. Καμιά φορά, τα λόγια που στεριώνονται στην αμφιβολία, είναι σοφότερα. Αφού δεν γνωρίζεις, τι φαντάζεσαι;»

 Στηρίζεται έτσι η «κοινή» ανάγκη των ανθρώπων για αυτοπραγμάτωση, πέρα από τη ματαιότητα, που ακολουθεί πολλές φορές τις έμμονες στάσεις, ως προϋπόθεση της συνειδητότητας αλλά και της προσωπικής ολοκλήρωσης ενώ παράλληλα επιβεβαιώνονται τα χαρακτηριστικά τόσο του κεντρικού προσώπου, όπως αποδίδεται μυθολογικά, όσο και οι διαστάσεις που μπορεί να προσλάβει η μορφή του Σίσυφου στην παγκοσμιοποιημένη πλέον κοινωνία και οικονομία, όπου η ομογενοποίηση έχει γίνει κανόνας και οι διαφοροποιήσεις είτε δεν παρουσιάζονται είτε, όταν παρουσιάζονται, αντιμετωπίζονται ως αιρετικές και επικίνδυνες.O Σίσυφος προσλαμβάνει συμβολικά τη μορφή του σύγχρονου ανθρώπου που μάχεται και εμμένει  εναντίον ενός καθεστώτος, οικονομικού και πολιτικού, που οι σύγχρονες συνθήκες τού έχουν επιβάλλει και όπου προσπαθεί να ανταπεξέλθει με συνέπεια χωρίς όμως να απεμπολεί όσα πιστεύει και κυρίως χωρίς να αποκηρύττει αρχές και ιδανικά  που επιβεβαιώνουν την έννοια του ανθρωπισμού πάνω στη βάση της ανάγκης για συνειδητοποιημένο αγώνα και σύγκρουση με συμφέροντα που (κατά) πιέζουν την προσωπικότητα.

Οι  πολυεπίπεδες αντιθέσεις επίσης υποβοηθούν την αναγνωστική πρόσληψη χωρίς να «καπελώνουν» ή να περιορίζουν το συναίσθημα του δέκτη και παράλληλα ενισχύουν τις αφηγηματικές στοχεύσεις, όπως τις ορίσαμε παραπάνω. Η αντίθεση μεταξύ του κεντρικού προσώπου και του μέσου ανθρώπου καλύπτει το σύνολο σχεδόν των αφηγηματικών μονολόγων του ήρωα. Ως στάσεις ζωής αντιπαραβάλλονται η υπακοή, η υποχωρητικότητα και η προσαρμογή έναντι της  προσωπικής διεκδίκησης, ο φόβος αντιμετώπισης υπέρτερων δυνάμεων έναντι της προσπάθειας, η επιλογή του εύκολου δρόμου έναντι των δυσκολιών, η αγνωσία και ασυνειδησία έναντι της γνώσης των παραγόντων που διαμορφώνουν τη ζωή  σε επίπεδο και ιδεαλιστικό και πρακτικό. 

«Ακόμη κι αν πορεύομαι ανώφελα, σαν τις αμέτρητες ορδές των θνητών, που μέρα νύχτα φροντίζουν για το φαγητό τους μονάχα, χωρίς νόημα και σκοπό· ακόμη κι έτσι να είναι, μυαλό δεν αλλάζω.(…) Με λένε Σίσυφο και κρατιέμαι απ’ τον βράχο μου. Χωρίς αυτόν, δεν θα ήμουνα τίποτα, παρά ένας ακόμη θνητός· κι αυτή, θα ήταν μια πραγματική καταδίκη, πολύ χειρότερη απ’ την τιμωρία που τώρα υπομένω»

Σε επίπεδο προσώπων ο Σίσυφος με δραματικό μονόλογο συγκρίνει τον εαυτό του με τον Τάνταλο ή τον Προμηθέα και βρίσκει τον εαυτό του κατώτερο, πρωτίστως σε σχέση με τα κίνητρα δευτερευόντως σε σχέση με τα αποτελέσματα των επιλογών του ως προς τα συμφέροντα του ανθρώπου.

«Τί είναι το δικό μου μαρτύριο, μπροστά σ’ εκείνο του Ταντάλου ή του Τιτάνα Προμηθέα, του πυρφόρου γιού του Ιαπετού, που αλυσοδέθηκε στον Καύκασο να υπομένει πόνους αβάσταχτους. Τίποτα δεν είναι! Ένα τίποτα, όπως και τα κατορθώματά μου. Μέσα στου Προμηθέα το νου, τον φωτερό, άστραψε σκέψη ανδρεία και γίνηκε πράξη θρασερή, που φέγγει στους αιώνες και κατατρώγει τα σκότη. Ενώ οι δικές μου πράξεις, μήτε για καλό έγιναν, μήτε καλό φέραν. Το μόνο δικό μου κατόρθωμα, είναι πως υπομένω τη σκληρή τιμωρία μου. Κι αφού αντέχω να συνεχίζω, δίχως να ευελπιστώ στης νίκης τον θρίαμβο, δεν έχω ανάγκη τη λύτρωση. Ποιός μεγαλόδωρος Ηρακλής, θα τολμούσε να μ’ απαλλάξει, απ’ τη μοίρα που διάλεξα εγώ ο ίδιος για μένα;»

 Αναλογίζεται τις επιλογές, τα κίνητρα, τις πράξεις  αλλά και τις συνέπειές  τους και αναγνωρίζει την ανωτερότητα των Τιτάνων έναντι του εαυτού του. Με ειλικρίνεια παραδέχεται  τόσο  τις ακρότητες των επιλογών του  όσο  και το αμφίβολο αποτέλεσμά τους στον άνθρωπο αλλά και τον εγωισμό ως κεντρικό άξονα της κοσμοαντίληψής του . Επομένως τονίζεται η ανθρώπινη διάσταση του Σίσυφου και όχι μια ωραιοποιημένη ή ηρωική μορφή: τα συναισθήματα που γεννώνται στον αναγνώστη δεν προκύπτουν εύκολα μέσω του επιτονισμού θετικών χαρακτηριστικών αλλά προϋποθέτουν σκέψη, εμβάθυνση   και αποδοχή  του βασικότερου ίσως χαρακτηριστικού του ανθρώπου, που είναι η ατέλεια. Η λογοτεχνική αφήγηση επομένως καλεί σε αυτοσυνειδητοποίηση τον δέκτη και παράλληλα τονίζει τη ρευστότητα των πραγμάτων που απασχολούν τον άνθρωπο: με μαεστρία ο αφηγητής μέσα από την προβολή της αντίθεσης εμβάλλει κοινά σημεία στα αποτελέσματα των επιλογών των προσώπων, που ίσως να υποβαθμίζονταν σε άλλη περίπτωση.

    «Ο Προμηθέας, έπραξε προς ωφέλεια άλλων, και γι’ αυτό του χρωστούσαν χάρη οι μοίρες· ενώ εγώ, έδρασα αφ’ εαυτού, για λογαριασμό μου και μόνο. Το ανδραγάθημα του εξεγερμένου τιτάνα, μπορεί να είναι συγκριτικά σπουδαιότερο· αλλά, όπως εκείνος, έτσι κι εγώ: αντιτάχθηκα στους άβροτους, και τώρα πληρώνω το τίμημα. Ας έχουν τη σύνεση όλοι τους, να μ’ αφήσουν να αναμετρηθώ με τη μοίρα μονάχος μου».

Σε επίπεδο κεντρικού ήρωα οι αντιθέσεις αφορούν την εξωτερική εικόνα και το εσώτερο «είναι» του ανθρώπου. Στην κατεύθυνση αυτή επιστρατεύεται η περιγραφή: ωραιότατες εικόνες δίνουν την εξωτερική μορφή του κεντρικού προσώπου όταν μοχθεί, όταν αγωνιά, όταν λυγίζει μπροστά στο βάρος του έργου που του έχει επιβληθεί. Οι λεπτομέρειες της περιγραφής είναι αδρές και  πολύ αποτελεσματικές ως προς την προβολή των ανθρώπινων χαρακτηριστικών του μυθικού ήρωα σε σχέση με το σώμα:  πονάει, κοπιάζει, οργίζεται, βλαστημά, αναθεματίζει τους θεούς και τη μοίρα του, αμφιταλαντεύεται για την ορθότητα της απόφασής του, βιώνει την απόλυτη μοναξιά, αυτοοικτίρεται. Από την άλλη περιγράφεται με εξίσου αποτελεσματικό τρόπο η πνευματική και ψυχική κατάσταση του ανθρώπου που δεν θέλει να υποχωρήσει, που μένει σταθερός σε ό,τι του έχει επιβληθεί, που δεν ικετεύει για βοήθεια, που επιδίδεται πάλι και πάλι στην ίδια ενέργεια μολονότι γνωρίζει  την κατάληξή της.

   «Τα γυμνά μου πέλματα γδέρνονται επάνω στο πετρώδες έδαφος, λίθοι μπήγονται στη σάρκα μου, το αίμα ξεχειλίζει απ’ τις πληγές μου και χαράσσει τη διαδρομή μου, κι ο βράχος πιέζει· πιέζει με μανία να πέσει επάνω μου, να με παρασύρει χαμότερα, απ’ τα τρίσβαθα της γης που ‘χω βρεθεί, και να κατρακυλήσει στο χώμα. μα είμαι πιο δυνατός απ’ αυτόν, του αρνούμαι την πτώση, τον κρατάω δεσμώτη μου, τον ανεβάζω στον λόφο· μόνο και μόνο, για να τον δω να κατολισθαίνει και να τσακίζεται άβουλος στο έδαφος, και να φωνάξω από μέσα μου: «Ο Σίσυφος, σαν ολισθαίνοντας βράχος, δεν θα ξεπέσει ποτέ». Κι αφού ο βράχος ξεπέσει, παίρνω μια ανάσα βαθιά, γομώνω τ’ αυτιά μου με τον ολοφυρμό των καταραμένων και κινώ να τονε φτάσω..»

Η  αφηγηματική δύναμη της περιγραφής, είτε αναφέρεται στο σώμα ή  στο πνεύμα του κεντρικού προσώπου είτε καλύπτει την παρουσία άλλων, μυθολογικών ή ιστορικών, προσώπων  στο έργο του Λίχνου είναι τόσο ισχυρή ώστε προκύπτει αβίαστα η ταύτιση του ήρωα με το έργο του, η ταύτιση του  προσώπου με το αντικείμενο της ενασχόλησής του.  Οι λεπτομέρειες που παρέχονται είναι επαρκέστατες και αποτελεσματικές  τόσο, ώστε ,όταν ο κεντρικός ήρωας διαπιστώνει την ταύτισή του με το έργο ή το αντικείμενο, αυτό να γίνεται αποδεκτό φυσικω τω τρόπω από τον αναγνώστη.

«Με λένε Σίσυφο, ο κέρδιστος των ανδρών, και γίνηκα ο βράχος μου! Χωρίς αυτόν, δεν μπορώ να διανοηθώ την ύπαρξή μου…. Με λέγανε Σίσυφο κάποτε, τώρα, είμαι ο βράχος μου».

Στην ταύτιση αυτή δεν υπάρχουν ούτε δράματα ούτε εκπλήξεις. Υπάρχει ένα διηγηματικό « τέλος», που ολοκληρώνει την ούτως ή άλλως ολιγοπρόσωπη  αφήγηση με τρόπο ,ώστε να επιβεβαιώνονται όλα τα στοιχεία της , αλλά και να αναγνωρίζεται στον αναγνώστη η δυνατότητα είτε της αποδοχής είτε της απόρριψης της κοσμοαντίληψης που εκφράστηκε με έλλογο συναισθηματισμό. Στην κατεύθυνση αυτή συμβάλλουν τα ερωτήματα που τίθενται από τον κεντρικό ήρωα:

«Το βαρύτερο ερώτημα, δεν είναι το «Πόσο θα αντέξω ακόμη», αλλά, το «Γιατί συνεχίζω». Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα που επικρέμεται επάνω μου. Πιο βαρύ, κι απ’ τον βράχο.»

Αυτό το γιατί, που αποτελεί τη βάση κάθε φιλοσοφικής θεώρησης, επιβεβαιώνει τον φιλοσοφικό χαρακτήρα του διηγήματος και παράλληλα αποτελεί κάλεσμα (ανα) στοχασμού προς τον αναγνώστη: είτε  ασπάζεται την αντίληψη ζωής του Σίσυφου, του κάθε Σίσυφου, είτε όχι, καλείται να τοποθετηθεί από μόνος του για τα σημαντικά της ζωής, για τις αξίες που δικαιολογούν την προσωπική προσπάθεια, για τη δυνατότητα του ανθρώπου να αυτοορίζεται, για το αυτεξούσιο και τους τρόπους που περιορίζεται και τότε και τώρα. Ερώτημα καίριο για την προσωπικότητα του καθενός αλλά και κρίσιμο εφόσον η απάντησή του νοηματοδοτεί και ταυτόχρονα ερμηνεύει  μεγάλο μέρος των πολιτικών, κοινωνικών και επαγγελματικών συνθηκών, που έχουν διαμορφωθεί στις μέρες μας  και λειτουργούν εγκλωβιστικά για τον άνθρωπο.  Το ερώτημα αυτό συνοψίζει την φιλοσοφική θεώρηση  του μύθου από την πλευρά ενός σύγχρονου Ελληνα πεζογράφου, ο οποίος δε διστάζει στο παρόν να ανασύρει συλλογικές μνήμες, όπως έχουν αποτυπωθεί στους μύθους, και να τους προτάσσει στοχεύοντας στην πνευματική εγρήγορση των αναγνωστών, έτσι όπως  οφείλει να κάνει η καλή λογοτεχνία.

Νόπη Ταχματζίδου

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: