«Black Dog» του Γκουάν Χου (Κίνα, 2024)
Μέρα γιορτής του σινεμά η 31η Οκτωβρίου, συνέπεσε με την ημέρα προβολής της ταινίας «Black Dog» στις κινηματογραφικές αίθουσες. Καλύτερο δώρο η μέρα αυτή δεν θα μπορούσε να μας επιφυλάξει. Η ταινία απέσπασε το Α’ Βραβείο του τμήματος «Ένα Κάποιο Βλέμμα» στο φετινό φεστιβάλ Καννών.
Ένας μοναχικός ήρωας που μόλις έχει αποφυλακιστεί, βρίσκεται στο λεωφορείο που θα τον μεταφέρει στον τόπο που άφησε πίσω του 10 χρόνια πριν, για να εκτίσει την ποινή του. Το λεωφορείο όμως που τον μεταφέρει ανατρέπεται όταν ο οδηγός χάνει τον έλεγχο από μια ξαφνική επίθεση που δέχεται από μία αγέλη σκύλων.
Από την πρώτη εναρκτήρια σεκάνς της ταινίας έχουμε ήδη μπροστά μας τους βασικούς ήρωες που θα δομήσουν την ιστορία και το κοινωνικό background που θα πλαισιώσει αυτή. Ο μοναχικός ήρωας και οι σκύλοι μέσα σε ένα περιβάλλον φτωχών ανθρώπων που προσπαθούν να τα φέρουν βόλτα σε πολύ δύσκολες για την περιοχή τους συνθήκες. Το σκηνικό έχει στηθεί σε έναν έρημο τόπο, αντανάκλαση της ψυχικής ερημιάς τόσο του κεντρικού μας ήρωα, όσο και των αδέσποτων σκύλων που παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη δραματουργική εξέλιξη της ιστορίας. Μιας ιστορίας που στήνεται πάνω σε ένα σφιχτοδεμένο σενάριο που σκηνοθετείται με έναν ιδιαίτερο τρόπο, δανειζόμενο αρκετά φορμαλιστικά στοιχεία από το γουέστερν, που αναμειγνύονται με στοιχεία ενός σύγχρονου κοινωνικού ρεαλιστικού κινηματογράφου, που όμως μέσα σε αυτόν τον ρεαλιστικό κινηματογράφο ο σκηνοθέτης, Γκουάν Χου, καταφέρνει να συνταιριάξει με απόλυτη επιτυχία το φανταστικό, το παραμυθένιο, το συμβολικό.
Ο Λανγκ επιστρέφει στην μικρή του πόλη στα όρια της ερήμου Γκόμπι στη βορειοδυτική Κίνα, όπου τίποτα δεν είναι όπως το άφησε. Ο ζωολογικός κήπος που ιδιοκτήτης ήταν ο πατέρας του και εξακολουθεί να είναι, βρίσκεται πλέον υπό διάλυση, όπως και ο ιδιοκτήτης του, που πνίγει την απογοήτευσή του και τη θλίψη του στο αλκοόλ, που μέρα μέρα με τη μέρα τον καταστρέφει. Μη μπορώντας να ταΐσει τα ζώα του ζωολογικού κήπου, σιγά σιγά τα απελευθερώνει δίνοντάς τους τη δυνατότητα μιας άλλης ζωής που ο ίδιος δεν κατάφερε να ζήσει. Μέσα σε ένα δυστοπικό περιβάλλον που προσεγγίζει πολύ αυτό του σήμερα, η Κίνα ετοιμάζεται για την έναρξη των Ολυμπιακών αγώνων του 2008 (κάτι αντίστοιχο ζήσαμε και εμείς το 2004) προβάλλοντας προς τα έξω την εικόνα του φαντασμαγορικού, του υπερθεάματος που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη ζωή και τη διαβίωση των ανθρώπων της μικρής κινέζικης επαρχίας που μέρα με τη μέρα οδηγείται στον αφανισμό. Οι επιχειρήσεις που κάποτε είχαν στηθεί εκεί, αφού αφαίμαξαν τον τοπικό πλούτο της περιοχής, την εγκατέλειψαν, αφήνοντας πίσω τους ρημαγμένα κτίρια απομεινάρια μιας κάποτε αναπτυσσόμενης περιοχής που υποσχόταν μια καλύτερη ζωή στους κατοίκους της. Κι αν πλέον δεν έχει απομείνει τίποτε από αυτή τη ζωή παρά μόνο η θλίψη, η μιζέρια και η φτώχεια, η κυβερνητική προπαγάνδα εξακολουθεί να υπόσχεται ανάπτυξη, γκρεμίζοντας και κατεδαφίζοντας τα κτίρια, που αποτελούν εμπόδιο για τη μετάβαση στην καινούρια εποχή των νέων επενδύσεων, των νέων κυβερνητικών προγραμμάτων. Οι άνθρωποι μέσα σε κάθε μετάβαση είναι τα αναλώσιμα υλικά της πολιτικής των κυβερνώντων, όπου φυσικά κάποια από αυτά ως άχρηστα θα πεταχτούν στον κάλαθο, κάποια άλλα θα αξιοποιηθούν μέχρι και εκείνα να αχρηστευτούν.
Τα κυβερνητικά, όμως, σχέδια δεν έχουν λάβει υπόψιν τους το βασίλειο των ζώων. Των ζώων που διαθέτουν τη δύναμη και την αντοχή να αντιδρούν σε ό,τι περιορίζει τον ζωτικό τους χώρο και διαθέτουν ταυτόχρονα τη δύναμη αυτόν τον χώρο με κάθε τρόπο να τον διεκδικούν. Από αυτή τη δύναμη αντλεί ο ήρωάς μας, ο Λανγκ, ερχόμενος σε επαφή με έναν επικηρυγμένο μαύρο σκύλο που θεωρείται επικίνδυνος για την περιοχή. Η σχέση που αναπτύσσει με τον σκύλο αυτό είναι στην πραγματικότητα η σχέση που προσπαθεί να αποκτήσει με το ξένο περιβάλλον στο οποίο έχει βρεθεί μετά την αποφυλάκισή του. Εχθρικό, αρχικά, το περιβάλλον, με τον τοπικό άρχοντα τον «Χασάπη» Χου που συνεργάζεται με τις αρχές και έχει στήσει το δικό του παρακράτος στην πόλη, να διψά για εκδίκηση για τον φόνο του ανιψιού του, θεωρώντας αποκλειστικά υπεύθυνο τον Λανγκ, καθώς και πολύ μικρή την ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε αυτόν. Στην πορεία της σχέσης του με τον μαύρο σκύλο του, ο Λανγκ αρχίζει σιγά σιγά να αναγνωρίζει τα στοιχεία που θα τον φέρουν πολύ κοντά στο ζώο αυτό, όπως ταυτόχρονα το ίδιο συμβαίνει και με τον σκύλο που σταδιακά εμπιστεύεται τον Λανγκ. Μία ισότιμη σχέση αναπτύσσεται ανάμεσά τους, μία σχέση που φέρνει στην επιφάνεια τα καλά τους στοιχεία, τις εσωτερικές τους δυνάμεις και αντοχές, κυρίως όμως τον τρόπο αξιοποίησης αυτών προς μία σωτήρια κατεύθυνση. Μέσα από αυτή τη σχέση ο Λανγκ θα κατανοήσει ποιος είναι και το πώς θα προχωρήσει στη ζωή του. Και αυτή η κατανόηση θα του ανοίξει τον δρόμο να «τακτοποιήσει» τις σχέσεις του με το περιβάλλον των ανθρώπων της μικρής του πόλης, αλλά και με τον πατέρα του, καταφέρνοντας έτσι, να αποδεσμευτεί από το βάρος των ενοχών του απέναντι του, το βάρος των ενοχών που φέρουν τα παιδιά απέναντι στους γονείς που δεν κατόρθωσαν να εκπληρώσουν τις προσδοκίες των τελευταίων.
Λάτρης των μηχανών και των Pink Floyd, παλιός ροκ σταρ και ο ίδιος, το «Hey You» στοιχειώνει την τωρινή του ζωή – ακούγεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας -φέρνοντάς μας ακόμη πιο κοντά στον ήρωά μας, στο μυαλό του, στη σκέψη του, στις υπερπροσπάθειες που καταβάλλει να σπάσει το τείχος να βγει από την απομόνωση στο φως της ζωής.
Η ολική έκλειψη του ηλίου,το φαινόμενο που διαφημίζεται διαρκώς από τα ΜΜΕ που προσπαθούν να απομακρύνουν τους ανθρώπους από τα σκοτάδια που το σύστημα τους έχει βυθίσει και να στρέψουν την προσοχή τους στο φυσικό φαινόμενο, αφήνει αδιάφορα τα ζώα που αρπάζουν την ευκαιρία να αναζητήσουν το δικό τους φως σε μια άλλη ζωή μακριά από κάθε είδους εξουσία. Εξαιρετική η σεκάνς -ο κινηματογράφος στα καλύτερά του- που αναφέρεται στο φαινόμενο της έκλειψης, όπου η πόλη ερημοποιείται, με τους ανθρώπους να σπεύδουν σαν υπνωτισμένοι να παρακολουθήσουν το φαινόμενο, ενώ την ερημιά που αφήνουν πίσω τους διαδέχεται η κίνηση των ζώων που τη σπάει και είναι αυτά, τελικά, που αναζητούν το αληθινό φως, αυτό της ελευθερίας, γιατί ενστικτωδώς το αναγνωρίζουν, όση συσκότιση κι αν επιβάλλεται γύρω τους.
Μέρα γιορτής του σινεμά η 31η Οκτωβρίου, συνέπεσε με την ημέρα προβολής της ταινίας στις κινηματογραφικές αίθουσες. Νομίζω καλύτερο δώρο η μέρα αυτή δεν θα μπορούσε να μας επιφυλάξει. Η ταινία απέσπασε το Α’ Βραβείο του τμήματος «Ένα Κάποιο Βλέμμα» στο φετινό φεστιβάλ Καννών.
Μην τη χάσετε!