Αγγελική Ραυτοπούλου – Πολυτεχνείο
Δίπλα μου-αξέχαστη λεπτομέρεια αυτή-ήταν ο ηθοποιός Νίκος Βασταρδής, ντυμένος στα μαύρα με ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο χέρι. Αυτός ήταν ο άνθρωπος που με έπιασε από το μπράτσο και μου είπε: «Σκύψε, κορίτσι μου, τρέξε να σωθείς», όταν άρχισαν οι μολότοφ να πέφτουν βροχή και οι καλοί στυλοβάτες των απελευθερωτών του Κωνσταντίνου Καραμανλή να πυροβολούν αδιακρίτως!
Προσμέναμε με πάθος να γιορτάσουμε την πρώτη επέτειο του ξεσηκωμού. Μια επέτειο που η εξουσία της μεταπολίτευσης χαρακτήρισε τότε ως απαγορευμένη για την αποφυγή επεισοδίων. Ξεκινήσαμε από την Αγία Παρασκευή αξημέρωτα με τα πόδια και με διπλωμένα τα πανό για να φτάσουμε στην ώρα μας στο Πολυτεχνείο. Όλα τα παιδιά της ΚΝΕ κι οι σύντροφοι από το κόμμα. Ερημιά η λεωφόρος Μεσογείων, μια υποψία σιγόβραζε πως κάτι οργανώνεται από την εξουσία. Εμείς τα μικρά κι ενθουσιώδη σιγοψιθυρίζαμε τραγούδια και βασίζαμε υπερήφανα με μεγάλη συγκίνηση. Μόλις στρίψαμε στην οδό Ιπποκράτους, ανοίξαμε τα πανό κι αρχίσαμε να φωνάζουμε συνθήματα μπαίνοντας σε σχηματισμό. Από μπαλκόνια θερμόαιμοι πατριώτες και καλοί άνθρωποι άρχισαν να μας βρίζουν και να μας πετούν ό,τι έβρισκαν. «Αλήτες, βρομόπαιδα», φώναζαν κι εμείς νιώσαμε για άλλη μια φορά την αλήθεια. Φτάσαμε στο Πολυτεχνείο, πολύς ο κόσμος παθιασμένος κι ενθουσιασμένος. Δίπλα μου-αξέχαστη λεπτομέρεια αυτή-ήταν ο ηθοποιός Νίκος Βασταρδής, ντυμένος στα μαύρα με ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο χέρι. Αυτός ήταν ο άνθρωπος που με έπιασε από το μπράτσο και μου είπε: «Σκύψε, κορίτσι μου, τρέξε να σωθείς», όταν άρχισαν οι μολότοφ να πέφτουν βροχή και οι καλοί στυλοβάτες των απελευθερωτών του Κωνσταντίνου Καραμανλή να πυροβολούν αδιακρίτως! Φύγαμε τρέχοντας, σκορπίσαμε και ούτε που μπορώ να περιγράψω πώς τα πόδια μου λειτούργησαν ως φτερά. Βρέθηκα με μερικούς συντρόφους στον τόπο συνάντησης στην Ιπποκράτους και με χίλιες δυο προφυλάξεις γυρίσαμε στην Αγία Παρασκευή. Ήταν βράδυ. Η μητέρα μου έκλαιγε. Ήμουν δεκατεσσάρων χρονών.
Το ποίημα για τα νιάτα αφιερωμένο, για τους νεκρούς του ξεσηκωμού με την ευχή ποτέ οι νέοι να μην γεράσουν.
ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΖΕΙ!
ΠΙΚΡΑΜΥΓΔΑΛΟ
—————————
Ήταν νέοι αυτοί
που ανηφόριζαν τον αχυρένιο ήλιο,
αυτοί που έδεναν το κόκκινο μαντήλι
στου κόσμου τ’ αγνάντι,
εκείνο στο πικροχαμογέλιο της αυγής,
οπού άπλωναν το δίχτυ
στην μεταλαβιά της μέρας…
Αχ, του νου τα διαζώματα, τ’ άνθη της μυρτιάς,
οι ξεπλυμένοι τοίχοι
με την θαλασσιά γαλαζόπετρα,
τα στάχυα τ’ αμούστακα
με τ’ ονείρου τις παραλλαγές
κι εκειό το ροδόσταμο του έρωτα,
τραχύ και ζυμωμένο
με τις πευκοβελόνες
οπού ‘γδερναν τα ύψη του παντός…
Να στριφογυρνά η ζωή στον άνεμο,
τρελή κι ανέμελη
με λυτά τα μακριά της μαλλιά
και εκείνη την δέσμη του φωτός
στα κοκκινισμένα της μάγουλα
και τ’ ηλιοκαμένα στέρνα των νέων
να τραγουδούν το αύριο
κι οι κοπέλες να γδέρνουν την ψυχή τους
με τον ανομολόγητον έρωτα
στην κάψα τ’ απομεσήμερου…
Κι έπειτα ο δρόμος να λειώνει μεγάλος
κάτω από τα βλέφαρα των εποχών,
να στάζει η απαντοχή σταγόνες,
να γιομίζει η απαλάμη ιδρώτα
κι οι γέροι με τις μαγκούρες
να σκαρφαλώνουν στην εξόδιο
κι οι γραίες με τ’ αποσταμένο μάτι
να οργίζονται για την παραμυθία
που έγινε σταυρός στα μνήματα…
Κι έτσι κάπως στ’ απόγειο του δειλινού
να γέρνει η λεύκα στον δρόμο μου
με κείνα τα πετούμενα
μπαμπακερά της διαβήματα
κι εγώ ν’ αλέθω την ζωή π’ απόμεινε
προσμένοντας τους νέους
ν’ ανηφορίσουν τον ήλιο…
Πικραμύγδαλο και γαία πυρίμαχος
σαν στίχος οπού εδανείσθη για μιάν
και τελευταίαν ερωτική εξομολόγηση…
Αγγελική Ραυτοπούλου