«Υπόθεση Γκολντμάν / Le Procès Goldman» του Σεντρίκ Καν
Η δίκη Γκολντμάν χαρακτηρίστηκε στη Γαλλία ως η δίκη του αιώνα. Στα κινηματογραφικά δρώμενα, η «Υπόθεση Γκολντμάν» που αναπαριστά αυτή τη δίκη, δικαίως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μία από τις σημαντικότερες ταινίες της χρονιάς.
Είθισται όταν μια ταινία μας συνεπαίρνει να αποδίδουμε τα εύσημα πρωτίστως στον σκηνοθέτη της. Στην “Υπόθεση Γκολντμάν” τα εύσημα πρωτίστως, κατά τη γνώμη μου, οφείλουν να αποδοθούν στον πρωταγωνιστή της τον Αριέ Βολτχάλτερ που υποδύεται τον Γκολντμάν (τον έχουμε δει στην βελγική ταινία του Λουκάς Ντοντ «Το κορίτσι» να υποδύεται τον πατέρα) και που πολύ δικαίως απέσπασε για αυτή του την ερμηνεία τρία βραβεία (Λιμιέρ, Σεζάρ και Μαγκρίτ).
Διαβάζοντας το βιβλίο «Σκοτεινές αναμνήσεις ενός Πολωνοεβραίου γεννημένου στη Γαλλία» του ίδιου του κατηγορούμενου του Πιερ Γκολντμάν, που γράφτηκε στη φυλακή όπου εξέτιε την πρωτόδικη ποινή που του είχε επιβληθεί από το δικαστήριο -βιβλίο πάνω στο οποίο βασίστηκε και το σενάριο της ταινίας που αποδίδει πιστά το περιεχόμενό του- είναι δύσκολο να κατανοήσουμε την προσωπικότητα του Γκολντμάν, μιας πολυσύνθετης προσωπικότητας με πολλά ψυχολογικά σκαμπανεβάσματα, έτοιμου να κατηγορήσει τον εαυτό του που δεν στάθηκε αντάξιος των γονιών του στο να συνεχίσει τον δικό τους αγώνα με κάθε θυσία, προκειμένου ο κόσμος να αλλάξει.
Ο Πιερ Γκολντμάν γεννήθηκε στη Λυών το 1944 από Εβραίους αντιστασιακούς γονείς.Το 1945 η μητέρα του φεύγει στην Πολωνία και ο Πιερ νομιμοποιείται από το δεύτερο γάμο του πατέρα του. Ο σκηνοθέτης Σεντρίκ Καν αναλαμβάνει να μας φωτίσει σημαντικές πτυχές αυτής της προσωπικότητας μέσα από τη δίκη δευτέρου βαθμού που έλαβε χώρα στη Γαλλία το 1976, προκειμένου να αναθεωρηθεί η απόφαση του πρώτου δικαστηρίου όπου ο Γκολντμάν είχε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη για τη διάπραξη τεσσάρων ληστειών και τον φόνο δύο ανθρώπων σε μία από αυτές. Ο Γκολντμάν έχει αποδεχτεί το κατηγορητήριο των ληστειών, επ’ ουδενί όμως δεν αποδέχεται την κατηγορία των φόνων. Η υπερασπιστική γραμμή των δικηγόρων του αποβλέπει στην κατάρριψη των καταθέσεων των μαρτύρων που δηλώνουν ότι αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του Γκολντμάν τον δολοφόνο. Ο ίδιος ο Γκολντμάν αρνείται να δοθεί έμφαση στο βιογραφικό του, γνωρίζοντας ότι αυτό θα επηρεάσει τη γνώμη δικαστών και ενόρκων.
Αναγνωρίζοντας τα λάθη του, ο Γκολντμάν δεν ενδιαφέρεται να διεκδικήσει την αθωότητά του μέσω της ηρωοποίησής του, γιατί δεν θεωρεί τον εαυτό του ήρωα. Παρόλο που στη ζωή του αναζητούσε πάντα τρόπους ένταξης σε αγώνες ένοπλης δράσης, γι’ αυτό και οι χώρες της κεντρικής Λατινικής Αμερικής -η Κούβα και η Βενεζουέλα τον έλκυαν σε πολύ μεγάλο βαθμό συμμετέχοντας ο ίδιος σε ομάδες ένοπλης αντίστασης στις χώρες αυτές- παρόλο που τον έλκυε ιδιαίτερα η ένοπλη δράση μέσα στην ίδια τη Γαλλία , ωστόσο ο ίδιος δεν θεωρούσε τον εαυτό του ήρωα. Ήρωες κατά τον ίδιο ήταν οι γονείς του, Εβραίοι κομμουνιστές, που έδιναν με μεγάλες θυσίες αγώνα κατά του φασισμού. Την επιθυμία δράσης τη διατηρούσε και ο ίδιος και αυτή η επιθυμία αποτελούσε και τον αυθεντικό πυρήνα του εαυτού του, όπου η έννοια της ελευθερίας δεν αποδιδόταν μέσα από τις χαλαρές χαρές στις οποίες συνήθως παραδιδόμαστε, αλλά στο ρίσκο του θανάτου μέσα από μία αυθεντική εξέγερση.
Πολωνοεβραϊκής καταγωγής, ο Γκολντμάν κουβαλώντας το συλλογικό τραύμα των Εβραίων, τις αναμνήσεις και τις επικλήσεις των σκληρών κατέργων, αναζητά το πολιτικό του στίγμα σε μία εποχή που τα κοινωνικά κινήματα ανθούν, που ωστόσο όμως δεν εντάσσεται ο ίδιος σε αυτά, αναζητώντας την πολιτική του ταυτότητα στους χώρους της ένοπλης αντίστασης και δράσης. Τη βρίσκει στους μαύρους της Γαλλίας, στη μουσική τους, στα στέκια τους, στους φτωχούς ανθρώπους της Λατινικής Αμερικής όπου συνδέεται μαζί τους με άρρηκτους δεσμούς και πάντα αναζητά τρόπους διοχέτευσης της επαναστατικής του δράσης. Όλα τα παραπάνω τον καθιστούν εύκολο στόχο προκειμένου η αστική δικαιοσύνη να του φορτώσει εγκλήματα, τα οποία ο ίδιος υποστηρίζει ότι δεν διέπραξε ποτέ.
Η ταινία του Σεντρίκ Καν μάς μεταφέρει μέσα στον χώρο αυτού του δικαστηρίου και μας αφηγείται τη δίκη που λαμβάνει χώρα και την οποία παρακολουθούμε με μεγάλη αγωνία, αφού ο έντονος ρυθμός της αφήγησής της δεν μας επιτρέπει ούτε στιγμή να πάρουμε τα μάτια μας από τους μάρτυρες, τους δικηγόρους, τον δικαστή, τον εισαγγελέα, κατανοώντας το σκεπτικό του καθενός και κατανοώντας κυρίως τα κίνητρα που διαμορφώνουν το σκεπτικό αυτό. Κυρίως όμως δεν μπορούμε να πάρουμε τα μάτια μας από τον ίδιο τον Γκολντμάν, τα ξεσπάσματά του, τις αυθόρμητες αντιδράσεις του, που άλλοτε τον κάνουν να φαίνεται σαν ένας τολμηρός επαναστάτης που δεν φοβάται να τα βάλει με κανέναν και άλλοτε σαν ένα μικρό παιδί που προσπαθεί να μιλήσει για την αθωότητά του και που δεν μπορεί να καταλάβει γιατί οι μεγάλοι δεν το κατανοούν και δεν το πιστεύουν.
Με τις σκηνοθετικές οδηγίες του Σεντρίκ Καν, ο Αριέ Βολτχάλτερ μέσα από την αποκαλυπτική και συγκλονιστική του ερμηνεία καταφέρνει το πολύ σημαντικό κατά τη γνώμη μου. Να σκύψει πάνω από τα μεγάλα προβλήματα που η ιστορία ανακινεί μέσα από την ατομική ιστορία του Γκολντμάν και με μία κίνηση να αναδείξει τη ρίζα των προβλημάτων χωρίς το ατομικό να χάνεται μέσα στην ολότητα, αλλά να αποτελεί συστατικό στοιχείο αυτής.
Μέσα σε αυτή τη δίκη που αποτέλεσε την δίκη του αιώνα στη Γαλλία, αποκαλύπτεται όλη η υπερπροσπάθεια και οι μηχανισμοί που αναπτύσσονται σε αυτή την προσπάθεια από τη μεριά της αστικής δικαιοσύνης να εξομοιώσει το πολιτικό έγκλημα με το ποινικό. Ο Γκολντμάν επί της ουσίας δεν δικάζεται για τους φόνους. Στην πραγματικότητα στήνεται ένας ολόκληρος μηχανισμός όπου επιστρατεύονται όλα τα συστημικά μέσα. Απειλές και εκφοβισμοί των μαρτύρων υπεράσπισης, εικασίες μαρτύρων, το ποιόν των οποίων δεν εξετάζεται ενώ ξεκάθαρα φαίνεται ότι διακατέχονται από στερεοτυπικές, ρατσιστικές και φασιστικές αντιλήψεις. Επιστρατεύεται και η επιστήμη της ψυχιατρικής με τρόπο που να δικαιολογεί το κίνητρο του κατηγορούμενου για τη διάπραξη των φόνων. Συντάσσεται το βιογραφικό του κατηγορουμένου από τα στοιχεία που έχει στα χέρια της η αστυνομία με τρόπο που το βιογραφικό αυτό να δίνει την εικόνα ενός ανθρώπου έτοιμου να διαπράξει εγκλήματα.
Παρακολουθούμε μία δίκη όπου η έμφαση δεν δίνεται στα γεγονότα και στα πραγματικά στοιχεία που ανακύπτουν στον χώρο και στον χρόνο που συνέβησαν τα εγκλήματα, αλλά στην χειραγώγηση του κοινού που παρακολουθεί τη δίκη. Μία χειραγώγηση που τελείται μέσα και έξω από τα δικαστήρια. Η έμφαση δίνεται όχι στο να αποδειχτεί ότι ο Γκολντμάν διέπραξε τα εγκλήματα, αφού λείπουν πολύ βασικά στοιχεία που θα καθιστούσαν κάτι τέτοιο απολύτως εφικτό, αλλά στο ότι ο Γκολντμάν ήταν ικανός για τη διάπραξη των εγκλημάτων. Η ικανότητα του αυτή στοιχειοθετείται από την πολιτική του δράση. Όταν λοιπόν ο Γκολντμάν κατηγορεί το δικαστήριο, την αστυνομία, τον εισαγγελέα και τους δικηγόρους της πολιτικής αγωγής καθώς και τους μάρτυρες κατηγορίας για ρατσισμό και φασισμό, γνωρίζει πολύ καλά γιατί το κάνει, άσχετα αν αυτό αποβαίνει εις βάρος της ανάδειξης της αθωότητάς του. Σε αυτή τη δίκη μέσα από μία σειρά μηχανορραφιών που το δικαστήριο δεν ελέγχει, τις αποδέχεται ως νόμιμες -ενώ κάνει φύλλο και φτερό τη ζωή του Γκολντμάν- επιχειρείται να αποδειχτεί ότι ο κατηγορούμενος ήταν ικανός για τη διάπραξη των εγκλημάτων. Το αν τα διέπραξε ή όχι είναι μία υπόθεση που το αστικό κράτος δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτή. Γιατί προφανώς και το αστικό κράτος δεν το ενδιαφέρει η αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής ως μεμονωμένο γεγονός αφού την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής την σπαταλά απλόχερα σε πολέμους και προγραμματισμένες γενοκτονίες, την εξευτελίζει στα βασανιστήρια της αστυνομίας, στις ταπεινώσεις του στρατού, στα ιδρύματα εγκλεισμού. Το αστικό κράτος ενδιαφέρεται όμως να τιμωρήσει όποιον αντιδρά στα εγκλήματα που αυτό διαπράττει. Εδώ πάση θυσία ο Γκολντμάν πρέπει να αποδειχτεί ένοχος. Γιατί αντιδρά στην εξουσία του κράτους. Και αυτές οι αντιδράσεις δεν συγχωρούνται εύκολα.
Πολλές δίκες μας θυμίζει η δίκη αυτή μέσα στην επαναληπτικότητά τους, όπου το ιστορικό θεσμικό πλέγμα που έχει διαμορφωθεί από τον 17ο αιώνα στις χώρες της Δύσης, είναι ένα πλέγμα που δεν δημιουργήθηκε όπως η ιστορία αποδεικνύει τελικά, για να εξαλείψει τη βία στις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά αυτή η βία να περιέλθει στα χέρια του κράτους και να αποτελέσει την επίσημη νομιμοποιημένη κρατική βία.
Η δίκη Γκολντμάν χαρακτηρίστηκε στη Γαλλία ως η δίκη του αιώνα. Στα κινηματογραφικά δρώμενα, νομίζω ότι η «υπόθεση Γκολντμάν» που αναπαριστά αυτή τη δίκη, δικαίως θα πρέπει να χαρακτηριστεί μία από τις σημαντικότερες ταινίες της χρονιάς.
Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους. Μην τη χάσετε!