Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Ο αγράμματος και η ωραία» του Οδυσσέα Ελύτη

“Και μία
Καθαρότη απίστευτη άφηνε, σε μέγα βάθος μέσα της, το αληθινό τοπίο να φανεί.
Όπου, σιμά στον ποταμό, παλεύανε τον Άγγελο οι μαύροι ανθρώποι, δείχνοντας με ποιον τρόπο γεννιέται η ομορφιά.
Ή αυτό που εμείς, αλλιώς, το λέμε δάκρυ…”

Από τους σημαντικότερους ποιητές μας, της λογοτεχνικής γενιάς του ’30, ο Οδυσσέας Ελύτης (πραγματικό του όνομα: Οδυσσέας Αλεπουδέλης) γεννήθηκε στις 2 του Νοέμβρη 1911, στο Ηράκλειο της Κρήτης και έφυγε από τη ζωή στις 18 του Μάρτη 1996, στην Αθήνα.

Το 1945 συνεργάζεται με το υπερρεαλιστικό περιοδικό Τετράδιο.

Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979.

Έργα του: Προσανατολισμοί (1940), Ήλιος ο Πρώτος (1943), Το Άξιον Εστί (1959), Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό, Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας (1971), Το Μονόγραμμα (1972), Τα Ρω του Έρωτα (1972), Τα Ετεροθαλή (1974), Μαρία Νεφέλη (1978), Ο μικρός ναυτίλος (1985, Δυτικά της λύπης (1995), Εκ του πλησίον (μετά θάνατον – 1998) και άλλα.

Έγραψε δοκίμια και έκανε μεταφράσεις ποιητών (Πωλ Ελυάρ, Περ Ζαν Ζουβ, Αρθούρο Ρεμπώ, Τζουζέπε Ουνγκαρέτι, Φρειδερίκο Γκ. Λόρκα, Μπ. Μπρεχτ, Σαπφώ και άλλους.

Ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη έχουν μελοποιήσει οι: Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Μαρκόπουλος, Μάνος Χατζιδάκις, Ηλίας Ανδριόπουλος, Λίνος Κόκοτος, Νότης Μαυρουδής, Δ. Παπαδημητρίου και άλλοι.

Το ποίημα «Ο αγράμματος και η ωραία», του Οδυσσέα Ελύτη, εμπεριέχεται στην ποιητική του συλλογή «Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό».

Ο αγράμματος και η ωραία

Συχνά, στην Κοίμηση του Δειλινού, η ψυχή της έπαιρνε αντίκρυ απ’ τα βουνά μιαν αλαφράδα, μ’ όλο που η μέρα ήταν σκληρή και η αύριο άγνωστη.

Όμως, όταν σκοτείνιαζε καλά κι έβγαινε του παπά το χέρι πάνω από το κηπάκι των νεκρών, Εκείνη

Μόνη της, Όρθια, με τα λιγοστά της νύχτας κατοικίδια – το φύσημα της δεντρολιβανιάς και την αθάλη του καπνού από τα καμίνια – στης θαλάσσης την έμπαση αγρυπνούσε

Αλλιώς ωραία!

Λόγια μόλις των κυμάτων ή μισομαντεμένα σ’ ένα θρόισμα, κι άλλα που μοιάζουν των αποθαμένων κι αλαφιάζονται μέσα στα κυπαρίσσια, σαν παράξενα ζώδια, τη μαγνητική δορυφορώντας κεφαλή της άναβαν,

Και μία

Καθαρότη απίστευτη άφηνε, σε μέγα βάθος μέσα της, το αληθινό τοπίο να φανεί.

Όπου, σιμά στον ποταμό, παλεύανε τον Άγγελο οι μαύροι ανθρώποι, δείχνοντας με ποιον τρόπο γεννιέται η ομορφιά.

Ή αυτό που εμείς, αλλιώς, το λέμε δάκρυ.

Κι όσο βαστούσε ο λογισμός της, ένιωθες, εξεχείλιζε την όψη που έλαμπε με την πίκρα στα μάτια και με τα πελώρια, σαν παλιάς Ιεροδούλου, ζυγωματικά,

Τεντωμένα στ’ ακρότατα σημεία του Μεγάλου Κυνός και της Παρθένου.

«Μακριά απ’ τη λοιμική της πολιτείας, ονειρεύτηκα στο πλάι της μιαν ερημιά, όπου το δάκρυ να μην έχει νόημα, κι όπου το μόνο φως να ‘ναι από την πυρά που κατατρώγει όλα μου τα υπάρχοντα.

»Ώμο τον ώμο οι δυο μαζί ν’ αντέχουμε το βάρος από τα μελλούμενα, ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιά και στη συμβασιλεία των άστρων,

»Σα να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κει ακριβώς, μέσα στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι

»Και πως, αφ’ ότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός τα στέρνα η μοναξιά, σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!»

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: