Γιώργος Κεντρωτής: “Μεταφράζω ό,τι αγαπώ… Ο Νερούδα είναι ένας «Όμηρος» του αμερικανικού κόσμου…”
Ο Διονύσιος Σολωμός είναι αυτός που «μας έδωσε τη γλώσσα που μιλάμε και που διεύρυνε τον λογοτεχνικό ορίζοντα της γλώσσας μας. (…) Αν είχαν μελετηθεί και είχαν ληφθεί υπόψη οι προτάσεις του, θα είχαμε γλιτώσει από όλες τις γλωσσικές περιπέτειες. Κατά τη γνώμη μου ο Σολωμός είναι εθνικός ποιητής, ακριβώς επειδή έδωσε στο έθνος γλώσσα…»
Ο μεταφραστής γίνεται με τον τρόπο του «κήρυκας» ξένου λόγου και «γέφυρα» πολιτισμών
Γιώργος Κεντρωτής, πανεπιστημιακός, λογοτέχνης, σπουδαίος μεταφραστής βραβευμένος με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης Εργου Ξένης Λογοτεχνίας…
Το καλοκαίρι κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Gutenberg» τα απομνημονεύματα του Πάμπλο Νερούδα, με τίτλο «Τη ζωή μου, ομολογώ, την έζησα», σε μετάφραση και σημειώσεις του Γ. Κεντρωτή. Ενα συγκλονιστικό ανάγνωσμα, που περιέχει τις συναρπαστικές περιπέτειες ενός σπουδαίου ανθρώπου, αλλά αποτελεί και μια συγκλονιστική τοιχογραφία του 20ού αιώνα μέσα από τη διεισδυτική και τρυφερή ματιά του Χιλιανού ποιητή. Ξεκινά με τη γέννηση του ποιητή σε μια θλιβερή επαρχία του Νότου της Χιλής και φτάνει μέχρι τρεις μέρες πριν τον θάνατό του… Ετσι, ο αναγνώστης μέσα από το βιβλίο έχει την ευκαιρία να γνωρίσει και τον ποιητή και τον άνθρωπο Νερούδα, αλλά και τις κουλτούρες όλων των χωρών που επισκέφτηκε.
Με αφορμή την παραπάνω έκδοση ο «Ριζοσπάστης» συζήτησε με τον Γ. Κεντρωτή για τον Χιλιανό ποιητή, τη μεταφραστική του δουλειά, καθώς και τα επόμενα σχέδιά του…
— Με πρόσφατες δουλειές σας, την «Αυτοβιογραφία» του Πάμπλο Νερούδα, τα «Ανθη του Κακού» του Σαρλ Μπωντλαίρ, το «Μυθιστόρημα της Φεράρας» του Τζόρτζιο Μπασάνι, τα «Αλάνια» του Πιέρ Πάολο Παζολίνι, συνεχίζετε ακατάπαυστα ένα μεγάλο μεταφραστικό έργο. Με ποια κριτήρια επιλέγετε τι θα μεταφράσετε;
– Μεταφράζω ό,τι αγαπώ. Επιλέγω πάντοτε να μεταφράζω έργα κλασικών συγγραφέων, παλαιότερων και συγχρόνων, από διάφορες γλώσσες. Μεταφράζω πάντα έργα που γνωρίζω, αφού τα έχω διαβάσει, μελετήσει και αγαπήσει. Δεν μεταφράζω κατά παραγγελία. Και μεταφράζω πολλά έργα παράλληλα. Ακολουθώντας την πολύτιμη συμβουλή του Γιάννη Ρίτσου, γράφω τα δικά μου έργα και μεταφράζω κάθε μέρα – από έξι έως δέκα ώρες. Σαν κανονικός εργαζόμενος. Στο συρτάρι μου υπάρχουν ήδη αρκετά τελειωμένα έργα, που δεν έχουν εκδοθεί ακόμα: Πλάτων («Θεαίτητος» και «Παρμενίδης»), αρχαίες Ελληνίδες ποιήτριες, Κάτουλλος, Μαρτιάλης, Γαρθιλάσο δε λα Βέγα, Φόσκολο, Ελυάρ, Αραγκόν, Νερούδα, Αλεϊξάνδρε, Μπόρχες. Μία μελέτη για τον Διονύσιο Σολωμό και δύο ποιητικές συλλογές μου.
— Λέγεται: «Ο,τι χάνεται στη μετάφραση είναι λογοτεχνία». Συμφωνείτε; Ποιος είναι για εσάς ο καλύτερος τρόπος, η μεθοδολογία που ακολουθείτε, για να μεταφράσετε έργα μεγάλων δημιουργών;
– Οι αφορισμοί είναι πολλοί και είναι διαχρονικώς και παγκοσμίως δημοφιλείς – αλλά είναι, κατά τη γνώμη μου, «ατάκες», «εξυπνάδες» και «παρόλες», και τίποτα άλλο. Εντυπωσιάζουν, γοητεύουν, αλλά δεν παράγουν προβληματισμό, αφού είναι κατά βάση λόγοι αποτρεπτικοί. Η μετάφραση ξεκινά από τον σεβασμό του πρωτοτύπου σε όλες του τις γλωσσικές και υφολογικές πλευρές και φάσεις. Το παντοιοτρόπως δουλεμένο πρωτότυπο καταλήγει στην άρθρωσή του ως μετάφρασμα σε διάφορες γλώσσες με τα όπλα του μεταφράζοντος υποκειμένου και μάλιστα με τον τρόπο που αντιλήφθηκε και προσέλαβε το αρχικό κείμενο. Η μετάφραση είναι γνώση συνδυαζόμενη με ερμηνεία: Πρώτα γνωρίζω το προς μετάφραση έργο και κατόπιν το φέρνω ερμηνευτικά στη γλώσσα της εποχής μου. Δεν υπάρχει «αντικειμενική» μετάφραση, ούτε μετάφραση με αποκλειστική χρήση λεξικών και μεταφραστικών εργαλείων. Η μετάφραση απαιτεί όλη την κουλτούρα και την προσωπικότητα του μεταφραστή, και δη όπως δρα στη γλωσσική επικράτεια της μητρικής του γλώσσας. Ετσι γίνεται ο μεταφραστής με τον τρόπο του «κήρυκας» ξένου λόγου και «γέφυρα» πολιτισμών.
— Με δεδομένο ότι το μεταφραστικό σας έργο περιλαμβάνει μια μεγάλη «βεντάλια» από δημιουργούς που εντάσσονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σε διαφορετικά λογοτεχνικά ρεύματα, ποιο είναι το «κόκκινο νήμα» των επιλογών σας, ή αλλιώς τι «αποτύπωμα» θέλετε να εισφέρετε με το σύνολο του έως τώρα μεταφραστικού σας έργου;
– Οπως σας είπα, μεταφράζω ό,τι αγαπώ. Η επιλογή, όντας έτσι προσωπική, έχει γίνει προ πολλών ετών, ύστερα από μακρές μελέτες και συζητήσεις με ανθρώπους των οποίων τη γνώμη λαμβάνω πάντοτε υπόψη. Επιλέγω, πάντως, συγγραφείς που «μου πάνε» και που έχω σχηματίσει την πεποίθηση ότι μπορώ να τους «αποδώσω» στη γλώσσα μας με στοιχεία του γλωσσικού και λογοτεχνικού εαυτού μου. Δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να χωριστεί το μετάφρασμα από τον δημιουργό του, από αυτόν που στοχάζεται πάνω σε σκέψεις άλλων, που έχουν τις περισσότερες φορές διατυπωθεί πριν από δεκαετίες και αιώνες. Η μετάφραση είναι μια συνάρτηση με ανοικτό πλήθος μεταβλητών (εξαρτημένων, ανεξάρτητων, τυχαίων κ.λπ.) και με μόνη σταθερά το πρωτότυπο κείμενο. Αλλά και αυτό είναι «σταθερό» μόνο ως τυπωμένο κείμενο, ως «σελίδα». Κατά τα λοιπά χρήζει ερμηνείας, που οδηγεί στην πρόσληψή του πρώτα από τον διαμεσολαβούντα μεταφραστή και κατόπιν από το αναγνωστικό κοινό.
Λόρκα, Νερούδα και Σολωμός
— Μόλις το καλοκαίρι κυκλοφόρησε η «Αυτοβιογραφία» του Νερούδα, ενώ από τις εκδόσεις «Gutenberg» κυκλοφορεί επίσης η συλλογή «Δελτία από τη Μαυρόνησο» πάλι σε δική σας μετάφραση. Μελετώντας αυτόν τον κορυφαίο δημιουργό, τι σας έκανε περισσότερο εντύπωση σε ό,τι αφορά την προσωπικότητά του και το έργο του; Γιατί να διαβάσουμε αυτά τα έργα;
– Ο Νερούδα δεν είναι ούτε ένας απλός ισπανόφωνος ποιητής ούτε ένας ακόμα συγγραφέας μέσα στη μεγάλη χορεία των Λατινοαμερικανών συγγραφέων που είναι δημοφιλέστατοι ανά τον κόσμο – και στη χώρα μας. Χωρίς υπερβολή μπορούμε να πούμε ότι είναι ένας «Ομηρος» του αμερικανικού κόσμου που έχει σκάψει βαθιά θεμέλια για να σηκώσουν μια «άλλη», «διακριτή» λογοτεχνία που βγαίνει από τα γεωγραφικά της όρια και γίνεται παγκόσμια. Ετσι διευρύνει και τα όρια της ισπανικής γλώσσας, καθιστώντας την και λογοτεχνικώς διεθνή. Ο Ουίτμαν και ο Νερούδα είναι οι πατριάρχες του αμερικανισμού.
— Στη δημοφιλία του Νερούδα στην Ελλάδα αδιαμφισβήτητα έπαιξε ρόλο και η μελοποίηση του «Κάντο Χενεράλ» από τον Μίκη.
– Ναι, αναμφίβολα. Και αισθάνομαι τυχερός που βρέθηκα στο Στάδιο Καραϊσκάκη στις 13 Αυγούστου 1975, να παρακολουθώ τη συγκλονιστική ερμηνεία αυτού του μοναδικού έργου από την Μαρία Φαραντούρη και τον Πέτρο Πανδή, με τη συμμετοχή του αλησμόνητου Μάνου Κατράκη, της Εθνικής Χορωδίας της Γαλλίας και των Κρουστών του Στρασβούργου. Υπάρχουν, βέβαια, μελοποιήσεις ποιημάτων του Νερούδα και από άλλους συνθέτες (από τον Χρήστο Λεοντή, τον Γιάννη Γλέζο και τον Χρήστο Γκάρτζο, λόγου χάρη, με ερμηνευτές τον Νίκο Ξυλούρη, τον Γιάννη Πουλόπουλο και τον Δημήτρη Ψαριανό), αλλά η μελοποίηση του «Γενικού Ασματος» από τον Θεοδωράκη και η μετάφρασή του στα Ελληνικά από την Δανάη Στρατηγοπούλου ήταν οι καταλύτες της δημοφιλίας του ποιητή στην πατρίδα μας.
— Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας δημιουργός και γιατί;
– Αν πρέπει να διαλέξω μόνο έναν, πράγμα αρκετά δύσκολο, θα διάλεγα τον Σολωμό. Πέραν του ότι είναι κορυφαίος λυρικός, είναι αυτός που (ξεκινώντας από τα δημοτικά τραγούδια και λαμβάνοντας υπόψη του και τις όποιες λόγιες επιβιώσεις) μας έδωσε τη γλώσσα που μιλάμε και που διεύρυνε τον λογοτεχνικό ορίζοντα της γλώσσας μας. Ο «Διάλογός» του είναι προγραμματικό κείμενο για τη νεοελληνική γλώσσα – είναι κυριολεκτικώς γλωσσικό μανιφέστο. Αν είχαν μελετηθεί και είχαν ληφθεί υπόψη οι προτάσεις του, θα είχαμε γλιτώσει από όλες τις γλωσσικές περιπέτειες. Κατά τη γνώμη μου ο Σολωμός είναι εθνικός ποιητής, ακριβώς επειδή έδωσε στο έθνος γλώσσα. Από μια τεράστια γκάμα αγαπημένων δημιουργών διαλέγω τον Πετράρχη από τους παλαιούς κλασικούς, τον Μπρεχτ και τον Ρίτσο από τους μοντέρνους. Του δύο πρώτους τους έχω μεταφράσει, τον τρίτο τον μελετώ επί δεκαετίες.
— Η επόμενη μεγάλη σας μεταφραστική δουλειά θα είναι η μετάφραση των απάντων των ποιημάτων του Λόρκα… Πείτε μας λίγα λόγια για αυτό σας το εγχείρημα…
– Ο Λόρκα όπως και ο Νερούδα υπήρξαν οι ποιητές της νιότης μου. Γνώρισα το έργο τους (αποσπασματικά, εννοείται, και μέσω τραγουδιών κυρίως) στα 17-18 μου χρόνια. Παρέδωσα προ ημερών στον εκδότη μου τα ποιητικά «Απαντα» του Λόρκα, μια δουλειά που έγινε αργά – αργά κατά τα τελευταία 30 χρόνια. Η αρχική σκέψη ήταν να καταρτίσω μια ευρεία ανθολογία ποιημάτων. Με τα χρόνια ωρίμασε η ιδέα των «Απάντων» και πραγματοποιήθηκε. Συνήθως έτσι γίνονται μ’ εμένα τα πράγματα, όταν πρόκειται περί ποιημάτων.
Αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 5-6/10/2024