Ο Γέρος του Μωριά αντιμέτωπος με την καμαρίλα των ανακτόρων
Η Εισαγωγή της Έλλης Αλεξίου στα Άπαντα Κολοκοτρώνη
“…Η ζωή του Κολοκοτρώνη και στην περίοδο του πολέμου και ύστερα από την απελευθέρωση δεν κύλησε ομαλά. Το αδέκαστο του χαρακτήρα του, η παλικαριά του, το ανυποχώρητο μπρος στην τήρηση του σωστού και του δίκιου, η θαρραλέα στηλίτευση των ασχημιών και των εγωκεντρικών ενεργειών ορισμένων από το αρχοντολόι, είχαν δημιουργήσει την αντιπάθεια και το μίσος αυτών των κύκλων εναντίον του…”
Στις 4 του Φλεβάρη 1843 έφυγε από τη ζωή ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γνωστός και ως «Γέρος του Μωριά», αρχιστράτηγος και ηγετική μορφή της Επανάστασης του 1821, “το μυαλό, η καρδιά και το όπλο του αγώνα”, όπως σημειώνει μεταξύ άλλων η Έλλη Αλεξίου, στην εισαγωγή της στα Άπαντα Κολοκοτρώνη. Μεταφέρουμε ολόκληρη της εισαγωγή της Έλλης Αλεξίου από την έκδοση “Άπαντα Κολοκοτρώνη” – Παρουσίαση: Γεωργίου Τερτσέτη, Αναστάσιου Πολυζωΐδη, Φωτάκου (Φώτιου Χρυσανθόπουλου), που επιμελήθηκε η ίδια και κυκλοφόρησε από τις Ιστορικές Εκδόσεις 1821.
Εισαγωγή Έλλης Αλεξίου
Η πατρίδα μας, όντας μικρή κι αδύναμη, φυσικό ήταν να γνωρίσει από τα παλιά χρόνια άγριους σκλαβωμούς, αλλά, παράλληλα, να καταγράψει ηρωισμούς και θυσίες των παιδιών της, που μη βαστώντας τη σκλαβιά ξεσηκώνουνταν και δεν ησύχαζαν ως να της εξασφαλίσουν πάλι τη λευτεριά της. Σ’ αυτούς τους ξεσηκωμούς, που ολόψυχα λάβαιναν μέρος τα καλύτερα παλικάρια της, όταν περνούσεν ο σάλος και τα πνεύματα κατακάθιζαν, κατά ένα περίεργο τρόπο, η Ιστορία, αυτός ο αδέκαστος ελεγκτής, ερχότανε, βαθμολογούσε, άμειβε ή καταδίκαζε, και στα επίσημα, τα αμετακίνητα αρχεία της, κατέγραφε τους αρίστους των αρίστων.
Έτσι έγινε με την περσική επιδρομή, έτσι έγινε με την ρωμαϊκή κατάκτηση, με τους Τούρκους, με τους χιτλερικούς.
Η επανάσταση του 1821 κράτησε δέκα περίπου χρόνια. Σ’ αυτό το διάστημα πολλά ονόματα ανέβηκαν στον αφρό και πολλά, έτσι ή αλλιώς βούλιαξαν στο βυθό. Λιγοστά, — μετριούνται στα δάχτυλα τον χεριού —, καταγράφηκαν από την Ιστορία στα επίσημα αρχεία και σήμερα, όταν γίνεται λόγος για το εικοσιένα, αυτά τα λιγοστά ονόματα, τα ξεδιαλεγμένα, ανεβαίνουν αυθόρμητα στα στόματα των Ελλήνων, όταν είναι να μνημονεύσουν και να ευγνωμονήσουν τους ήρωες στους οποίους χρωστούν τη λευτεριά τους. Θα ακούσεις: Μακρυγιάννης, Κανάρης, Παπαφλέσοας, Ανδρούτσος, Καραϊσκάκης… και «γέρος του Μωριά».
Κι είναι ο «Γέρος του Μωριά» ο νικητής στο Βαλτέτσι και στην Τριπολιτσά, στην Πάτρα, στα Δερβενάκια, και είναι το ατρόμητο παλικάρι, που με απαράμιλλη πίστη στο δίκιο του αγώνα, και στη νικηφόρα του έκβαση, όρθωσε το ανάστημά του στις δύσκολες μέρες της επιδρομής στην Πελοπόννησο του Ιμπραήμ. Ο βάρβαρος επιδρομέας οσμίστηκε κι έβαλε σε εφαρμογή όλα τα μέσα, που θα μπορούσαν να κλονίσουν το ηθικό των μαχητών. Να φέρουν σε απόγνωση την αγροτιά, να εξαπατήσουν, να αδρανήσουν ή και να προσελκύσουν τους εύπιστους, τους δειλούς και τους συμφεροντολόγους. Ο Ιμπραήμ, με πολυάριθμο στρατό, πλούσια εξοπλισμένο, εξόντωνε με σκληρότητα τους οπαδούς της επανάστασης. Για να τους στερήσει και τα λιγοστά μέσα διαβίωσης, και να δημιουργήσει εχθρικό κλίμα των χωρικών κατά των επαναστατών εφάρμοσε το εγκληματικό μέτρο του ξεριζώματος των αμπελιών, των συκιών, των λιόδεντρων. Έτσι καταδίκαζε όλο τον πληθυσμό του Μωριά στο θάνατο από την πείνα. Παράλληλα προς αυτή την τερατώδικη εκστρατεία, εξέδωσε και το περιώνυμο διάταγμα της αμνηστείας. Έδινε συχωροχάρτι και αμοιβές, σ’ αυτούς που θα προσήρχουνταν, που θα εδήλωναν πως σταματούν κάθε είδος εχθροπραξίας, και θα αντιμετώπιζαν χωρίς αντιδικίες την τουρκική κατοχή. Τούτη η «αμνηστεία» είχε κάμει το χειρότερο κακό. Βρέθηκαν πολλοί, που για να γλυτώσουν τα σπίτια τους και τη ζωή τους, παρατούσαν τον αγώνα και γύριζαν στα χωριά τους. Προσκυνούσαν τον κατακτητή. Σε κείνη τη δύσκολη περίσταση ακούστηκε η γεμάτη παλμό και πατριωτική έξαρση φωνή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη: «Τσεκούρι και φωτιά στους προσκυνημένους!» Είχε αντιληφθεί ότι η ύπουλη αμνηστεία του Ιμπραήμ δημιουργούσε πολύ μεγαλύτερους κινδύνους. Εξαπατούσε το λαό. Λιγόστευε τους μαχητές, δημιουργούσε αναμεταξύ τους εχθρότητες και καχυποψίες, και υπόσκαφτε το φρόνημα των αγωνιστών. Και ύψωσε τότε την οργισμένη φωνή του κατά των προσκυνημένων, γιατί έβλεπε πως κείνη τη στιγμή οι προσκυνημένοι φέρνανε πολύ μεγαλύτερη ζημιά στον αγώνα παρά οι ίδιοι οι αλλόφυλοι.
Ο Κολοκοτρώνης ήτανε το μυαλό, η καρδιά και το όπλο του αγώνα. Ανήκε σε κείνο το είδος των ανθρώπων, που θέτοντας ένα υψηλό σκοπό στη ζωή τους, τον υπηρετούν με αφοσίωση και πείσμα μη παρεκκλίνοντας, ούτε στο ελάχιστο, από την προγραμματισμένη πορεία τους. Ακόμη και μπρος στις πιο μεγάλες αντιξοότητες, που μπορεί να συναντήσουν. Φαίνεται όμως πως τον ηρωισμό ο Κολοκοτρώνης τον είχε έμφυτο. Τον είχε κληρονομημένο. Όλο το κολοκοτρωνέικο, ξεκινώντας από τους προγόνους και φτάνοντας ως τα παιδιά και τα εγγόνια του Γέρου, όλοι απόμειναν στην ιστορία σα μια γενιά δοσμένη στο καλό της πατρίδας. Ο δε Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ένιωθε τόσο ισχυρή μέσα του την πατριωτική φλόγα, που από δεκαπέντε χρονών παλικαρόπουλο είχε πάει κλέφτης στα βουνά. Και ήταν ένα παιδί αγράμματο, που μήτε την υπογραφή του δεν ήξερε να βάλει. Ωστόσο η ευστροφία του μυαλού του στην τέχνη του πολέμου ξεπερνούσε σε αξιότητα τον πιο σπουδασμένο στρατιωτικό.
Η ζωή του Κολοκοτρώνη και στην περίοδο του πολέμου και ύστερα από την απελευθέρωση δεν κύλησε ομαλά. Το αδέκαστο του χαρακτήρα του, η παλικαριά του, το ανυποχώρητο μπρος στην τήρηση του σωστού και του δίκιου, η θαρραλέα στηλίτευση των ασχημιών και των εγωκεντρικών ενεργειών ορισμένων από το αρχοντολόι, είχαν δημιουργήσει την αντιπάθεια και το μίσος αυτών των κύκλων εναντίον του. Και όσο ακόμη ο Καποδίστριας ήταν κυβερνήτης, που εκτιμούσε ιδιαίτερα το Γέρο, οι διαθέσεις οι εχθρικές κατά του Κολοκοτρώνη παρέμεναν λανθάνουσες. Αλλά μετά τη δολοφονία τον Ιωάννη Καποδίστρια, το 1831, τα πράγματα στην Ελλάδα άλλαξαν ριζικά τροπή.
Μετά το θάνατο του Καποδίστρια ανακηρύχτηκε στην Ελλάδα βασιλιάς ο Όθωνας. Επειδή όμως ήταν ανήλικος, διορίστηκε τριμελής αντιβασιλεία, που θα τον κηδεμόνευε ως την ενηλικίωσή του.
Σύμφωνα με το άρθρο 10 του πρωτόκολλου του Λονδίνου, της 7ης του Μάη του 1832, ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας θα διόριζε την αντιβασιλεία. Και έκαμε την εκλογή του όσο μπορούσε καλύτερα για τα συμφέροντα της γερμανικής Βαυαρίας και όσο γίνεται χειρότερα για την Ελλάδα. Επικεφαλής της τριμελούς αντιβασιλείας διορίστηκε ο Άρμανσπεργκ, ένας τύπος εντυπωσιακού παρουσιαστικού, αλλά κενός περιεχομένου, συμφεροντολόγος και τεμπέλης. Όλες τις ευθύνες, με τις οποίες ήταν επιφορτισμένος, τις ανάθετε σε υφισταμένους του. Δεύτερο μέλος ήταν ο Μάουρερ, νομικός, μεγαλομανής, φαντασμένος, σχολαστικός. Αυτός ήταν δουλευτής, αλλά η εργατικότητά του σπαταλιόταν σε ανεδαφικές καταγραφές νόμων, που ήταν τελείως ανεφάρμοστες στο φτωχό νεοσύστατο ελληνικό κρατίδιο. Και ο στρατηγός Έυντεκ, που ήταν ο χειρότερός τους, διορίστηκε τρίτος αντιβασιλέας. Ο Έυντεκ ήταν γνωστός, γιατί το 1826 είχε κατεβεί στην Ελλάδα σα στρατιωτικός — συνταγματάρχης. Έκαμε φρούραρχος στο Ανάπλι, έλαβε μέρος στην πολιορκία της Ακρόπολης και στις μάχες του Φαλήρου. Είχε όμως τη φήμη επιπόλαιου και μισητή των Ελλήνων, που περνούσε τις ημέρες του ικανοποιώντας τα χόμπυ του. Γύριζε στις ακρογιαλιές πλουτίζοντας τις κοχυλοσυλλογές του, ή, αγαπώντας την ιππασία, ανέβαινε στο άλογό του κι έπαιρνε δρόμο για τις εξοχές.
Μαζί με την τριμελή αντιβασιλεία διορίστηκαν και δύο αναπληρωματικοί. Ο Άβελ, πονηρός, κακεντρεχής και μηχανορράφος. Ο Άβελ ήταν ο πιο ανθέλληνας και ο πιο φανατικός γερμανόφιλος. Εισήγαγε τη γερμανική γλώσσα σαν ημιεπίσημη και, όπως αναφέρει ο ιστορικός Δημ. Φωτιάδης, επέβαλε η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως να βγαίνει μισή στα ελληνικά και μισή στα γερμανικά. Ο άλλος αναπληρωματικός ήταν ο Γκράϊνερ, που υποδυότανε τον οικονομολόγο που θα διόρθωνε τάχα τα οικονομικά της Ελλάδας. Προτού όμως φτιάξουν τα οικονομικά της άτυχης πατρίδας, ενδιαφέρθηκαν να φτιάξουν τα δικά τους οικονομικά. Οι μηνιάτικοι μισθοί τους, χωρίς τις άλλες πολυποίκιλες απολαβές τους, ήσαν μισθοί κυριολεκτικά αυτοκρατορικοί. Και ενώ η αντιβασιλεία εισέπραττε τεράστια ποσά, οι αγωνιστές ψωμοζητούσαν. Είχαν υποσχεθεί στους μαχητές ότι θα κανονιστούν με επίσημο διάταγμα οι τιμητικές συντάξεις τους, μόνο να προσέλθουν να παραδώσουν τον οπλισμό τους. Οι αγωνιστές πειθάρχησαν στη διαταγή. Βαθιά συγκινημένοι, πολλοί με άσπρα μαλλιά, με δάκρυα στα μάτια, αποχωρίζονταν τα όπλα, που σ’ όλα τα χρόνια της επανάστασης ήσαν οι πιστοί τους αχώριστοι σύντροφοι. Τώρα θα ακολουθούσαν ευτυχισμένα ειρηνικά χρόνια. Τα όπλα, σωστό ήταν, να παραδοθούν στο κράτος. Μετά τον αφοπλισμό των μαχητών, η αντιβασιλεία μπορούσε ακίνδυνα να κανονίσει τις συντάξεις όποτε και όπως θα έκρινε εκείνη. Και η κρίση, στην οποία είχε καταλήξει, ήταν η επ’ άπειρο αναβολή.
Δεν άργησε ο λαός να αντιληφθεί την αντιλαϊκή στάση των Βαυαρών και να εκδηλώνει με ποικίλους τρόπους τη δυσαρέσκειά του. Κύριος εχθρός των ξένων εκδηλώθηκαν οι εγκαταλειμμένοι αγωνιστές και των αγωνιστών οι ξένοι. Ενώ μεγάλη μερίδα προσκυνημένων, τη φορά αυτή στους Βαυαρούς, πλούτιζαν κι αυτοί μαζί με τους ξένους και παίρνανε υψηλά αξιώματα, υπουργηλίκια και διευθυντηλίκια. Την απαράδεχτη αυτή κατάσταση πραγμάτων δεν ανέχτηκαν οι αρχηγοί του αγώνα και πρώτος στους πρώτους ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Αλλά και ο Μακρυγιάννης, κι ο Πλαπούτας, ανιψιός του Κολοκοτρώνη με το γάμο του με την ανιψιά του Γέρου, ο Μαμούρης, ο γιός του Κολοκοτρώνη ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, όλοι οι οπλαρχηγοί του αγώνα έβλεπαν με δυσπιστία τους νέους δυνάστες και τους συνεταίρους τους: Μαυροκορδάτους, Κωλέττηδες, Μεταξάδες… που είχαν μάθει από πριν να ξεπουλούν τα ελληνικά συμφέροντα (σε Άγγλους, Γάλλους, Ρώσους) για τα ξένα.
Την ίδια τακτική ετήρησαν και κάτω από τους Βαυαρούς. Δέχονταν οφίτσια και πλούσιες επιχορηγήσεις, αποχτώντας περιουσίες, που δεν τολμούσαν να τις ονειρευτούν, ανεχόμενοι τον εξευτελισμό των ελευθερωτών, και μετέχοντας στα στημένα κατηγορητήρια κατά των αγωνιστών για συνωμοσίες κατά της βασιλείας και προδοσίες.
Οι αδίσταχτοι Βαυαροί, που αυτοί κυβερνούσαν το φτωχό και μικρό ελληνικό κρατίδιο έχοντας εξασφαλίσει και την υποστήριξη απάτριδων Ελλήνων, προχωρούσαν με έντεχνο προγραμματισμό στον παραμερισμό και στην εξόντωση των υγιών στοιχείων, που τους έμπαιναν εμπόδιο στα σχέδια εκγερμανισμού και υλικής εκμετάλλευσης των πατριωτών.
Και πρώτα – πρώτα έπρεπε να φύγει από τη μέση ο Κολοκοτρώνης. Για το σκοπό αυτό έφτιαχναν ψευδομάρτυρες και σκηνοθετούσαν δίκες. Και μαζί με τον Κολοκοτρώνη κι ο Πλαπούτας υπήρξαν τα πρώτα εξιλαστήρια θύματα. Τα πρώτα κρατητήρια, τους πρώτους διωγμούς γνώρισε ο Κολοκοτρώνης το 1833 υπό τη διακυβέρνηση της Αντιβασιλείας. Φυλακίστηκε τότε μαζί με τον Κολοκοτρώνη και ο γιός του, ο Γενναίος, και ο Πλαπούτας, ο Ν. Μούκουρας, ο Κωνστ. Πελοπίδας, που ήταν γιατρός και μεγάλο στέλεχος της Φιλικής Εταιρείας, και άλλοι.
Στις 10 Ιανουαρίου είχαν κινήσει από την Κέρκυρα τα τρία συμμαχικά πολεμικά και τα μεταγωγικά με το στρατό, συνοδεύοντας τον Όθωνα στην Ελλάδα. Η είδηση έφτασε στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα ακόμη της Ελλάδας, με τον παλιό τρόπο: με φωτιές που άναβαν από βουνό σε βουνό. Έγινε συγκινημένη ενθουσιαστική υποδοχή του συμπαθέστατου νεαρού βασιλιά, που ο ελληνικός λαός τον έβλεπε εκπρόσωπο της απελευθέρωσής του και ορόσημο της μετάβασής του από την τετρακοσιόχρονη σκλαβιά στη λευτεριά — Από τις πρώτες επιθυμίες που είχε εκφράσει ο Όθωνας ήταν να επιτραπεί στον αρχηγό των παλικαριών, τον Κολοκοτρώνη, να μπει στο Ναύπλιο, αλλά ξαρμάτωτος, όχι πάνω στο άλογο, και με την προστατευτική συνοδεία γαλλικής φρουράς. Είχε επικηρυχθεί η ζωή του σε πέντε χιλιάδες φράγκα ως αμοιβή σε κείνον που θα προσκόμιζε την κεφαλή του νικητή του Δράμαλη στο κυβερνείο… στους Επιτρόπους της Β. Αντιβασιλείας! Ο Κολοκοτρώνης δέχτηκε τους μειωτικούς όρους κι έδωσε τόπο στην οργή, ελπίζοντας πως η παρουσία του βασιλιά θα έβαζε κάποτε φραγμό στις ατασθαλίες ντόπιων και Βαυαρών.
Δυστυχώς υπάρχουν στα χρονικά των πολιτικών εξελίξεων περιπτώσεις, που η διαβολή, το ψεύδος και η συκοφαντία προτρέχουν της αποκατάστασης της αλήθειας. Εξάλλου κι ο ίδιος ο Όθωνας δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τις δολοπλοκίες που εξυφαίνονταν μπρος στα μάτια του. Περισσότερο πίστευε τους συμπατριώτες του Βαυαρούς και το αρχοντολόι, που τον κολάκευε και τον περιστοίχιζε παρά τους ταπεινούς, τους φτωχοντυμένους και συνεσταλμένους λαϊκούς ήρωες.
Πατρίδα του Κολοκοτρώνη ήταν το χωριό της Καρύταινας Λιμποβίτσι, εκεί γεννήθηκε το 1770, όπου ο γέρος κατά το έθιμο των Μανιατών, είχε χτίσει πύργο, απ’ όπου να μπορεί να χτυπά τον εχθρό, σε ώρα επιδρομής. Με τον ερχομό του Όθωνα, που τον έβλεπε σαν κατακλείδα των εχθροπραξιών, και θέλοντας έμπρακτα να δείξει τη χαρά του, σ’ αυτό το νέο παιδί που το ’βλεπε, όπως ειπώθηκε, σαν το συμβόλαιο της απελευθέρωσης, του δώρισε τον πύργο του με τούτα τα λόγια: «… Παρουσίασα στον Όθωνα μια αναφορά και του επρόσφερα το κάστρο της Καρύταινας, το οποίον είχα φτιάξει με τα έξοδά μου. Έλεγα εις την αναφοράν μου ότι το κάστρο το έφτιασα δια να χρησιμεύσει εις την ανάγκην της πατρίδος μας, τώρα δεν μου χρησιμεύει πλέον και σας το προσφέρω».
Μα και τον Απρίλη της ίδιας χρονιάς 1833, που κατέβηκε στην Ελλάδα ο αδελφός του Όθωνα, ο Μαξιμιλιανός, κι αυτόν δεν τον άφησε παραπονεμένο. Διέδιδε ο Μαξιμιλιανός, πως του αρέσει να συγκεντρώνει κειμήλια του αγώνα, κι ο φιλότιμος αγωνιστής ικανοποίησε και εκείνου την επιθυμία στέλνοντάς του ως δώρο το σπαθί του. Πως το ’λεγε ο Σολωμός; «Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ κι αγαπημένε, πάντοτ’ ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε…»
Το 1833 ο Κολοκοτρώνης και μεγάλος αριθμός αγωνιστών γνώρισαν το κλείσιμο στο κάτεργο του Ιτς καλέ, την Ακροναυπλία, και το 1834, με τη δίκη που επακολούθηοε, Κολοκοτρώνης και Πλαπούτας καταδικάστηκαν εις θάνατον. Και εις την επονείδιστον εκείνη δίκη εμειοψήφισαν, προς τιμήν τους, οι: Γ. Τερτσέτης και Αθαν. Πολυζωίδης, αλλά η απόφαση παρέμεινε καταδικαστική.
Το 1835, με την ενηλικίωση του Όθωνα και την ανακήρυξή του σε βασιλέα, η ποινή του θανάτου μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη, και σε λίγο οι δυο αγωνιστές της λευτεριάς αποφυλακίστηκαν.
Αξίζει να προσθέσουμε ότι ο Γέρος του Μωριά, κλέφτης, αρματωλός, φιλικός, οπλαρχηγός, και επάξιος συντελεστής της ελληνικής λευτεριάς από τον τουρκικό ζυγό, πέθανε το 1843 μια νύχτα, από αιφνίδιο θάνατο, από κεραυνοβόλο αποπληξία, επιστρέφοντας από το χορό των Ανακτόρων — αυτά είναι τα απρόοπτα της ζωής — όπου είχε διασκεδάσει ρίχνοντας στη λήθη τις αγωνίες, τα χτυπήματα, τα κυνηγητά, τις δίκες και καταδίκες, που είχε υποστεί από την καμαρίλα των ανακτόρων.
Αθήνα 10 Ιανουαρίου 1977
Έλλη Αλεξίου