Μάρκος Μπότσαρης: «Οι στρατηγοί παίρνουνε τα διπλώματά τους στη μάχη…»

Σαν σήμερα, σκοτώνεται στη μάχη, στο Κεφαλόβρυσο Ευρυτανίας, ο Μάρκος Μπότσαρης οπλαρχηγός και στρατηγός της Επανάστασης, από τις επιφανέστερες και ηρωικότερες φυσιογνωμίες του Εικοσιένα

Σαν σήμερα, στις 21 του Αυγούστου 1823, σκοτώνεται στη μάχη, στο Κεφαλόβρυσο Ευρυτανίας, ο Μάρκος Μπότσαρης οπλαρχηγός και στρατηγός της Επανάστασης του 1821.

Από τις επιφανέστερες και ηρωικότερες φυσιογνωμίες του Εικοσιένα, γιος του Κίτσου Μπότσαρη, ο Μάρκος Μπότσαρης* γεννήθηκε στις 21 του Μάρτη 1790 στο Σούλι. Μέλος της παλιάς και επιφανούς φάρας των Μποτσαραίων, της πολεμικής φάρας του Σουλίου που διακρίθηκε ιδιαίτερα στους πολέμους με τον Αλή Πασά και, αργότερα, για την πολύπλευρη συμβολή της στον αγώνα του Εικοσιένα.

Στο Σούλι διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα από τον καλόγερο Σαμουήλ. Μετά τον «χαλασμό» των Μποτσαραίων έφυγε στην Κέρκυρα. Κατατάχθηκε υπαξιωματικός στα Ηπειρωτικά τάγματα της γαλλικής φρουράς και το 1810 παντρεύτηκε τη Χρυσούλα, θυγατέρα του αρματολού της Πρέβεζας Χρηστάκη.

Όταν τα σουλτανικά στρατεύματα πολιόρκησαν τον Αλή πασά, ο Μάρκος Μπότσαρης βρισκόταν στα Γιάννενα, υπό ελεύθερη επιτήρηση. Κατάφερε όμως να ξεφύγει και να ενωθεί με το σώμα  των Σουλιωτών του θείου του Νότη Μπότσαρη, που είχε φτάσει από την Κέρκυρα και τελικά να συμπαραταχθεί με τα στρατεύματα του σουλτάνου στην πολιορκία των Ιωαννίνων εναντίον του αποστάτη της Πύλης. Αλλά μετά την παρασπονδία του σουλτανικού αρχιστρατήγου της πολιορκίας Χουρσίτ πασά να επιτρέψει τον επαναπατρισμό των Σουλιωτών, όρος που είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους, αποσπάστηκε από το στρατόπεδο του σουλτάνου με τους τελευταίους 200 Σουλιώτες που είχαν απομείνει εκεί και, σέ εκτέλεση καινούργιας συμφωνίας με τον Αλή, οδήγησε τα σώματα και τα γυναικόπαιδα και πάλι στο Σούλι.

Ακολούθησε η επανεγκατάσταση των Σουλιωτών στην πατρική γη, η αποτελεσματική και πάλι οχύρωση του Σουλίου, η αναδιοργάνωση των πολεμικών σωμάτων και κατόπιν σειρά από επιτυχείς πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του σουλτανικού στρατού από τα σουλιώτικα πολεμικά τμήματα, τα οποία και στη φάση αυτή φέρεται να καθοδηγεί. Συγκεκριμένα, μετά τη νίκη του στους Κομψάδες, όπου διέλυσε το τουρκικό ιππικό και κυρίευσε τα τρόφιμα και τα πολεμοφόδια που είχαν φτάσει με πλοία στη Σαλαώρα για το σουλτανικό στράτευμα, κατέλαβε τη θέση Πέντε Πηγάδια και απέκοψες την επικοινωνία Άρτα – Γιάννενα και κατόπιν, αφού απέκρουσε ισχυρή επίθεση 5.000 Αλβανών με 200 πολεμιστές Σουλιώτες, κτύπησε και κυρίευσε με έφοδο το φρούριο της Ρηγιάσας.

Λίγο αργότερα, μετά την πολιορκία και την κατάληψη του φρουρίου, ήρθε σε επαφή με τους οπλαρχηγούς της Ακαρνανίας Στορνάρη, Κουτελίδα, Μπακόλα κ.ά. για μια κοινή επιθετική ενέργεια εναντίον των Τούρκων. Αλλά η επιθετική εκείνη πρωτοβουλία ματαιώθηκε τελικά, γιατί αναγκάστηκε να ξαναγυρίσει στο Σούλι, για να αντιμετωπίσει την επίθεση των Τσάμηδων, που είχαν παρασπονδήσει και επιτεθεί εναντίον των Σουλιωτών. Μετά την οριστική απώθηση των Τσάμηδων, ο Μάρκος Μπότσαρης κτύπησε τους στρατοπεδευμένους στις Βαριάδες Τούρκους, απώθησέ μέχρι τα Γιάννενα τα σουλτανικά τμήματα που βρίσκονταν στους Δραμασούς και κατέλαβε την ίδια μέρα την Πλάκα, μετά από νικηφόρα μάχη στην Κασμηρά, όπου και τραυματίστηκε ελαφρά στο πόδι.

Το Σεπτέμβριο του 1821, μαζί με άλλα ελλαδικά πολεμικά σώματα, πήρε μέρος στην πολιορκία τής Άρτας και αργότερα πέρασε στο Μεσολόγγι, για να ζητήσει την ενίσχυση των επαναστατικών δυνάμεων προς υποστήριξη του Σουλίου.

Όταν αποφασίστηκε η εκστρατεία του Μαυροκορδάτου στην Ήπειρο, ο Μάρκος Μπότσαρης βρισκόταν στην Κόρινθο, για να συναντήσει την οικογένειά του που είχε αιχμαλωτιστεί στα Γιάννενα και σταλεί στη Λάρισα και τελικά ανταλλαγεί με το χαρέμι του Χουρσίτ που είχαν πιάσει τα πελοποννησιακά σώματα με την άλωση της Τριπολιτσάς. Γύρισε στη Δυτική Στερεά, αφού έστειλε την οικογένειά του στην Αγκώνα της Ιταλίας και πήρε ενεργό μέρος, επικεφαλής των σουλιώτικων σωμάτων, στις μάχες στο Κομπότι, στην Πλάκα και στην καταστροφική ήττα του Πέτα, όπου και αναδείχθηκε για την προσωπική του γενναιότητα και προπαντός τις στρατιωτικές και στρατηγικές του ικανότητες.

Ήρθαν μετά οι μικρομάχες παρενόχλησης και παρέλκυσης της πορείας του εχθρού, που από το Μακρυνόρος κατέβαινε προς το Μεσολόγγι, η σύγκρουση στο Κεφαλόβρυσο στις 18 Οκτωβρίου 1822, η είσοδος του Μπότσαρη και του Γ. Κίτσου στην πολιτεία με τα υπολείμματα των σωμάτων τους, από 35 μόνο πολεμιστές, η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, που κράτησε από τον Οκτώβριο μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου του 1823, στην οποία η προσωπική συμβολή του Μάρκου Μπότσαρη στάθηκε τόσο πολύτιμη και αποφασιστική, ώστε γρήγορα να κερδίσει τον τίτλο του αρχιστράτηγου των Επαναστατικών σωμάτων τής Δυτικής Στερεάς.

Στα μέσα Ιουλίου, νέα απειλή Επιδρομής άρχισε να διαγράφεται για το Μεσολόγγι, με την κάθοδο της στρατιάς του Μουσταφά πασά της Σκόδρας από την Αλβανία. Για την αντιμετώπισή της και την ειρήνευση των οξύτατων εσωτερικών ανταγωνισμών ανάμεσα στους καπεταναίους, συγκλήθηκε στα Kερασοβίτικα Καλύβια της Μακρυνείας, στις 7 Ιουλίου, συνέλευση οπλαρχηγών και πολιτικών της περιοχής, με τον νεοδιορισμένο από το Εκτελεστικό γενικό έπαρχο της Δυτικής Στερεάς Κωνσταντίνο Μεταξά.

Μετά τις αποφάσεις, ο Μάρκος Μπότσαρης ξαναγύρισε στο Μεσολόγγι για να αναδιοργανώσει και προετοιμάσει το σώμα του. Εκεί, σε συγκέντρωση των Σουλιωτών οπλαρχηγών και για να διαλύσει και τις τελευταίες αιτίες των δυσαρεσκειών και μικροεγωισμών ανάμεσα στους καπεταναίους, έσχισε όπως είναι γνωστό το δίπλωμα της Αρχιστρατηγίας με τα παρακάτω λόγια: «Οι στρατηγοί παίρνουνε τα διπλώματά τους στη μάχη…».

Στις 5 Αυγούστου 1823, 5.000 Αλβανοί με τον Τσελελενδήμπεη, εμπροσθοφυλακή του Μουσταφά που ακολουθούσε με άλλες 10.000 ντουφέκια, στρατοπέδευσε στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησιού. Απέναντί του ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Κίτσος Τζαβέλας και ο Λάμπρος Βέικος με σώμα από 1.200 πολεμιστές, έτοιμοι να του κόψουν το δρόμο. Αλλά η αριθμητική υπεροχή και υπεροπλία δεν άφηνε περιθώρια για μια κατά μέτωπο άμυνα.

“Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη”, του Ευγένιου Ντελακρουά

Γι’ αυτό και αποφασίστηκε νυκτερινή αιφνιδιαστική πρωτοβουλία μέσα στο στρατόπεδο του εχθρού. Έγινε μετά τα μεσάνυκτα, από τη γέφυρα της Τατάρνας. Ο εχθρός πανικοβλήθηκε και είχε μεγάλη φθορά, πάνω από 2.000 σκοτωμένους, λαβωμένους και αιχμαλώτους και σωρό τα λάφυρα, όπως καταφαίνεται από έγγραφο στο αρχείο Ρώμα. Ο Μάρκος Μπότσαρης, πρώτος στην επίθεση, τραυματίστηκε, αλλά συνέχισε. Ώσπου μια σφαίρα όπλου τον βρήκε στο κεφάλι και τον άφησε αμέσως νεκρό. Οι Σουλιώτες αν και νικούσαν αναγκάστηκαν να διακόψουν τη μάχη και να παραλάβουν το νεκρό του αρχηγού τους και με συνεχή πορεία 24 ωρών να τον μεταφέρουν στο Μεσολόγγι.

Μέσα σε βαθύτατο πένθος, ο νεκρός του Μπότσαρη τάφηκε απέναντι ακριβώς από την εκκλησία της Παναγίας στον ομώνυμο αργότερα προμαχώνα, τη στιγμή που «τριάκοντα επτά βολές κανονιού, ανά παν τέταρτον της ώρας ανήγγειλον την ηλικίαν αυτού». Λίγο αργότερα, στον τάφο του Μπότσαρη, ορκίστηκε ο λόρδος Βύρωνας.

*Γ. Γάτος, Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια

Στο βιβλίο του «Καραϊσκάκης» ο Δημήτρης Φωτιάδης εξιστορεί τις τελευταίες στιγμές του Μάρκου Μπότσαρη. Στο κείμενο ο Μουσταή πασάς αποκαλείται από τον συγγραφέα “Σκόδρας”, ενώ οι ημερομηνίες αντιστοιχούν στο παλιό ημερολόγιο.

Εκείνη τη δύσκολη ώρα φάνηκε ήρωας ο Μάρκος Μπότσαρης. Ήταν τριάντα τριών χρονών. Ξανθός, με γαλανά μάτια, άντρας ωραίος, τραγούδαγε, έπαιζε κιθάρα και κανένας δεν τον πέρναγε στο πάλεμα και στο λιθάρι. Ένας γέρος Αρβανίτης πολεμιστής, ο Χασάν Αρσίν, είχε πει γι’ αυτόν: «Αν ήτανε μουσουλμάνος θα πίστευα πως ο προφήτης Ασμέτ Αλής ξαναγύρισε στον κόσμο!».

Σαν έμαθε πως έρχεται ο Σκόδρας, ανέβηκε με χίλια διακόσια πενήντα παλικάρια τον Ασπροπόταμο κι έφτασε στο Σοβολάκο, όπου συναντήθηκε με τον άρρωστο Καραϊσκάκη που πισωδρόμαγε, υπερασπίζοντας το λαό όπου αποτραβιόταν μαζί του. Ο καπετάνιος των Αγράφων, που πρώτη φορά έφευγε, όταν οι άλλοι πάγαιναν να πολεμήσουν, άφησε στον Μάρκο εκατόν πενήντα από τα παλικάρια του και τράβηξε κατά κάτω, στο μοναστήρι του Προυσού, να γιατροπορευτεί.

“Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη”, του Λουντοβίκο Λιπαρίνι

Στις 4 του Αυγούστου ακούστηκε πως η μπροστινέλα του οχτρού, κάτω από τις προσταγές του Τσελελεντίν μπέη, έπιασε τα Πλατάνια, όσο που ο Σκόδρας, με το μεγάλο μπούγιο του ασκεριού του, είχε ρίξει ορδί στα Λιβαδάκια και το Κεφαλόβρυσο του Καρπενησιού. Ο Μάρκος πιάνει τότες το Μικροχώρι κι ο Τζαβέλας το Μεγαλοχώρι. Στοχάζουνται πως ένας τρόπος απομένει ν’ αλικοντίσουν τέτοιο φουσάτο· να κάνουνε νυχτερινό γιουρούσι, να μπουν στο στρατόπεδο του οχτρού, να πατήσουν τις σκηνές των πασάδων και ξεπαστρεύοντάς τους να παραλύσουν, με τον τρόμο που θα σπέρνανε, το τούρκικο ασκέρι. Στις 7 του Αυγούστου ο Τούσιας Μπότσαρης, ο Θανάσης Κουτσονίκας κι ο Γιάννης Μπαϊραχτάρης, ντυμένοι αρβανίτικα και ξέροντας περίφημα τη γλώσσα, τραβάνε να κατασκοπεύουν το τούρκικο ορδί. Σεργιανίζουν ολημερίς μέσα σ’ αυτό, δίχως κανείς να τους υποψιαστεί, τα παρατηράνε όλα – και ξέχωρα πού βρίσκονταν τα τσαντίρια των πασάδων – και τη νύχτα ξαναγυρίζουν στους δικούς μας.

Στις 9 Αυγούστου, μόλις βράδιασε, όταν πια οι Έλληνες ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν, μαθαίνουν απόναν χωριάτη πως στα Πλατάνια φτάσανε, την ίδια κείνη μέρα, ίσαμε οχτώ χιλιάδες ακόμα οχτροί. Τότες ο Μάρκος κράτησε μονάχα τετρακόσιους πενήντα νοματαίους και τους άλλους οχτακόσιους τους έδωσε στον Τζαβέλα που θα χτύπαγε στα Πλατάνια. Ακουμπώντας πάνω στο ντουφέκι του του λέει:

—Θ’ ανταμωθούμε στον κάτω κόσμο…

Τράβηξαν, αμίλητες σκιές στο σκοτάδι, περπατώντας μουλωχτά σαν τ’ αγρίμια. Λίγο έπειτα από τα μεσάνυχτα ο Μάρκος και τα παλικάρια του φτάσανε μπροστά στο τούρκικο ορδί, δίχως τα καραούλια του οχτρού να τους πάρουν μυρωδιά. Είχε προστάξει τους Σουλιώτες να μην ντουφεκίσουν, μόνο να προχωράνε με γυμνά τα σπαθιά μιλώντας φωναχτά αρβανίτικα, βρίζοντας, τάχα, τους αρχηγούς τους. Το κόλπο πέτυχε. Οι πιότεροι απ’ αυτούς θάρρεψαν πως ήταν κάποιο μπουλούκι που είχε παράπονα για μιστούς και σήκωσε κεφάλι. Και μια και δεν τουφέκαγαν παρά μονάχα φώναζαν, κανείς δεν τους βάρεσε.

—Χατάς*, ωρέ, χατάς, δεν είναι γκιαούρηδες! λέγανε οι Αρβανιτάδες.

Μα οι Έλληνες είχανε πια σιμώσει στα τσαντίρια των πασάδων. Τότες ο Μάρκος προστάζει τον τρουμπετιέρη να βαρέσει γιουρούσι.

