Η πραγματικότητα του υπουργείου εναντίον της πραγματικότητας της κοινωνίας (Τηλεπωλητές πολιτικής υγείας)
Όσο απαξιώνεται η συνολική επιστημονική προσέγγιση του ζητήματος της υγείας, τόσο θα ερημώνει το ΕΣΥ και μαζί με αυτό τα χωριά, η επαρχία και η χώρα η οποία φλερτάρει έντονα με την εικόνα της Κούβας του Μπατίστα. Υπό αυτό το πρίσμα προφανώς και δεν είναι ντροπή αλλά τιμή να είσαι κομμουνιστής και να αγωνίζεσαι για μια ολιστική κοινωνική πολιτική υγείας.
Πρώτιστη ανάγκη για οποιαδήποτε πόλη, μικρή ή μεγάλη, για να μπορέσει να αναπτυχθεί, είναι οι πολίτες να είναι ασφαλείς και υγιείς. Αν δεν υπάρχει μια ικανοποιητική κατάσταση υγείας, όχι μόνο απουσία νόσου δηλαδή αλλά και η αίσθηση ψυχολογικής και σωματικής ευεξίας, τότε δε μπορεί να υπάρχει συζήτηση για παραγωγή, εκπαίδευση, τουρισμό. Όμως, η κυβέρνηση φαίνεται να μη συμφωνεί με τα συμπεράσματα της επιστήμης και του παγκόσμιου οργανισμού υγείας και βάζει το κάρο μπροστά από το άλογο, έχοντας αναφορά κυρίως σε φιέστες εντυπωσιασμού και σε επικοινωνιακά τρικ είτε μέσω των ΜΜΕ είτε των οικείων συνδικαλιστών.
Με δεδομένη την τεράστια υποστελέχωση των νοσοκομείων, κυρίως αυτά των επαρχιακών πόλεων, υπάρχει κάποια πρωτοβουλία του υπουργείου για να αντισταθμιστεί η κατάσταση; Υπάρχει κάποια κίνηση για δημοτικά ιατρεία και για την ενίσχυση της πρωτοβάθμιας κάλυψης του πληθυσμού, όχι μόνο στον αστικό ιστό αλλά και στα χωριά; Τα τελευταία χρόνια η χώρα βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, τόσο οικονομικά όσο και πληθυσμιακά, και η απάντηση σε όσους και όσες έχουν επιλέξει ή έχουν αναγκαστεί να μείνουν είναι τιμωρητική; Με αυτή τη λογική θα μείνει ή θα φύγει ο κόσμος; Επιπλέον είναι γνωστό ότι η πλειοψηφία των περιφερειών δεν διαθέτουν συγκροτημένη υπηρεσία δημόσιας υγείας χωρίς τον αντίστοιχο γιατρό και μόνο με διοικητικό προσωπικό. Η κυβέρνηση και το υπουργείο τι έχουν κάνει για αυτό; Έχουν στοιχεία για την κατάσταση υγείας του πληθυσμού; Γνωρίζουν τα ποσοστά της εμβολιαστικής κάλυψης ανά περιοχή; Γνωρίζουν αν υπάρχουν ομάδες ή συνοικισμοί με ιδιαίτερα προβλήματα; Υπάρχει σχεδιασμός αντιμετώπισής τους; Έχουν εικόνα αν και πού υπάρχουν κάτοικοι που χρειάζονται βοήθεια στη μετακίνηση τους, πού χρειάζονται εφεδρική παροχή ρεύματος για τροφοδοσία ιατρικών μηχανημάτων, σε περιόδους μάλιστα που προκύπτουν προβλήματα όπως οι πλημμύρες;
Είναι προφανές πως τα προβλήματα υγείας δεν είναι μόνο ένα ατομικό φαινόμενο, αλλά έχουν και μια συλλογική και κοινωνική διάσταση, η οποία χρήζει συνεχούς παρακολούθησης, μελέτης, σχεδιασμού και παρέμβασης με βάση τα διεθνή πρότυπα. Αυτή, λοιπόν, είναι η κατάσταση μιας κυβέρνησης και ενός υπουργείου, με την πολιτική υγείας του οποίου δεν καλύπτονται ούτε οι ανάγκες σε ατομικό ούτε σε συλλογικό επίπεδο, τόσο όσον αφορά την πρόληψη, όσο και τη θεραπεία.
