«Κρέας» του Δημήτρη Νάκου

Μια πολύ αξιόλογη ταινία που παρακολουθήσαμε στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αποσπώντας τρία βραβεία.

Ο Τάκης ζει σε ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας με τη γυναίκα του, τον γιο του τον Παύλο και τον Χρήστο από την Αλβανία που μεγαλώνει από μικρό παιδί στην οικογένεια του Τάκη και έτσι αποτελεί μέλος αυτής. Ο Τάκης διαθέτει μια φάρμα ζώων και ετοιμάζεται να ανοίξει και ένα κρεοπωλείο που το προορίζει για τον γιο του Παύλο, προκειμένου να παρέχει σε αυτόν μια μελλοντική επαγγελματική ασφάλεια. 

Γιος βοσκού ο Τάκης, έναν τίτλο που τον φέρει βαρέως , αγωνίστηκε πολύ για να τον αποτινάξει και να αποδείξει στον κοινωνικό του περίγυρο ότι είναι πολύ «παραπάνω» από τον γιο ενός βοσκού. Και όπως βέβαια συμβαίνει στις περισσότερες των περιπτώσεων, όταν κάποιος μεγαλώνει προσπαθώντας να αποδομήσει και να διώξει από πάνω του την «υποτιμητική» ταυτότητα που του έχει αποδοθεί και να την αντικαταστήσει με την κοινωνικά αποδεκτή -αυτή που θα τον «ψηλώσει» πολύ στα μάτια των άλλων- ξεχνά να δει τις δικές του πραγματικές ανάγκες και επιθυμίες, ξεχνά να αφουγκραστεί τις επιθυμίες των κοντινών του ανθρώπων και αυτή η λήθη τον αποξενώνει από τον εαυτό του και τους άλλους. Δεν την απέφυγε αυτή την παγίδα και ο Τάκης, ίσως γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις το κοινωνικό στίγμα στο κλειστό περιβάλλον που μεγαλώνει κάποιος, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για άλλες σκέψεις και επιλογές στη ζωή του. 

Και αφού ο Τάκης έχει καταφέρει να λάβει την κοινωνική αναγνώριση την οποία είχε θέσει ως σκοπό της ζωής του, είναι φυσικό για τον ίδιο, να θεωρεί τον εαυτό του ηγέτη-πατέρα αφέντη, που διεκδικεί το αλάνθαστο των πράξεων του και μπορεί πλέον να κατευθύνει τις ζωές των πιο κοντινών του ανθρώπων, που δεν είναι άλλοι από τα μέλη που απαρτίζουν την οικογένειά του. 

Και όλα θα κυλούσαν ήρεμα και καλά, αν ένα έγκλημα που διαπράττεται από τον γιο του τον Παύλο, σε μια κακή και ατυχή στιγμή, δεν ερχόταν να ξεσκεπάσει όλο το πλέγμα των σχέσεων πάνω στις οποίες χτίστηκε η φαινομενική ευτυχία και ισορροπία που αντανακλά προς τα έξω η οικογένεια του Τάκη. Μία οικογένεια που αποτελεί μικρογραφία της κοινωνίας του χωριού και που με τη σειρά της καθρεφτίζει τις σχέσεις των ανθρώπων στην ευρύτερη κοινωνία, όπου μικρά και μεγάλα εγκλήματα διαπράττονται και συγκαλύπτονται κάτω από την ενοχή όχι μόνο των θυτών, αλλά και του ευρύτερου περιβάλλοντος, αυτών που έχουν αποδεχτεί πολλές συμβάσεις, πολλά ψέματα, πολλές καταπιέσεις και που ως παθητικοί θεατές παρακολουθούν το έγκλημα να διαπράττεται. Τους θεατές που έχουν μάθει να συγκαλύπτουν και όχι να αναλύουν τα αίτια που μπορεί να οδηγήσουν στη διάπραξη του εγκλήματος. Που δεν έχουν μάθει να επικεντρώνονται στο πώς θα αλλάξει μία κατάσταση ώστε να αποφευχθούν άλλα εγκλήματα στο μέλλον. Ανοχή, αποσιώπηση, λήθη, με σκοπό πάντα τη διατήρηση μιας επίπλαστης ευτυχίας και εκείνης της επιφανειακής ικανοποίησης που παρέχει η ψευδαίσθηση αυτής. 

Ψέμα πάνω στο ψέμα, λάδωμα πάνω στο λάδωμα, συγκάλυψη πάνω στη συγκάλυψη, με όλα τα μέλη της κοινωνίας θεσμικά και μη, να συναινούν και να μετέχουν σε όλο αυτό και να αποτραβιούνται όταν νιώσουν ότι κινδυνεύει το δικό τους «μαγαζάκι» ο δικός τους εαυτούλης. Όλα μέσα σε μια ιστορία που εξελίσσεται με σωστή δομή με τις δραματουργικές εντάσεις και τις κορυφώσεις των συναισθηματικών ξεσπασμάτων των ηρώων τοποθετημένες στον κατάλληλο χρόνο της κινηματογραφικής αφήγησης. Των ηρώων που μέσα από αυτά τα ξεσπάσματα σταδιακά αποκαλύπτουν τον πραγματικό τους εαυτό και φρίττουν στη θέα αυτού. Εκείνον τον εαυτό που φέρεται με πολύ ωμότητα αντιμετωπίζοντας τους άλλους όχι σαν ανθρώπινες προσωπικότητες, αλλά σαν κομμάτι κρέας. Που μπορείς να το κόψεις, να το τεμαχίσεις, να το καταβροχθίσεις, να το πετάξεις, να εκτονώσεις πάνω του ό,τι καταπιεσμένο ό,τι απωθημένο έχει εγγραφεί στο υποσυνείδητό σου. 

Στην πρώτη μεγάλου μήκους του ταινία , ο Δημήτρης Νάκος μας μεταφέρει όλη την ατμόσφαιρα της κλειστής κοινωνίας. Τα γυρίσματα της ταινίας έλαβαν χώρο σε ένα αγρόκτημα, που υπάρχει στα αλήθεια στην Κύμη Ευβοίας, αφού όπως ο ίδιος ο σκηνοθέτης αναφέρει σε συνέντευξή του «δεν έπρεπε να κατασκευάσουμε τον χώρο του αγροκτήματος, καθώς ποτέ δεν μπορεί μια κατασκευή να μιμηθεί την αυθεντικότητα του πραγματικού χώρου με την πατίνα και τη φθορά του χρόνου που φέρει». Επίσης, οι χαρακτήρες βασίστηκαν σε πραγματικούς ανθρώπους της περιοχής και τις πραγματικές τους ιστορίες και αυτό προσδίδει ντοκιμαντερίστικες διαστάσεις στην ταινία του, που κατά βάση είναι μυθοπλασία. Διαστάσεις, όμως, που μας φέρνουν πολύ πιο κοντά στους ήρωες, γιατί σε αυτούς αναγνωρίζουμε και δικά μας ηθικά διλήμματα, και δικές μας γνώριμες καταστάσεις. 

Συγκροτημένη σεναριακά και σκηνοθετικά ταινία, με τη μουσική του Κωνσταντή Πιστιόλη να εντάσσεται σε αυτήν και να παίζει το δικό της πρωταγωνιστικό ρόλο, αναδεικνύοντας τις εσωτερικές αντιφάσεις και διλήμματα των ηρώων, καθώς και το εσωτερικό δράμα που βιώνει ο καθένας χωριστά. Με ένα πολύ ευφυές φινάλε όπου το ψέμα και η υποκρισία φτάνουν στο σημείο να μην χωρούν πλέον στις ζωές των ανθρώπων, να ξεχειλίζουν και να συμπαρασύρουν σε αυτό το ξεχείλισμα όλη την αποφορά του βαθιού σκοταδιού και της καταπίεσης μέσα στα οποία βιώνονταν αυτές. Η αποκάλυψη της αλήθειας έρχεται να κλείσει τον κύκλο της υποκρισίας και όλα τα παρελκόμενα αυτής αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πως ό,τι χτίζεται πάνω στα σαθρά θεμέλια της ψευτιάς, της συγκάλυψης, του μίσους που δημιουργούν τα συσσωρευμένα απωθημένα, είναι καταδικασμένο να διαλυθεί και να καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος μέσα σε μια στιγμή.

Η ταινία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο 49ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο Τορόντο και την παρακολουθήσαμε στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου και απέσπασε τρία βραβεία: Το βραβείο της ΠΕΚΚ (Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου) το βραβείο Crew United, καθώς και το Ειδικό βραβείο της Επιτροπής Νεότητας.

Ελπίζουμε σύντομα να την απολαύσουμε και στις κινηματογραφικές αίθουσες!

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: