Μια παράδοξη κινηματογραφική συνάντηση: Μπάστερ Κήτον και Σάμιουελ Μπέκετ
Οι κριτικοί στην πλειονότητά τους έθαψαν την ταινία, αλλά κι ο Κήτον δεν τους είχε δώσει αρκετό υλικό για να προχωρήσουν. “Διάολε, θα ήμουν ο τελευταίος στον κόσμο που θα σχολίαζε”, “γιατί το μισό καιρό δεν ήξερα καν τι κάνανε αυτοί οι τύποι”.
Με αφορμή την επέτειο θανάτου του μεγάλου κωμικού ηθοποιού του βωβού κινηματογράφου Μπάστερ Κήτον πριν 52 χρόνια, θυμόμαστε μια ασυνήθιστη σύμπραξή του με το διάσημο νομπελίστα θεατρικό συγγραφέα Σάμιουελ Μπέκετ, στην πρώτη και τελευταία κινηματογραφική απόπειρα του τελευταίου. Η καθαρά πειραματική αυτή ταινία μικρού μήκος, με το δωρικό τίτλο “Φιλμ” (1965) δε γνώρισε ιδιαίτερη δόξα στην εποχή της, μέσα στο χρόνια απέκτησε ωστόσο το δικό της, φανατικό κοινό. Τα αποσπάσματα που μεταφράζουμε προέρχονται από το άρθρο “Οταν ο Σάμιουελ Μπέκετ προσπάθησε να αιχμαλωτίσει τη δύναμη των ταινιών”:
Το καλοκαίρι του 1964, ο Σάμιουελ Μπέκετ έφτασε στη Νέα Υόρκη για το πρώτο και μοναδικό του ταξίδι στις ΗΠΑ, για να επιβλέψει την παραγωγή αυτού που επρόκειτο να γίνει η πρώτη και μοναδική του ταινία. Με τον τίτλο “Φιλμ”, ανατέθηκε από τον αβανγκάρντ εκδότη Barney Rosset ως μέρος τριλογίας, τα άλλα δύο μέρη γράφτηκαν από τον Χάρολντ Πίντερ και τον Ευγένιο Ιονέσκο. […] Ο Ο Μπέκετ στα μέσα της δεκαετίας του ’60 είχε εδραιώσει τη διεθνή του φήμη με τις επιτυχίες “Περιμένοντας το Γκοντώ” και “Endgame”, κι εκείνος με τον Rosset στρατολόγησαν μια αξιοσημείωτη σύναξη ταλέντων για την ταινία τους […] κυρίως το θρύλο του βωβού κινηματογράφου Μπάστερ Κήτον.
Η πλοκή του “Φιλμ” όπως αναμενόταν, είναι υποτυπώδης. Ο “Ο” (Κήτον) είναι μια κακοπαθημένη μορφή που φοράει ένα υπερμεγέθες παλτώ κι ένα πεπλατυσμένο λευκό καουμπόικο καπέλο, καταδιωκόμενος από τον “Ε” (βασικά, την κάμερα-και κατ’επέκταση από σένα, το θεατή). O “O” τρέχει κατά μήκος της οδού Πέρλ, σε μια βομβαρδισμένη έκταση κάτω από την πλευρά της γέφυρας του Μπρούκλυν προς το Μανχάταν. Πέφτει πάνω σε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι με αλλόκοτο βικτωριανό ντύσιμο, των οποίων τα ταραγμένα βλέμματα διολισθαίνουν σιγά-σιγά στον τρόμο. Όταν ο “Ε” έρχεται αντιμέτωπος μαζί τους, βυθίζονται στην “αγωνία του να γίνονταιν αντιληπτοί”, με βάση το σενάριο. Μια παρόμοια συνάντηση ακολουθεί στο κλιμακοστάσιο πολυκατοικίας, αυτή τη φορά με μια γριά που κουβαλάει λουλούδια. Το αραιογραμμένο κείμενο του Μπέκετ ορίζει πως ο Ε μπορεί να προσεγγίσει τον “Ο” μόνο από πίσω και με μια γωνία που δεν υπερβαίνει τις 45 μοίρες. Αυτή η “γωνία ασυλίας” είναι το ορόσημο του πειράματος του Μπέκετ: μόλις παραβιαστεί, ο ήρωας μας, ο “Ο” θα ξέρει ότι γίνεται αντιληπτός, ο τρόμος θα αρχίσει και όλα θα χαθούν.
Για το ρόλο του “Ο” , ο Μπέκετα αρχικά ήθελε τον Zero Mostel ή τον Ιρλανδό ηθοποιό Jackie McGowran, που είχε πάιξει το ρόλο του Λάκι στο “Περιμένοντας τον Γκοντώ”. Ήταν ωστόσο για καιρό θαυμαστής του Κήτον επίσης-στην πραγματικότητα, ο Κήτον είχε γίνει αποδέκτης πρότασης για το ρόλο του Λάκι στην αρχική παρουσίαση του “Περιμένοντας τον Γκοντώ” στην Αμερική το 1956 (ο Κήτον αρνήθηκε). H χειμαρρώδης σωματική κωμωδία του “Γκοντώ” οφείλει πολλά στο βοντβίλ (είδος θεάτρου με σκετς και μουσικοχορευτικά νούμερα που άνθισε στην Αμερική από το τέλος του 19ου αι. ως το 1930 περίπου, σ.τ.Μ) και ο Κήτον είχε υπόβαθρο που προερχόταν από το βοντβίλ: ξεκίνησε να εμφανίζεται με τους γονείς του, ως μέλος των “Τριών Κήτον” όταν ήταν τριών ετών. Στις αρχές του ’60 συνέχιζε να δουλεύει, αλλά οι μέρες δόξας είχαν προ καιρού παρέλθει-κι αυτή η παρακμιακή ποιότητα αντηχεί βαθιά στο “Φιλμ”. Ο “Ο” , όπως ενσαρκώνεται από τον Κήτον, είναι ένας άντρας απεγνωσμένος να ξεφύγει από την κάμερα και το διεισδυτικό βλέμμα του κοινού.
Η χρήση του Κήτον από τον Μπέκετ είναι συνειδητά διεστραμμένη: καθώς το σενάριο απαιτεί η κάμερα να μείνει πίσω από τον “Ο” ως το τέλος της ταινίας, στερεί από το θεατή σχεδόν ολοκληρωτικά το διάσημο πρόσωπο του Κήτον. Στο γύρισμα, το πρόγραμμα του Μπέκετ ήταν τιμωρητικό: εκείνος κι ο Σνάιντερ (σκηνοθέτης της ταινίας, σ.τ.Μ) επέμεναν να γυρίζεται μία σκηνή μετά την άλλη σε 38 βαθμούς θερμοκρασία. […]
Σύμφωνα με το Σνάιντερ ωστόσο, ο Κήτον ήταν κανονικός τζέντλμαν στο γύρισμα, ¨ακούραστος αν κι όχι ακριβώς ευφράδης”. Και η πληθωρική του σαρκικότητα τον έκανε ιδανική επιλογή για το “Φιλμ”. Στην κορύφωση της ταινίας, σε ένα αραιά επιπλωμένο διαμέρισμα που ανήκει στη μητέρα του “Ο”, εκείνος σχεδιάζει την τελευταία του απόπειρα ενάντια στο να γίνεται αντιληπτός, να αντιπαρατεθεί, για να το πούμε έτσι, με έναν παπαγάλο, ένα χρυσόψαρο, ένα σκύλο, μια γάτα και μια κουνιστή καρέκλα με στήριγμα κεφαλής φτιαγμένο έτσι ώστε να θυμίζει ένα ζευγάρι μάτια. Στο τέλος της σκηνής, ο “Ο” σκίζει μια εικόνα που απεικονίζει το Σουμέριο Θεό Αμπού, και μια σειρά εικόνων που συμβολίζουν “τα στάδια της ζωής”. Θεωρώντας πως έκανε τη δουλειά του και ότι εξαλείφθηκε η δυνατότητα να γίνεται αντιληπτός, μπορεί πλέον να ξεφορτωθεί αυτό το πολύ βαρύ κινηματογραφικό φορτίο, να δραπετεύσει από την αντίληψη μας και να παρασυρθεί στη μνήμη.
Η τουλάχιστον έτσι φαίνεται για μια στιγμή. Το βλέμμα του “Ε” τρυπώνει στον ύπνο του…”Ο “Ο” μισοσηκώνεται από την καρέκλα, μετά σφίγγεται”, γράφει το σενάριο. Ο Κήτον φορώντας επικάλυμμα ματιού, τελικά κοιτά την κάμερα, δείχνοντας αναστατωμένος και φοβισμένος. Αρπάζει τα στηρίγματα της καρέκλας. “Είναι το πρόσωπο του “Ο”…αλλά με μια πολύ διαφορετική έκφραση, αδύνατον να περιγραφεί, ούτε αυστηρή, ούτε καλοσυνάτη, αλλά γεμάτη οξεία αποφασιστικότητα”, υποδεικνύει το σενάριο. Ο “Ο” ξαναπέφτει στην καρέκλα του. “Κάθεται, σκυμμένος μπροστά με το κεφάλι στα χέρια, πηγαίνοντας μπρος-πίσω απαλά”. Τέλος.
[…] Ο Μπέκετ σε επιστολή του στο Σνάιντερ, έγραφε ότι είχε “αποτύχει να επικοινωνήσει με καθαρά οπτικά μέσα”, που ήταν “ο βασικός σκοπός του έργου”. Θεωρούσε όμως πως το “Φιλμ” ήταν επιτυχία με άλλους τρόπους. […]Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 4 Σεπτέμβρη 1965, την τρίτη προς τελευταία βραδιά του Φεστιβάλ Βενετίας. Ο Ρεξ Ρηντ, από τους Τάιμς της Νέας Υόρκης περιέγραψε τη σκηνή: “κάποιες εκατοντάδες στάρλετ με μπικίνι” περιτριγύριζαν μορφές σαν τον Λουκίνο Βισκόντι, το Μικελάντζελο Αντονιόνι και τον Ζαν Λυκ Γκοντάρ κι έπειτα τον Κήτον, που φαινόταν σε όλους “σαν το είδους του ανθρώπου που κλωτσούν οι σκύλοι”, με “κάπως φαρδιά παντελόνια” και “λίγο τσαλακωμένο καπέλο”. Ο Κήτον είπε ότι ήταν η πρώτη φορά που τον είχαν ποτέ προσκαλέσει σε κινηματογραφικό φεστιβάλ. Οι κριτικοί στην πλειονότητά τους έθαψαν την ταινία, αλλά κι ο Κήτον δεν τους είχε δώσει αρκετό υλικό για να προχωρήσουν. “Διάολε, θα ήμουν ο τελευταίος στον κόσμο που θα σχολίαζε”, είπε στο Ρηντ, “γιατί το μισό καιρό δεν ήξερα καν τι κάνανε αυτοί οι τύποι”.