Πώς αντιμετωπίζει την πραγματικότητα ο υπουργός υγείας; Όπως κάθε καλός ακροδεξιός, παρουσιάζοντας μια διαφορετική, ψεύτικη πραγματικότητα, αξιοποιώντας την ασυλία που έχει για τις ύβρεις και την τραμπούκικη συμπεριφορά του από τους πανελίστες. Το βασικό λογύδριο του υπουργού γνωστό, ίδιο με το λογύδριο που χρησιμοποίησε και ο υπουργός Καραμανλής, λίγο πριν το έγκλημα στα Τέμπη, όταν με ύφος χιλίων καρδιναλίων δήλωνε πως όσοι διαμαρτύρονται για την ασφάλεια στα τρένα είναι επικίνδυνοι και μίζεροι. Ο υπουργός έχοντας μεγαλύτερη εμπειρία στο να πουλά ανύπαρκτα προϊόντα, έχει σχηματοποιήσει την παραπάνω λογική στη χυδαία φράση “συμμορία της μιζέριας”.
Φυσικά δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος αν το εθνικό σύστημα υγείας έχει καταρρεύσει ή όχι. Αρκεί μια επίσκεψη σε ένα νοσοκομείο. Αρκούν οι εικόνες από τα διαλυμένα νοσοκομεία της περιφέρειας. Το πρόβλημα δεν είναι ότι ο κόσμος πιστεύει πως το εθνικό σύστημα υγείας λειτουργεί. Και ο υπουργός το ξέρει και δεν μπορεί να κρύψει την ενόχλησή του όταν μιλάνε ασθενείς (με χαρακτηριστική τη φράση του σε καρκινοπαθή ότι σε άλλη χώρα όμως θα είχατε πεθάνει). Χωρίς κανένα σεβασμό στους γιατρούς και στους υγειονομικούς, χυδαία απαξιωτικός στους εκπροσώπους των νοσοκομειακών γιατρών, με ένα ύφος πολιτικάντη εποχής του 1960 (όπου ανήκει ιδεολογικά, ειδικά προς τα τέλη αυτής της δεκαετίας), ο υπουργός διακόπτει συνέχεια, παρουσιάζει νούμερα δημιουργικής ασάφειας, επικαλείται στοιχεία από άλλα συστήματα υγείας και άλλες καταστάσεις, καταλήγει στο συμπέρασμα πως όλα γίνονται καλά γιατί αλλιώς δεν θα ήμασταν στην ΕΕ (αλλά έχουμε βγει κατά τα άλλα από τα μνημόνια).
Το δεύτερο στάδιο, συνεπείς και αυτό με τις αρχές προπαγάνδας που ενστερνίζεται ο υπουργός, είναι πως για όλα φταίνε οι κομμουνιστές. Εννοείται πως ούτε αυτό είναι τυχαίο. Γιατί στα πάνελ οι συνδικαλιστές του ΚΚΕ είναι οι μόνοι που υψώνουν ανάστημα και δεν αρχίζουν το γλείψιμο και τις φιλοφρονήσεις όπως κάνουν οι συνδικαλιστές της Νέας Δημοκρατίας ή του ακραίου κέντρου. Και γι’ αυτό εκεί δεν υπάρχει σχόλιο για την κομματική τους ταυτότητα. Είναι λογικό να βλέπει σαν απειλή όσους δεν έχουν πάει για να συνδιαλλαγούν μαζί του. Όπως και είναι λογικό να μην τον διακόπτει κανένας πανελίστας και να τον αφήνει να απαξιώνει ανθρώπους που έχουν αφιερώσει όλη τους τη ζωή στο να γίνουν καλύτεροι επιστήμονες για ένα καλύτερο σύστημα υγείας. Και αυτό ως αδιαίρετη ενότητα ενοχλεί. Γιατί ο υπουργός έχει το θράσος να αντιμετωπίζει τους επιστήμονες υγείας με αυτό τον τρόπο όχι γιατί ξέρει ότι συμφωνούν μαζί του, αλλά γιατί ξέρει ότι τον ανέχονται. Και, δυστυχώς, όσο δεν γιγαντώνεται ακόμα περισσότερο η αντίδραση στην πολιτική αυτή, η κατάληξη θα είναι ακόμα περισσότερα άδεια νοσοκομεία και ακόμα περισσότερες ακάλυπτες ανάγκες υγείας με ό,τι αυτό σημαίνει. Ήδη η συζήτηση περιορίζεται στα πιο άμεσα εμπορεύσιμα φιλέτα της παροχής υπηρεσιών υγείας (απογευματινά χειρουργεία) και η πρόληψη και η κοινωνική ιατρική δεν υφίσταται, όπως δεν υφίσταται και μια ολιστική προσέγγιση του ασθενή ως ενιαίο οργανισμό σε ένα μεγαλύτερο κοινωνικό σύνολο. Η επιστημονική αυτή θεώρηση προκαλεί εφιάλτες στον υπουργό γιατί αντιστρατεύεται το σύνολο της πολιτικής του, όχι μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις ή σε στεγνούς οικονομοτεχνικούς όρους.
Όσο απαξιώνεται η συνολική επιστημονική προσέγγιση του ζητήματος της υγείας, τόσο θα ερημώνει το ΕΣΥ και μαζί με αυτό τα χωριά, η επαρχία και η χώρα η οποία φλερτάρει έντονα με την εικόνα της Κούβας του Μπατίστα. Υπό αυτό το πρίσμα προφανώς και δεν είναι ντροπή αλλά τιμή να είσαι κομμουνιστής και να αγωνίζεσαι για μια ολιστική κοινωνική πολιτική υγείας. Όπως, βασικά, και δεν είναι ντροπή να είσαι ένας δεξιός που κάνει το ίδιο. Ντροπή είναι να είσαι ένας άνθρωπος που του αφιερώνει ο Παττακός βιβλία, που υποστήριζε τη Χούντα, που πουλούσε νανογιλέκα και αρνούνταν το ολοκαύτωμα και τελικά όλα αυτά τα ξέχασε για να γίνει υπουργός. Ντροπή είναι να είσαι ένας κατά φαντασία δημοσιογράφος που τον ξεπλένεις. Και ακόμα μεγαλύτερη ντροπή είναι να μην είσαι κάτι από αυτά καν και να τους ανέχεσαι.
Γιατί στην τελική σημαίνει πως με αυτό τον τρόπο δεν κάνεις τη δουλειά σου ως επιστήμονας, καθώς δέχεσαι άκριτα ένα ψέμα και κρύβεις συνειδητά την αλήθεια. Αυτή τη στιγμή συγκρούονται δύο πραγματικότητες. Η μία της κοινωνίας που σπαράζει και αγωνιά στα επείγοντα των νοσοκομείων, στο σπίτι χωρίς μέσο και πόρους για να ελέγξει την υγεία της, έξω από τις αίθουσες των κλινικών, στα φαρμακεία όπου η συμμετοχή έχει φτάσει στα ύψη. Και η άλλη του υπουργείου που στήνει απλά πάνελ με φίλιους δημοσιογράφους και παράγοντες ώστε να μπορεί να πουλά το παραμύθι της επιτυχούς αναδιάρθρωσης του ΕΣΥ. Για όποιον και όποια τουλάχιστον δεν έχει χρειαστεί ακόμα να πάει.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι όσο δεχόμαστε το παραμύθι, τόσο θα βλέπουμε μπροστά νέες τραγωδίες, νέα δράματα, μέχρι να χτυπήσει η υπαρκτή πραγματικότητα τη δική μας πόρτα.
Πάνος Χριστοδούλου, Βιοπαθολόγος/Εργαστηριακός Ιατρός, Ιατρός Δημόσιας Υγείας και κοινωνικής Ιατρικής, MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας, MSc Διατροφής, Τροφίμων και Μικροβιώματος, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, PGCert Διαχείρισης κρίσεων στη δημόσια υγεία και ανθρωπιστικής απάντησης