—Δεν είναι, ωρέ, χατάς, φωνάζει, μα είναι ο Μάρκος Μπότσαρης και θα σας σφάξει όλους!

Ακούνε οι οχτροί να βαράει η τρουμπέτα μας μέσα στην καρδιά του ορδιού τους και σύγκαιρα να πέφτει η πρώτη μπαταριά και σαστίζουν:

—Έρδε Μάρκο Μπότσαρη!.. (Έρχεται ο Μάρκος Μπότσαρης).

Άλλοι, καθώς τρέχανε να γλιτώσουν, πέφτανε πάνω στους δικούς μας και χάνονταν κι άλλοι αδειάζανε τα ντουφέκια τους και τις μπιστόλες τους σ’ όποιον κι αν συνάνταγαν αδιαφορώντας αν είναι φίλος ή οχτρός. Οι δικοί μας αναποδογύριζαν τα τσαντίρια σπέρνοντας τον τρόμο και το θάνατο στους αγουροξυπνημένους Τουρκαλάδες. Λαβώνεται ο Μάρκος Μπότσαρης στο βουβώνα, μα δε λέει τίποτα μην τυχόν και κιοτήσουν. Ξεχωρίζει μπροστά του μια μεγάλη σκηνή, χύνεται σ’ αυτή και βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον γνώριμό του, από τον καιρό του Αλή πασά, Άγο Βασιάρη. Τον παραδίνει στα παλικάρια του να τον φυλάνε. Γυρεύει το τσαντίρι του Σκόδρα, μα κείνος πρόλαβε ν’ αποτραβηχτεί με μια σημαντική δύναμη και να ταμπουρωθεί πίσω απόναν φράχτη. Ο Μάρκος ορμάει κατά κει να τους ξεμπροστιάσει. Σαν έφτασε, πρώτος ανάμεσα στους πρώτους, ανασηκώνει το κεφάλι του να δει πόσοι οχτροί ήταν πίσω απ’ αυτόν. Ένας αράπης, τζοανταραίος του Τσελελεντίν-μπεη, που έλαχε να βρίσκεται σ’ εκείνο το μέρος, τον είδε και του αδειάζει από σιμά κατακέφαλα την μπιστόλα του. Το βόλι μπήκε από το δεξί του μάτι και σφηνώθηκε στο καύκαλό του.

—Βαρέθηκα, αδέρφια… πρόλαβε μονάχα να πει και σωριάστηκε κάτω.

Τρέξανε, τον τύλιξαν σε μια κάπα κι ο ξάδερφός του Τούσιας Μπότσαρης τον πήρε στον ώμο. Μα σε λίγο, καθώς αποτραβιόνταν, ξεψύχησε. Τότες οι σύντροφοί του σφάξαν τον Άγο Βασιάρη να εκδικηθούν το θάνατό του.

Πάει ο Μπότσαρης, χάθηκαν εξήντα Σουλιώτες κι άλλοι σαράντα λαβώθηκαν, μα κι οι οχτροί πλερώσανε ακριβά. Πάνω από χίλιοι πεντακόσιοι σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν. Πήρανε οι δικοί μας ίσαμε τρεις χιλιάδες ντουφέκια και μπιστόλες κι ως διακόσια άλογα.

Αποφασίσανε να θάψουνε τον ήρωα στο Μεσολόγγι. Περνώντας από το μοναστήρι του Προυσού, στάθηκαν να ξαποστάσουν κι ακούμπησαν το κουφάρι του στην εκκλησιά. Ο Καραϊσκάκης, που βρισκόταν βαριά άρρωστος σ’ αυτό, σηκώθηκε από το στρώμα, σύρθηκε ως την εκκλησιά, σίμωσε το νεκρό, ανασήκωσε την κάπα, κοίταξε για λίγο τον Μπότσαρη, γονάτισε, σταυροκοπήθηκε, δάκρυσε και τόνε φίλησε στο κούτελο λέγοντας:

— Άμποτες, Μάρκο, κι εγώ από τέτοιονε θάνατο να πάω…

*Λάθος

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: