Φρήντριχ Έμπερτ: Ένας επάξιος προδότης της (εργατικής) τάξης του
” Αν ο αυτοκράτορας δεν παραιτηθεί, η κοινωνική επανάσταση είναι αναπότρεπτη. Αλλά εγώ δεν τη θέλω, τη μισώ μάλιστα σαν πανούκλα”
Ο Φρήντριχ Έμπερτ γεννημένος σαν σήμερα το 1871 στη Χαϊδελβέργη, κερδίζει μέχρι σήμερα την αναγνώριση της γερμανικής αστικής τάξης και της ιστοριογραφίας της για τη “μετριοπάθειά” του στις κρίσιμες για την εξουσία της καμπές στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως αμέσως μετά τη λήξη του, όταν -“μετριοπαθώς” πάντα -τσάκισε με τη συνεργασία του στρατού την εξέγερση των Σπαρτακιστών. Δεν είναι τυχαίο ότι το παλαιότερο πολιτικό ίδρυμα της Γερμανίας, που ιδρύθηκε το 1925, το Friedrich-Ebert-Stiftung φέρει το όνομά του και διαθέτει παραρτήματα σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Ήταν γιος αρχιράφτη και σε ηλικία 14 ετών ξεκίνησε την εκπαίδευσή του ως σελοποιός. Από το 1889 εντάσσεται στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD) και ξεκινάει τη συνδικαλιστική του δράση στο χώρο των σελοποιών. Λόγω της δραστηριότητας του αυτής, δέχεται συχνά ενοχλήσεις της αστυνομίας κι αλλάζει τακτικά τόπους κατοικίας και δουλειάς. Το 1893 αναλαμβάνει συντάκτης της “Εφημερίδας των πολιτών της Βρέμης”, του τοπικού κομματικού οργάνου, ενώ ένα χρονο αργότερα γίνεται επικεφαλής του SPD στην πόλη, και η αναρρίχησή του στο κόμμα τον φέρνει το 1905 στο Βερολίνο, όπου γίνεται γραμματέας του. Το 1912 εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής στο Ράιχσταγκ και μετά το θάνατο του ιστορικού συνιδρυτή του SPD Άουγκουστ Μπέμπελ το 1913 αναλαμβάνει μαζί με τον Χούγκο Χάαζε την ηγεσία του κόμματος. Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, ο Έμπερτ τάχθηκε υπέρ των πολεμικών πιστώσεων, μάλιστα έχασε δυο από τους τρεις γιους του στη μάχη (ο τρίτος και συνονόματός του Φρίντριχ Έμπερτ, ακολούθησε αρχικά τα πολιτικά χνάρια του πατέρα του στο SPD, μετά τον πόλεμο ωστόσο τάχθηκε υπέρ της συνένωσης σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών στο Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα -SED- στην επικράτεια της μετέπειτα ΓΛΔ, διετέλεσε μάλιστα δήμαρχος του Αν.Βερολίνου από το 1948 ως το 1967. Η μοναχοκόρη του Έμπερτ, Αμαλία, έφυγε από τη ζωή μόλις 31 ετών). Αντίθετα ο Χούγκο Χάαζε και η μειοψηφία που τον στήριζε εσωκομματικά (ανάμεσα της κι ο Καρλ Λήμπκνεχτ) είχε ταχθεί από την πρώτη στιγμή κατά του πολέμου, διαφωνία που οδήγησε τελικά στη διάσπαση του κόμματος, με την ίδρυση του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (USPD) το 1917, από τους κόλπους του οποίου προήλθε το Γενάρη του ’19 και το ΚΚΓ.
Το Γενάρη του 1918, κατά τη διάρκεια της μεγαλύτερης ως τότε αντιπολεμικής απεργίας στο Βερολίνο κι άλλες περιοχές, με συμμετοχή ενός εκατομμυρίου εργατών, έπαιξε διαλυτικό ρόλο, εμφανιζόμενος αρχικά να υποστηρίζει την απεργία, μόνο και μόνο για να συμβάλει στο γρήγορο τερματισμό της, επικαλούμενος προσχηματικά ότι “δε βοηθούσε στην ταχεία επίτευξη ειρήνης”. Από το φθινόπωρο του ’18 εντείνει τις προσπάθειες του για σχηματισμό κυβέρνησης σε συνεργασία με τους αστούς, ενώ εμφανίστηκε διατεθειμένος αρχικά ακόμα και για τη διατήρηση της μοναρχίας. Το φάσμα της Οχτωβριανής Επανάστασης κι ο κίνδυνος εξάπλωσής της στη Γερμανία τον στοίχειωνε, όπως φαίνεται και στην ομιλία που απηύθυνε σε ηγετικά στελέχη του SPD, που εμφανίζονταν διστακτικά στο ενδεχόμενο ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών: “Αν δε θελήσουμε τώρα συνεννόηση με τα αστικά κόμματα και την κυβέρνηση, τότε θα αφήσουμε τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους, τότε θα καταφύγουμε στην επαναστατική τακτική, θα σταθούμε στα πόδια μας και θα αφήσουμε τη μοίρα μας στο Κόμμα της Επανάστασης. Όποιος έζησε τα πράγματα στη Ρωσία, δε μπορεί να εύχεται στο όνομα των συμφερόντων του προλεταριάτου, να συμβεί σε εμάς μια τέτοια εξέλιξη. Αντίθετα, πρέπει να βγάλουμε τα κάστανα από τη φωτιά, πρέπει να δούμε αν θα αποκτήσουμε αρκετή επιρροή ώστε να επιβάλουμε τα αιτήματα μας και αν γίνεται, να τα συνδέσουμε με τη σωτηρία της χώρας μας, γιατί είναι το αναθεματισμένο μας χρέος και καθήκον να το κάνουμε.”
Βλέποντας ότι οι διαθέσεις του κόσμου τρέπονταν σε δυνάμει επαναστατική κατεύθυνση, άλλαξε στάση στο θέμα της μοναρχίας, εξορκίζοντας τον τότε αρχηγό του κράτους, πρίγκηπα Μαξιμιλιανό της Βάδης, να ωθήσει τον Κάιζερ σε παραίτηση και να εμπιστευτεί το SPD για να αποσοβήσει κοινωνικά ανατρεπτικές εξελίξεις: ” Αν ο αυτοκράτορας δεν παραιτηθεί, η κοινωνική επανάσταση είναι αναπότρεπτη. Αλλά εγώ δεν τη θέλω, τη μισώ μάλιστα σαν πανούκλα”. Καταλύτης των εξελίξεων ήταν η εξέγερση των ναυτών στο Κίελο, στις αρχές Νοέμβρη, που γρήγορα επεκτάθηκε σε όλη τη Γερμανία (η “Νοεμβριανή επανάσταση” όπως αποκαλείται στη γερμανική ιστοριογραφία) κι έτσι στις 9.11.1918 ο Κάιζερ παραιτείται κι ο πρίγκηπας αναθέτει στον Έμπερτ την καγκελαρία.
Ύψιστη προτεραιότητα του νέου καγκελαρίου ήταν η αποτροπή μιας επανάληψης της επανάστασης του Οκτώβρη στη Γερμανία. Δεδομένου ότι πολλά από τα συμβούλια εργατών και στρατιωτών που είχαν σχηματιστεί στις μεγάλες πόλεις απαιτούσαν την ενότητα των δύο σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, έπεισε τον Χούγκο Χάαζε να μπει μαζί με το USPD στο λεγόμενο Συμβούλιο των Πληρεξούσιων του Έθνους (Rat der Volksbeauftragten), με επόμενο άμεσο στόχο τη διεξαγωγή εκλογών για Εθνοσυνέλευση. Το Συμβούλιο των Πληρεξουσίων θα ασκούσε θεωρητικά έλεγχο στους υπουργούς των αστικών κομμάτων που συμμετείχαν στην κυβέρνηση. Αν και θεωρητικά ισότιμος, ο ρόλος του Χάαζε, κατέστη σύντομα απλά διακοσμητικός.
Στις 10 Νοέμβρη, ο αρχηγός της Ανώτατης Στρατιωτικής Δίοικησης (OHL) Βίλχελμ Γκρύνερ πρότεινε τηλεφωνικά στον Έμπερτ εξ ονόματος του στρατού τη στήριξη του στην κυβέρνηση, με αντάλλαγμα τη διατήρηση της Ανώτατης Διοίκησης ως είχε. Κοινός στόχος των δύο ανδρών ήταν η αιματηρή καταστολή του ριζοσπαστισμού των Γερμανών εργατών και στρατιωτών, παρότι οι επιμέρους στοχεύσεις ήταν διαφορετικές: ο Έμπερτ ήλπιζε-μάταια όπως απέδειξε η ιστορική πορεία- να καταστήσει το στρατό έμπιστο όργανο της αστικής δημοκρατίας, ενώ ο Γκρύνερ να αποκαταστήσει τον πολιτικό ρόλο του στρατού, ιδρύοντας έναν πόλο που θα αντιστρατευόταν το -“προδοτικό” για τους στρατιωτικούς- κοινοβουλευτικό πολίτευμα. Η νέα αυτή συμμαχία σύντομα δοκιμάστηκε στην πράξη, όταν ο στρατός κατ’ εντολή του καγκελαρίου άνοιξε πυρ τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς κατά στασιαστών ναυτών που είχαν καταλάβει το λεγόμενο “Ανάκτορο του Βερολίνου”, ιστορικό κτίριο στο κέντρο της πόλης, γεγονός που στάθηκε αφορμή για διάλυση της εύθραυστης συμμαχίας με το USPD. Αποκορύφωμα βέβαια της αντεπαναστατικής σύμπραξης σοσιαλδημοκρατίας και στρατού ήταν η βίαιη καταστολή της εξέγερσης των Σπαρτακιστών το Γενάρη του 1919, με τραγικό επίλογο τη δολοφονία των Λούξεμπουργκ και Λήμπκνεχτ από τα παραστρατιωτικά σώματα των Φράικορπς, με άμεση προσωπική συνέργεια του σοσιαλδημοκράτη υπουργού αμύνης Γκούσταβ Νόσκε.
Για τις συνθήκες των ημερών, ο Χούγκο Χάαζε, ο οποίος, χωρίς να συμφωνεί με τους Σπαρτακιστές είχε προσπαθήσει να μεσολαβήσει για την αποφυγή της αιματοχυσίας μεταξύ των επαναστατών και της κυβέρνησης, έγραφε στην ξαδέρφη του: “Δεν μπορείς να φανταστείς την κατάσταση στο Βερολίνο. Η Λευκή Τρομοκρατία κυριαρχεί όπως μόνο στο πάλαι ποτέ τσαρικό καθεστώς… Οι Λάνστμπεργκ, Σάιντεμαν και Έμπερτ, που παριστάνουν τους θεματοφύλακες της νομιμότητας, αφήνουν το ασκέρι, που μάζεψαν και φανάτισαν από στοιχεία παλιών αξιωματικών και υπαξιωματικών και γιόκες αστών, να κάνει ό,τι θέλει”.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, το SPD κέρδισε τις εκλογές στις 19 Γενάρη 1919, σχηματίζοντας κυβέρνηση με το καθολικό Κεντρώο Κόμμα και τους φιλελεύθερους. Στις 11 Φλεβάρη ο Έμπερτ ορκίστηκε πρόεδρος του Ράιχ της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Στην εναρκτήρια ομιλία του δεν δίστασε να επικαλεστεί την εργατική του καταγωγή και την πίστη του στις σοσιαλιστικές ιδέες. Λίγους μήνες αργότερα, τον Απρίλη του 1919, η κυβέρνησή του έδειξε πλήρη ανοχή στην αιματηρή καταστολή της βραχύβιας “Δημοκρατίας των Συμβουλίων” του Μονάχου, καθιστώντας τη βαυαρική πρωτεύουσα έκτοτε οριστικά σφηκοφωλιά ακραίων εθνικιστών και του εκκολαπτόμενου ναζιστικού κινήματος.
Μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος του Καπ στις αρχές του 1920, χάρη σε γενική απεργία στην οποία είχε καλέσει και η κυβέρνησή του, κατέστειλε το λεγόμενο “Κόκκινο στρατό του Ρουρ”, ο οποίος υποστηριζόταν από το USPD, κι απαιτούσε εκτός από την αντιμετώπιση των πραξικοπηματιών, την κοινωνικοποίηση της βαριάς βιομηχανίας, η καρδιά της οποίας βρισκόταν στο Ρουρ. Στις εκλογές του 1920 το SPD βγήκε αποδυναμωμένο, σχημάτισε ωστόσο εκ νέου κυβέρνηση συμμαχίας με αστικά κόμματα. Η δεύτερη θητεία του σημαδεύτηκε από σειρά προβλημάτων στην εσωτερική κι εξωτερική πολιτική, κάτι που οδήγησε σε άρση εμπιστοσύνης των αντιδραστικών κύκλων που τον στήριζαν στα πρώτα χρόνια της εξουσίας του. Αυτή η αλλαγή εκφράστηκε όχι μόνο με την αποχώρηση του SPD από την κυβέρνηση, αλλά και με τη λεγόμενη δίκη του Μαγδεβούργου στις αρχές του 1925, η οποία ξεκίνησε με αφορμή μήνυση του Έμπερτ κατά δημοσιογράφου που τον κατηγόρησε ως συνυπαίτιο της στρατιωτικής ήττας του ’18. Στη διάρκεια της δίκης, ο Γκρύνερ κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας, γνωστοποιώντας για πρώτη φορά δημόσια την τηλεφωνική τους συνομιλία το Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς. Το δικαστήριο καταδίκασε μεν το δημοσιογράφο για προσβολή αρχηγού κράτους, δέχτηκε ωστόσο ότι η ουσία των κατηγοριών του περί εσχάτης προδοσίας ευσταθούσαν, επικαλούμενο τον -στην πραγματικότητα απεργοσπαστικό βέβαια- ρόλο του Έμπερτ στη γενική απεργία του Γενάρη. Εξαιτίας της δίκης ο Έμπερτ ανέβαλε επέμβαση σκωληκοειδίτιδας, κι έτσι στις 28 Φλεβάρη κατέληξε κατά τη διάρκεια του χειρουργείου λόγω περιτονίτιδας.