Ας μην ξεστήσουμε απόψε… (Στην πιο όμορφη νεολαία)

“Μην ξεστήνετε ακόμη,
πυκνώνει ο κόσμος
και στην πύλη του φεστιβάλ
τόσες γενιές συνωστίζονται
στο κατώφλι της Ιστορίας…”

Να μην ξεστήσουμε απόψε,
να ‘ρθουν και αυτοί που δεν πρόλαβαν
να ‘ρθουν κι αυτοί που δεν μπόρεσαν
τα νυχτερινά σχολειά
η 3η βάρδια απ’ τα Λιπάσματα
η περιφρούρηση
κάπου στον κόσμο,
κάποιοι θα απεργούν τούτη την ώρα

Να μην ξεστήσουμε ακόμη
να’ ρθουν οι εργάτες της «Ζώνης»
να ρίξουν λίγο νερό στο πρόσωπο τους
κι απ’ τον κάματο τους
το νερό εξατμίζεται
και γίνεται όραμα
το όραμα ενός αυριανού,
δίκαιου κόσμου.

Να ΄ρθουν κι αυτοί
που το μούτρο τους
ένα με το κάρβουνο έγινε
αξύριστοι, σκληροί
σαν τόπος μαρτυρίου
αλλά τα μάτια τους
δυο κομμάτια κάρβουνο
πυρωμένα
δυο κόκκινα κάρβουνα
κρατούν το μαγκάλι του λαού
αναμμένο
είναι της ΛΑΡΚΟ οι εργάτες.

Να ΄ρθουν κι οι φαμίλιες τους
να ζεστάνουν τα χέρια τους
εδώ στης εργατιάς το καμίνι
πόσο γλυκές μανάδες
τούτα τα χέρια
έκαναν υπομονή
πόσο τα χέρια σας μυρίζουν
σαν ολονών τις μάνες
χλώριο, αμμωνία κι αγάπη;

Γιατί θα τ’ ανάψουμε
το καμίνι της ΛΑΡΚΟ σύντροφοι
θα τ’ ανάψουμε
να ζεσταθούν τα χέρια σας
αυτά τα χέρια δεν την χτίσανε;
αυτά τα χέρια δεν την μεγάλωσαν;
αυτές οι ποδιές
δεν την έφεραν στον κόσμο;
θα τ’ ανάψουμε
το καμίνι της ΛΑΡΚΟ σύντροφοι
να φωτιστούν ξανά
τα όμορφα πρόσωπα των παιδιών σας
που έτσι φωτισμένα
είναι ακόμα πιο όμορφα
θα τ’ ανάψουμε να βρουν
ξανά τα παιχνίδια τους
να ξαναπιάσουν τα σχολικά τους
έτσι, σαν δυο φωτισμένα παραθύρια
ορθάνοιχτα σ’ ένα σοσιαλιστικό αύριο
τα μάτια τους
απ’ όπου μέσα ξεχύνονται
στα σοκάκια
χαρές και γέλια
τραγούδια κι ευχές
μυρωδιές φρεσκοψημένου ψωμιού
απ’ όπου μέσα ξεχύνονται
τα λάβαρα της επανάστασης

και παίρνουν την ανηφοριά
για την πλατεία.
Θα ξαναπαντρέψουμε σύντροφοι
θα ξαναγλεντήσουμε σύντροφοι
κάτω απ’ το κομμάτι ουρανό
που δικαιούμαστε
δεν γυρέψαμε παραπάνω.

Να μην ξεστήσουμε απόψε,
να προλάβουν να ‘ρθουν οι εξόριστοι
τα Γιούρα με τον Αϊ Στράτη
η Λέρος με το Μακρονήσι
κίνησαν σε ζευγάρια
ατέλειωτη τουτ’ η φάλαγγα των εξόριστων
βάδισε μερόνυχτα ολόκληρα
στο πιο πηχτό σκοτάδι
σιλουέτες της νύχτας
που ‘πιαν απ’ το λαγήνι της λευτεριάς
μονομιάς
και δεν ξεδίψασαν
που μοίρασαν την νιότη τους
σ’ όλον τον κόσμο
απλόχερα
και δεν χορτάστηκαν.

Μην ξεστήνετε ακόμα,
να ‘ρθουν οι κοπέλες απ’ τα Κύθηρα
μάνα και κόρη συνεξόριστες
την αυγή γεννήθηκε ένα μωρό στ’ αντίσκηνο
τον είπαν Νικηφόρο.
Εσείς κορίτσια
που πρώτες υψώσατε το μωρό στον ήλιο
να ξέρετε
τη νίκη θα σημάνετε εσείς
που ‘χετε τις σάλπιγγες.

Να μην ξεστήσουμε ακόμα
να προλάβουν κι αυτοί
που να, τώρα δα, τους έβγαλε
ο Καπετάνιος στη δημοσιά.
Τώρα μπορείς να γυρίσεις ήσυχος
Καπετάνιε
να γεμίσεις τη “Βιρτζίνια» σου,
ν’ ανάψεις την ασετιλίνη σου,
και να σκύψεις πάνω απ’ «Το Κεφάλαιο»
ξενοιάσου
κι εμείς θα σου σκουπίσουμε
τούτη τη δροσιά απ΄ τα μάτια
εκείνη τη δροσιά της ΟΚΝΕ
που μας κέρασες ένα πρωί
στο Παλιοζωγλόπι,
κάτω από πλατάνια και ρείκια,
οξιές και σφένδαμα
δίπλα στα νια τ’ αγριοπούρναρα.

Να μην ξεστήσουμε ακόμα,
να δούμε τους γερανούς να πλησιάζουν
τον Δημοσθένη και τον Ωρίωνα
να φωτίζουν την Μαύρη Θάλασσα
να δούμε τούτα τα πουλιά
πρώτη φορά να χαμηλώνουν
τα περήφανα φτερά τους
σα να θέλουν να σας σφίξουν το χέρι
σαν να θέλουν να σας πάρουν κοντά τους
στο μακρύ τους ταξίδι
πάντα τον Οκτώβρη
οι γερανοί θα πετάνε κατά ‘δω.

Μην ξεστήνετε ακόμη,
πυκνώνει ο κόσμος
και στην πύλη του φεστιβάλ
τόσες γενιές συνωστίζονται
στο κατώφλι της Ιστορίας
τόσες χιλιάδες κόκκινες σημαίες
ξενυχτούν απόψε κι από ‘να άστρο
με τα κοντάρια τους
κι εκεί ψηλά στο ξύλο τους
ρόζος απ’ τα κολχόζικα χέρια σας
κι η νύχτα αρνείται να κοιμηθεί
το Κνίτικο φουλάρι της φορώντας
ετοιμάζεται κι εκείνη να κατέβει
γι’  αυτό σου λέω
ας μην ξεστήσουμε απόψε,
μόνο γείρε κοντά μου κι άραξε
και σκέπασε τα παιδιά μας,
ποιος Τάσσος απόψε χάραξε
τη νύχτα στην καρδιά μας; 

Lucien Chardon

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: