«Το Διπλανό Δωμάτιο / The Room Next Door» του Πέδρο Αλμοδόβαρ
Το να κινηματογραφείς τον μεγαλύτερο φόβο του ανθρώπου, τον φόβο μπροστά στο αναπόφευκτο γεγονός του θανάτου, είναι μία πολύ δύσκολη υπόθεση. Ο Πέδρο όμως, ξέρει πολύ καλά μετά από μια καταβύθιση στο τραγικό να αναδύει την κρυμμένη ουσία του, που κάθε άλλο παρά τραγική είναι!
Για πολλά χρόνια η Μάρθα (Τίλντα Σουίντον) σε όλη της τη δημοσιογραφική καριέρα, ως πολεμική ανταποκρίτρια, ερχόταν σε άμεση επαφή με τον θάνατο. Τον αντίκριζε στην καθημερινότητά της. Και φτάνει πλέον η στιγμή στη ζωή της, που αντικρίζει τον δικό της θάνατο. Στο τελευταίο στάδιο του καρκίνου μετά από ανεπιτυχείς θεραπείες, αποφασίζει να πάρει την υπόθεση στα δικά της χέρια, στην ύστατη αυτή μάχη, όπου το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο . Η αποδοχή του τέλους δίνει το περιθώριο στη Μάρθα να επιλέξει τον τρόπο που θα συμβεί αυτό. Και ίσως στη μάχη αυτή, αυτό να είναι η μεγάλη νίκη του ανθρώπου. Να μπορεί να επιλέγει τον τρόπο που θα φύγει από αυτή τη ζωή. Το θέμα της ευθανασίας, που είναι και το κυρίαρχο της ταινίας, καταρρίπτει όλες τις ηθικολογικές προσεγγίσεις που καθιστούν αυτήν παράνομη, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την τεράστια υποκρισία που υπάρχει στις θρησκευτικές δοξασίες που θέλουν η ζωή του ανθρώπου να ανήκει στον Θεό, αλλά και στην εφαρμογή νόμων από κυβερνήσεις που δεν έχουν κανένα πρόβλημα να σκοτώνουν χιλιάδες άμαχους πολίτες αφού τα εγκλήματα αυτά δεν λογίζονται ως τέτοια , αλλά είναι έγκλημα και παράνομο για κάποιον να επιλέγει τον τρόπο που θέλει να φύγει από τη ζωή.
Το να κινηματογραφείς τον μεγαλύτερο φόβο του ανθρώπου, τον φόβο μπροστά στο αναπόφευκτο γεγονός του θανάτου που στέκει εμπρός του, είναι μία πολύ δύσκολη υπόθεση. Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ επιλέγει μία παραμυθένια κινηματογραφική αφήγηση, μέσα από την ιδιαίτερη και μοναδική του εικαστική ματιά. Ίσως γιατί στα παραμύθια οι πιο σκληρές αλήθειες αποκτούν διαστάσεις που μέσα τους χωρά ο ανθρώπινος πόνος, η ανθρώπινη ανημπόρια, αλλά εκεί χωρά και πολλή ομορφιά που δεν χρειάζεται να τη δικαιολογήσεις, που την αφήνεις να παρεισφρέει και απλά τη γεύεσαι. Και αυτή η ομορφιά είναι το καταστάλαγμα των όσων ωραίων αφέθηκες να βιώσεις στη ζωή που αφήνεις πίσω σου. Είναι το να φτάνεις στο σημείο να μην νοσταλγείς το παρελθόν, αλλά να νιώθεις τη συμπύκνωση αυτού μέσα στο παρόν σου, σε ένα παρόν που ξέρεις ότι από εκεί και μετά θα προχωρήσεις ολομόναχος. Σε αυτό το παρόν όμως, νιώθεις έντονα την ανάγκη να μοιραστείς ό,τι αγάπησες, αλλά και ό,τι σε πίκρανε, όλα τα λάθη σου και όλες τις ματαιώσεις σου, όλα όσα δεν πρόλαβες ή δεν μπόρεσες να κάνεις. Η ομορφιά βρίσκεται στην ουσία και αυτών που έζησες, αλλά και αυτών που θα ήθελες, αλλά δεν κατάφερες να ζήσεις. Ένας ανεκπλήρωτος έρωτας, κάποιες σχέσεις που δεν ευοδώθηκαν, κάποιοι πίνακες ζωγραφικής που χαράχτηκαν μέσα σου, κάποιες ταινίες και κάποια βιβλία που άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στην ψυχή σου. Όλα αυτά, καθώς το τέλος πλησιάζει και το σώμα όλο και ασθενεί, όλο και συρρικνώνεται, όλο και εξαϋλώνεται, μετατρέπονται σε μία πολύ μικρή συμπαγή μάζα που κλείνει όμως μέσα της μια τεράστια ενέργεια που ελευθερώνεται όταν πλέον ο θάνατος έρχεται… Ελευθερώνεται δίνοντας ζωή και ενέργεια στους ανθρώπους που νιώθεις ότι είναι κοντά σου, ακόμη και αν για μεγάλο διάστημα ήταν απόντες ή απούσες από τη ζωή σου.
Η Μάρθα και η Ίνγκριντ (Τζούλιαν Μουρ) είχαν χρόνια να συναντηθούν. Αυτό όμως δεν εμπόδισε, όταν συναντήθηκαν ξανά, στην πιο δύσκολη στιγμή της Μάρθας, να αναζωπυρωθεί η παλιά τους σχέση, να έρθουν στην επιφάνεια οι βαθιοί δεσμοί που συνέδεαν τις δύο γυναίκες και να αναπτυχθεί στην πιο δύσκολη φάση της ζωής της μίας εκείνη η επικοινωνία, όπου δεν χρειάζεται και πολλά να πει η μία στην άλλη, όπου πολλές φορές δεν χρειάζεται καν να μιλήσουν, απλά αφήνουν τα σώματα και τα βλέμματα να μιλήσουν για αυτές. Ο Αλμοδόβαρ ξέρει πολύ καλά τη γλώσσα αυτής της επικοινωνίας και μας τη μεταδίδει μέσω των δύο ηρωίδων του.
Όμως, υπάρχουν σεναριακά ατοπήματα και σκηνοθετικές αστοχίες στην ταινία. Όπως κάποιοι ρόλοι που τοποθετούνται προσχηματικά, σαν να θέλουν να προχωρήσουν την ιστορία και να μας πουν με λόγια αυτά που θα έπρεπε να νιώσουμε, όπως επίσης και κάποιες πολιτικές αναφορές σχετικά με τον πόλεμο στο Ιράκ και τη Γιουγκοσλαβία, όπου καμία νύξη δεν γίνεται για τα εγκλήματα της Αμερικής που διαπράχθηκαν στους πολέμους αυτούς. Ξανοίχτηκε ο Αλμοδόβαρ σε ένα πολιτικό επίπεδο και όταν ξανοίγεσαι οφείλεις και να παίρνεις θέση. Γιατί οι πόλεμοι δεν είναι παραμύθι…
Παρακάμπτουμε ωστόσο, τα “μείον” της ταινίας, μπροστά στο πολύ σπουδαίο που καταφέρνει να κάνει ο Αλμοδόβαρ σε αυτή. Που καταφέρνει να μετατρέψει τον δρόμο προς το θάνατο σε μία γιορτινή προετοιμασία για το άγνωστο που έρχεται, και για τα ανεκτίμητα που αφήνει πίσω του αυτός που φεύγει. Και η ηλιόλουστη μέρα που επιλέγει να φύγει από τη ζωή η Μάρθα, μας πλημμυρίζει με το φως που φωτίζει το πέρασμα και τα ανεξίτηλα σημάδια που άφησε σε αυτό, και που δίχως φόβο πλέον, δίχως άγχη, δίχως προσδοκίες οδεύει προς το άπειρο…
Η ταινία που απέσπασε το Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία, από αυτή την εβδομάδα βρίσκεται στις κινηματογραφικές αίθουσες.