Μιχάλης Σταυρακάκης / Νιδιώτης: «Οι στίχοι μου με έφεραν στο ΚΚΕ…» – Αφιέρωμα στον λαϊκό ποιητή των Ανωγείων

Ο κομμουνιστής λαϊκός βάρδος της ταξικής ποίησης, ο αγωνιστής, ο αλύγιστος, ο ανυποχώρητος, ο διεθνιστής Μιχάλης Σταυρακάκης, ο επονομαζόμενος Νιδιώτης. Το ψευδώνυμο, το παρατσούκλι, το προσωνύμιο, παρμένο από το τοπωνύμιο, από το βαφτιστικό Νίδα, του ψηλορείτικου οροπεδίου.

Τα Ανώγεια Μυλοποτάμου είναι μία ορεινή κωμόπολη σκαρφαλωμένη στη ράχη Αρμί του Ψηλορείτη. Σε απόσταση είκοσι δύο χιλιόμετρων, δεσπόζει το οροπέδιο της Νίδας, με την όσο φτάνει το μάτι πεδιάδα της. Οταν τα χιόνια υποχωρούν, όταν λιώνουν από τις πρώτες θερμές ακτίνες του κρητικού ήλιου, τα αιγοπρόβατα σκύβουν υπομονετικά και μηρυκάζουν τα πρώτα χορτάρια της άνοιξης.

Ακούς βελάσματα τα οποία σπάνε τη σιωπή και την επαναφέρουν μεγεθυμένη έως το άπειρο σύμπαν, σαν να ακούς συνομιλίες από το σπήλαιο του Ιδαίου Αντρου, χώρου λατρείας ιερού, που χάνεται μέσα στις χιλιετίες, όταν ο άνθρωπος άρχιζε να περπατά και να κυνηγά.

Με τα ρούχα του βοσκού και το χαρακτηριστικό κεφαλομάντηλο, ενώ στο δεξί του χέρι κρατάει την ποιμενική κατσούνα

Και σε θέση αναπνοής από τους καπνούς της θυσίας προς τιμήν των αρχαίων θεών, οι ξερολιθικές κατασκευές των βοσκών, που λέγονται στην ντοπιολαλιά μιτάτα. Αυτά τα μαντριά είναι προσαρμοσμένα στο φυσικό περιβάλλον και δεν ξεχωρίζουν, είναι ταυτισμένα μ’ αυτό, σαν να έχουν μεταφέρει τις ογκώδεις πέτρες τους χέρια, τα οποία δεν έχουν σχέση με τον εγγράμματο πολιτισμό. Η αρχιτεκτονική τους κυκλική με θολωτές οροφές, προσφέρει δροσιά το καλοκαίρι και ζέστη τον χειμώνα στον βοσκό και τις πρέπουσες θερμοκρασίες ωρίμασης στα τυριά.

Τα μιτάτα, τα μαντριά των τσοπαναραίων του Ψηλορείτη

Ισως αυτά τα οικήματα ν’ ανήκουν σε προτεχνολογικούς και προψηφιακούς καιρούς, αλλά, όταν αναφερόμαστε σ’ αυτά, δεν πρέπει να περισσεύει το συναίσθημα σε σχέση με τον σκεπτόμενο εαυτό. Κι η σκέψη, όταν τα προσεγγίζει, δεν είναι μία αφαίρεση, δεν είναι ένας ξερός επιστημονικός λόγος, ούτε μία νοσταλγική αισθητική αποτίμηση που έλκει από το παρελθόν την καταγωγή της.

Είναι ο λόγος των προσωκρατικών φιλοσόφων, περισσότερο κρατημένος στον τετραπέρατο κόσμο των φυσικών στοιχείων κι όχι στον ηθικολογικό πλατωνικό κοσμοείδωλο, μέσα από το προσωπείο του Σωκράτη.

Εδώ, στις βουνοκορφές, σμίγουν τα αγριοπούλια ράμφος με ράμφος και η γη γίνεται ένα με τον ουρανό. Ο άνεμος συχνά σηκώνεται και χορεύει στους αιθέρες με τους γύπες και τους γυπαετούς κι αυτός είναι ένας χορός ζωής, μπορεί και θανάτου, όταν η πείνα κάνει τα όρνια να κατεβαίνουν προς τα θηράματά τους και να τα ανυψώνουν με τα γαμψά νύχια τους.

Σ’ αυτόν τον αγριότοπο δεν είναι όλα βγαλμένα από μία καρτ ποστάλ μίας αίθριας τουριστικής μέρας. Εδώ τα κορφοβούνια είναι τα πεδία συνάντησης των ποιμένων, με τα τραχιά κι ανάγλυφα πρόσωπα, σκαμμένα από τον αδυσώπητο ήλιο και το ξερό αγέρι.

Ιδιος με βράχος, σκελετόβραχος ο οποίος ορθώνεται πάνω από τις πεδιάδες, όπου οι γεωργοί σκυφτοί για ένα φτωχό μεροκάματο σκάβουν τα χωράφια των μεγαλοϊδιοκτητών που τα έχουν κάνει πλακάκια με το σύστημα της αστικής εξουσίας.

Αυτό το βραχώδες βλέμμα, βγαλμένο θαρρείς από τον οδυσσειακό τυροκόμο Πολύφημο, ρίχνει πάνω μας, μετά από ένα τέταρτο του αιώνα, ο κομμουνιστής λαϊκός βάρδος της ταξικής ποίησης, ο αγωνιστής, ο αλύγιστος, ο ανυποχώρητος, ο διεθνιστής Μιχάλης Σταυρακάκης, ο επονομαζόμενος Νιδιώτης. Το ψευδώνυμο, το παρατσούκλι, το προσωνύμιο, παρμένο από το τοπωνύμιο, από το βαφτιστικό Νίδα, του ψηλορείτικου οροπεδίου.

«Προσκυνώ τη χάρη σου, λαέ μου», τα εμφατικά ποιήματά του

Αλλά ποιος ήταν ο Μιχάλης Σταυρακάκης – Νιδιώτης, του οποίου πρόσφατα κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» τα πιο εμφατικά ποιήματά του, κάτω από τον τίτλο «Προσκυνώ τη χάρη σου, λαέ μου». Τον πρόλογο του καλοτυπωμένου βιβλίου υπογράφει ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας.

Πρόκειται για τον καλοδουλεμένο κι ακριβοδίκαιο χαιρετισμό του στην εκδήλωση που διοργάνωσε η ΤΕ Ρεθύμνου του ΚΚΕ για τον Κρητικό ποιητή, στις 3 Δεκέμβρη 2017, στα Ανώγεια.Αυτός ο λαϊκός βάρδος, ο οποίος προσκυνάει τον λαό του, που πέφτει στα πληγιασμένα πόδια του, τα κακουχημένα, τα σακατεμένα, τα κομμένα, είναι η φωνή του ταλαιπωρημένου και κατατρεγμένου εργάτη. Ο νεαρός ΕΠΟΝίτης της Εθνικής Αντίστασης, ο βασανισμένος ΕΔΑίτης από τους παρακρατικούς της Δεξιάς, ο μαραθωνοδρόμος των πορειών Ειρήνης στη μνήμη του Γρηγόρη Λαμπράκη, το μέλος εν μέσω δικτατορίας του παράνομου ΚΚΕ, ο δις υποψήφιος βουλευτής με το Κόμμα του λαού στο ψηφοδέλτιο του Νομού Ηρακλείου Κρήτης.

Μια ξεχασμένη συνέντευξη στον Γιάννη Θεοδωράκη

Για να φιλοτεχνήσουμε με πληρότητα την προσωπογραφία του, ανατρέξαμε σε μία ξεχασμένη συνέντευξή του – τότε ήταν 55 ετών – παρμένη από τον δημοσιογράφο και ποιητή Γιάννη Θεοδωράκη (1932-1996), που δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» (Τετάρτη 30 Νοέμβρη 1983).

Την παραθέτουμε ολόκληρη, γιατί ξεχωρίζει για το ήθος και το γράψιμο του μάστορα – γραφιά της. Είναι η τέχνη του ρεπορτάζ στην καλύτερή της ώρα. Παρουσιάζει το ανεμπόδιστο μήνυμα με το σφρίγος της αμεσότητας: «Μιχάλης Σταυρακάκης. Ο ποιητής που βόσκει πρόβατα». Ας την μοιραστούμε:

«”Προσκυνώ τη χάρη σου, λαέ μου”. Το τραγούδι έρχεται διακριτικά από το μικρό μαγνητόφωνο. Ο σύντροφος Μιχάλης Σταυρακάκης, που κατάγεται από τ’ Ανώγεια, ζει στην Καρκαδιώτισσα και βόσκει τα πρόβατά του στον Ψηλορείτη, με κάλεσε σπίτι του για ένα κρασί. Ενώ η κυρά ετοιμάζει τους μεζέδες, αυτός μου μιλάει για τα άλλα προβλήματα του χωριού. Το σχολειό, τρισάθλια παράγκα. Λεωφορείο έχει να φανεί χρόνια γιατί ο δρόμος μέχρι τη Μονή μοιάζει περισσότερο με χείμαρρος. Το αγροτικό ιατρείο είναι στο Μεταξοχώρι, όμως γιατρός στο χωριό έχει να ‘ρθει εδώ και τρεις μήνες.

Τον ρωτάω πώς περνάνε οι ώρες στα βουνά: “Για μένα ευχάριστα! Γράφω”.

Ποίηση καθαρά, τίμια και μοντέρνα

Μου διευκρινίζει ότι γράφει στίχους. Ενας ριμαδόρος από τους πολλούς που βγάζει η Κρήτη, σκέφτομαι. Δειλά αφήνει μπροστά μου, πάνω στο τραπέζι, ένα βιβλίο. Λαδί εξώφυλλο, μαύρα γράμματα: “Μιχάλη Σταυρακάκη. Ποιήματα. Ηράκλειο”. Το ξεφυλλίζω ρίχνοντας κλεφτές ματιές στις σελίδες. Χωρίς να το καταλάβω, βυθίζομαι σ’ ένα πέλαγος ποίησης. Ποίηση καθαρή και τίμια. Και μοντέρνα. Κι αυτό το τελευταίο είναι που ξαφνιάζει περισσότερο, γιατί έχεις μπροστά την πηγή των στίχων της. Είναι ένας βοσκός, που γεννήθηκε, έζησε και βρίσκεται πάντα στον Ψηλορείτη.

Δεν έμαθες να τραγουδάς

μοντέρνα τραγούδια

Εμαθες μονάχα να λες

το στιχάκι των δυστυχισμένων

“Αχ θε ‘μου…”

Κάθε σελίδα του βιβλίου σε ξαφνιάζει:

το αύριο ομορφαίνει

Με το καθήκον του σήμερα.

Στη σελίδα 30:

Κοίτα να δεις, η νύχτα φεύγει

Κι η αυγή χαράζει ζωγραφιές

χαρούμενος ο ήλιος ανατέλλει

κι ο κόσμος θα γεμίσει ομορφιές.

Οσοι “σνομπάρουν” τη στρατευμένη τέχνη θα ενοχληθούν από τους στίχους του βοσκού Σταυρακάκη. Και είναι ο ίδιος, η ζωντανή κι αναμφισβήτητη απόδειξη της λαθεμένης άποψής τους. Κομμουνιστής έγινε σε ώριμη ηλικία. Κι όπως ο ίδιος λέει: “Οι στίχοι με έφεραν στο ΚΚΕ”.

Τ’ αμερικάνικα αεροπλάνα

Σκίσανε τους χαρταετούς σου

Κι ο ουρανός σκοτείνιασε…

Μπράβο στους φίλους και στους χωριανούς που ανακάλυψαν τον ποιητή στις κρητικές μαδάρες. Συγχαρητήρια στον σύλλογο Ανωγειανών στην Αθήνα “Το Ιδαίον Αντρον” που ανάλαβε την έκδοση των βιβλίων.

Πήγα να γράψω: ο Μιχάλης Σταυρακάκης είναι ένας ποιητής που γράφει ποιήματα. Μα ευθύς το διόρθωσα: “ο Μιχάλης είναι ένας ποιητής που βόσκει πρόβατα”. Ετσι προλογίζει την έκδοση του Σταυρακάκη ο Μανόλης Αστυράκης. Και συνεχίζει ο Αστυράκης: “Από την κορυφή του Ψηλορείτη, η ματιά του ξεχύνεται στους κάμπους και στις πολιτείες και βλέπει να μοχθούν και να παλεύουν για να ζήσουν. Τον πνίγει η κοινωνική αδικία. Γι’ αυτό δεν έχει τον καιρό και τη διάθεση να σταθεί εκστατικός μπροστά στο ηλιοβασίλεμα”.

Αλήθεια αναρωτιέμαι: Οτι ο Σταυρακάκης είναι μια ξεχωριστή περίπτωση, είναι κάτι που εκτίμησαν οι χωριανοί του. Επίσης ο σύλλογος των Ανωγειανών που ανάλαβε τα έξοδα της έκδοσης. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος που εμπνεύστηκε από τους στίχους. Τέλος, ο αξέχαστος Νίκος Ξυλούρης που τον τραγουδούσε. Η συλλογή είχε εκδοθεί από το 1978. Στάλθηκε στις εφημερίδες. Στάλθηκε και στο “Ρ”. Κανείς κριτικός δεν μπήκε στον κόπο να τη διαβάσει:

Ηταν 16 χρόνων όταν οι Γερμανοί κάψανε τα Ανώγεια. Το σχολείο τόχε σταματήσει στην Ε΄ δημοτικού. Βγήκε στα πρόβατα και προτιμούσε νεαρός να ζει συνέχεια στις απάτητες κορυφές.

Ο «Ερωτόκριτος» ντυμένος με προβιά

Κείνα τα χρόνια είχε στο βουργιάλι του (το σακίδιο, ας πούμε) το Ρωτόκριτο (Ερωτόκριτο) ντυμένο με προβιά. Τον διάβαζαν συνέχεια μέχρι που τον μάθαιναν απ’ έξω. Στα 20 μου χρόνια θέλησα κι εγώ να τον αρχίσω. Τότε διαπίστωσα ότι είχα ξεχάσει ό,τι είχα μάθει στο σχολειό. Συλλαβιστά προχώρησα. Τα καλοκαίρια περίμενα το μαντραντζή – είναι αυτός που φέρνει στους βοσκούς τις προμήθειες των τροφίμων. Με ενδιέφεραν όχι τα τρόφιμα, αλλά τα κομμάτια εφημερίδας με τα οποία ήταν τυλιγμένα. Απ’ αυτές μάθαινα τι γινότανε στον κόσμο. Αρχισα να σκαρώνω μαντινάδες. Τις τραγουδούσαμε στα όρη για να περνάει η ώρα. Δεν ήξερα τι θα πει κομμουνισμός κι ας έβραζε πιο κάτω ο εμφύλιος πόλεμος.

Οτι ο λαός είχε νικηθεί, το έμαθαν στον Ψηλορείτη οι βοσκοί από τους αλαφιασμένους χωροφύλακες που πέρασαν από τις κορυφές ειδικά για να τους πούνε το μαντάτο, αλλά κυρίως για να τους ειδοποιήσουν πως πολλοί αντάρτες αρνούνται να παραδοθούν. Δεν πρέπει να τους δώσουν ψωμί αν φανούν. Και πρέπει ή να τους σκοτώσουν ή να τους προδώσουν.

Οι αντάρτες «θεράπευαν» τις πληγές τους με ριζίτικα

Φύγανε οι χωροφύλακες. Μετά δυο μέρες ήρθαν στο μιτάτο μου (μαντρί) τέσσερις. Τέσσερις αντάρτες πληγωμένοι, πεινασμένοι, κυνηγημένοι. Μα περήφανοι. Ηταν συγχωριανοί. Τους φύλαξα, τους τάισα. Φύγανε. Ηρθαν άλλοι που δεν τους ήξερα.

Ο Μιχάλης Σταυρακάκης – Νιδιώτης με το φωτεινό πρόσωπό του, ντυμένος με τα «πολιτικά» του

Συνέχισαν να έρχονται. Αλλά όλο και λιγότεροι. Αυτοί που απουσίαζαν είχαν δολοφονηθεί σε ενέδρες. Καθώς μπάλωναν στο φως του λύχνου τους και γιάτρευαν ο ένας του άλλου τις πληγές, σιγοτραγουδούσαν ριζίτικα. Παράξενοι μου φαίνονταν στην αρχή.

Μια ώρα ύπνος… Μια μπουκιά ψωμί… Και νάτοι πάλι να χάνονται στις κορφές πηδώντας σαν αετοί από χαράκι σε χαράκι. Ενας τους έβγαλε ένα βιβλίο από το βουργιάλι του:

“Πάρτο μου είπε, θα σου αρέσει”.

Με την «Μάνα» του Γκόρκι στο ταμπούρι πολεμά

Ηταν η “Μάνα” του Γκόρκι! Απ’ εκείνες τις στιγμές και ύστερα σταμάτησαν οι μαντινάδες να αναφέρονται σε έρωτες και πάθη. Κι όταν ξανάρθαν και ξανάφευγαν, τους αποχαιρέτισε με μια αλλιώτικη μαντινάδα που τού δινε δύναμη στην καρδιά και δάκρυα στα μάτια:

Εναν λεύτερο αετό,

σκλαβιά δεν τον κιοτεύει

όπου ταμπούρι πολεμά

κι όπου φωτιά χορεύει!

Τον υποψιάστηκαν οι χωροφύλακες. Τον έστειλαν εξόριστο στο Γύθειο σα… ληστοτρόφο. Εκεί, άλλοι εξόριστοι του μίλησαν για τον Ρίτσο, τον Βάρναλη, τον Λειβαδίτη. Ανακάλυψε τη σύγχρονη ποίηση. Δεν άφησε ούτε μια στιγμή τ’ Ανώγεια. Ούτε μια στιγμή την Καρκαδιώτισσα. Ούτε μια στιγμή τ’ αγαπημένα του πρόβατα στον Ψηλορείτη. Σ’ αυτά είναι στρατευμένος. Και στο λαό του. Που προσκυνά τη χάρη του και θαυμάζει τα έργα του».

Εδώ τελειώνει η συνέντευξη, σε χρόνια, κατά τα οποία συνήθως οι συνομιλίες που δημοσιεύονταν στις εφημερίδες δεν γίνονταν διά ασήμαντον αφορμή. Ας ανακεφαλαιώσουμε, με πρόσθετα στοιχεία του βιογραφικού, αυτού του Ανθρώπου με άλφα κεφαλαίο.

Από μικρός στα βάσανα, από μικρός στους αγώνες

Γεννιέται σε αγροτική οικογένεια κι είναι ο πρώτος από τα οκτώ αδέλφια του, πέντε αγόρια και τρία κορίτσια. Ενα από τα αρσενικά σε ηλικία δώδεκα ετών θα σκοτωθεί από μία χειροβομβίδα, καθώς έπαιζε.

Από μικρός στα βάσανα, από μικρός στους αγώνες. Μόλις στα δεκαπέντε του εντάσσεται στην ΕΠΟΝ Ανωγείων, επιλέγοντας το σωστό μέρος της Ιστορίας. Στις 30 Απρίλη του 1944 συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς στο Αρκάδι Μονοφατσίου και τον φυλακίζουν στο σχολείο Χουδετσίου, που έχει μετατραπεί σε φυλακή.

Αγροτοκτηνοτρόφος γέννημα – θρέμμα δεν παζαρεύει την επαγγελματική ταυτότητά που τον κάνει υπερήφανο, αυτόν τον πανάξιο. Μέλος του Κτηνοτροφικού Συλλόγου Ανωγείων και εκτοπισμός του, για δυο χρόνια, στο Γύθειο Λακωνίας (1954-1956), όπου πήρε το μέγιστο μάθημα της ποίησης από τους συνεξόριστούς του.

Το 1957, πρωτεργάτης στην ίδρυση του γραφείου της ΕΔΑ και αναπληρωματικό μέλος της ΝΕ Ηρακλείου. Αυτή η επιλογή του θα του στοιχίσει συνεχείς διωγμούς, συλλήψεις και βασανιστήρια.

Μέσα στη δικτατορία αποφασίζει να γίνει μέλος του τότε παράνομου ΚΚΕ (1973) και έναν χρόνο μετά εκλέγεται Γραμματέας της ΚΟΒ Μονοφατσίου. Το 1977 και το 1983 κατεβαίνει με το Κόμμα στο ψηφοδέλτιο του Νομού Ηρακλείου.

Με τα ψευδώνυμα «Σύντεκνοι» και «Νιδιώτης» γράφει ποικίλα σχόλια, στο «Κρητικό Φως» και στη «Φωνή των Ανωγείων» και βεβαίως δεν αφήνει ούτε μία μέρα, ούτε μία νύχτα, την αφοσίωσή του στην ποίηση. Τυπώνει τις συλλογές «Αιχμές» (1989) και «Ντούκου-ντούκου το σοφαδάκι» (έκδοση ΝΕ Ηρακλείου του ΚΚΕ, 1994).

Ομως, το αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Θύελλες και κατατρεγμοί. Αληθινές διηγήσεις των κατατρεγμένων στα χρόνια της θύελλας» δεν πρόλαβε να το δει τυπωμένο, γιατί έδωσε την τελευταία μάχη που δεν κερδίζεται, αυτή με τον Χάροντα, τον ανίκητο.

Κομβική η συνάντησή του με τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο (1939-2023), ο οποίος δίνει μουσική σε πέντε ποιήματά του, που περιλαμβάνονται στον δίσκο «Παράθυρο στη Μεσόγειο», με τη φωνή του Χαράλαμπου Γαργανουράκη (1983). Ενα απ’ αυτά γίνεται η σημαία του λαού σε συλλαλητήρια και σε πορείες, το «Προσκυνώ τη χάρη σου, λαέ μου». Κι εμείς προσκυνάμε τον προσκυνητή του λαού.

Αναδημοσιεύεται από την στήλη-κόσμημα του Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου (3-4 Αυγούστου 2024) “Δαχτυλικά Αποτυπώματα”, που επιμελείται, γράφει και παρουσιάζει ο δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός βιβλίου Βασίλης Καλαμαράς.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: