«Ρισελιέ» του Πιέρ-Φιλίπ Σεβινί
Το πολιτικό σινεμά του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη Πιέρ-Φιλίπ Σεβινί καταγγέλλει τη σύγχρονη νομιμοποιημένη δουλεία.
Όταν η Αριάν επιστρέφει στο πατρικό της σπίτι που βρίσκεται στο Ρισελιέ του Κεμπέκ, στον Καναδά, μετά από έναν αποτυχημένο γάμο, στην αποτυχία του οποίου συνυπεύθυνη είναι και η ίδια, έρχεται αντιμέτωπη και με ένα άλλο δράμα μπροστά στο μέγεθος του οποίου, το προσωπικό της παρακάμπτεται. Για την ακρίβεια, εντάσσεται μέσα στο δράμα των μεταναστών από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και κυρίως από τη Γουατεμάλα, που σε άθλιες συνθήκες εργασίας μέσα από εξευτελιστικές εταιρικές συμβάσεις έρχονται να εργαστούν για λίγους μήνες στο εργοστάσιο επεξεργασίας καλαμποκιού που εδρεύει στην περιοχή κάτω από τη διοίκηση μιας γαλλικής εταιρείας. Και εντάσσεται το προσωπικό της δράμα στο συλλογικό δράμα των μεταναστών, γιατί συνειδητοποιεί και η ίδια -τώρα που βρίσκεται έξω από το «ασφαλές» οικογενειακό περιβάλλον που νόμιζε ότι θα δημιουργούσε με τον γάμο της – ότι η ανεργία, οι τράπεζες που καραδοκούν να αρπάξουν σπίτια, ο αγώνας για επιβίωση είναι πράγματα που δεν τα συναντάς μόνο στους απόκληρους της κοινωνίας (τους μετανάστες της Γουατεμάλας, στην προκειμένη) αλλά χτυπούν την πόρτα και της δικής σου ζωής.
Η Αριάν πιάνει δουλειά στο συγκεκριμένο εργοστάσιο ως μεταφράστρια, μεταφέροντας στη γλώσσα των ισπανόφωνων μεταναστών τη σκληρή γλώσσα της εργοδοσίας. Μόνο που η Αριάν δεν είναι η υπάλληλος που επιζητεί η διεύθυνση. Γιατί δεν υπακούει στους κανόνες που της επιβάλλονται. Δεν της το επιτρέπουν οι δικοί της ηθικοί κώδικες. Αδυνατεί να πνίξει τα συναισθήματα που την κατακλύζουν όταν βλέπει καθημερινά την εκμετάλλευση, τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας στις οποίες αναγκάζονται οι μετανάστες να εργάζονται, όταν βλέπει ότι το καθεστώς εργασίας τους κάτω από την επίσημη πολιτική του κράτους -είναι νόμιμοι εργάτες με υπογεγραμμένες συμβάσεις εργασίας που υπογράφονται όμως υπό τον φόβο και την απειλή της απόλυσης – στην πραγματικότητα δεν διαφέρει καθόλου από το καθεστώς μιας νομιμοποιημένης δουλείας.
Πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης ο Πιέρ Φιλίπ Σεβινί -που έχει γράψει και το σενάριο της ταινίας το οποίο βασίζεται σε πραγματικές ιστορίες μεταναστών μετά από έρευνα που πραγματοποίησε ο ίδιος για τις συνθήκες εργασίας τους- με πολλές επιρροές από τον κινηματογράφο των Λόουτς, Μπριζέ και αδελφών Νταρντέν, στήνει μια πολιτική ταινία που νομίζω ότι θα ήταν άδικο να την αναλύσουμε κάτω από αυστηρά κινηματογραφικούς όρους στο κατά πόσο πετυχημένη είναι. Ως πολιτική ταινία δείχνει αυτό που συγκαλύπτεται, δείχνει το καθαρό πρόσωπο του καπιταλισμού που στηρίζεται στην ιεραρχία. Μια ιεραρχία που δεν εξασφαλίζει σε κανέναν μια καλύτερη ζωή, αλλά τον κρατά όμηρο στα συμφέροντα του κεφαλαίου και που στοχεύει στην αποανθρωποποίηση όσων προσπαθούν να κρατηθούν σε αυτή, και πιστεύουν ότι πιάνοντας τους στόχους της εταιρείας θα μπορέσουν ενδεχομένως, να ανέβουν στα επόμενα σκαλιά της. Μόνο που κάθε σκαλί που ανεβαίνουν συνοδεύεται και από μία έκπτωση αξιών και από μία αποκτήνωση και από μία απομάκρυνση από τα συναισθήματα εκείνα που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο και που μπορούν να δημιουργήσουν υγιείς ανθρώπινες σχέσεις. Και ως πολιτική ταινία ο Σεβινί φροντίζει να μην πέσει σε μελοδραματισμούς, αλλά να αναδείξει μέσα στο εργασιακό κάτεργο των σύγχρονων κοινωνιών το ανθρώπινο στοιχείο, μέσα από το οποίο προβάλλεται, έστω και σε μικρό βαθμό, η αντίσταση των ανθρώπων που διατηρούν ακόμα, εκείνους τους κώδικες επικοινωνίας που λειτουργούν λυτρωτικά προς τους ίδιους, ακόμη και αν για τους πολλούς η ζωή τους θεωρείται αποτυχημένη.
Είναι εκείνοι οι κώδικες μέσα από τους οποίους λειτουργείς ελεύθερα ακούγοντας, και όχι αγνοώντας, τα όσα σου λέει η συνείδησή σου, ο αξιακός κόσμος που υπάρχει μέσα σου και που δεν θέλεις να βυθιστεί στην αφάνεια. Είναι που καταφέρνεις και απολαμβάνεις την ελευθερία των πράξεων σου, ακόμη κι αν γνωρίζεις ότι το αντίτιμο αυτής της ελευθερίας θα το πληρώσεις πολύ ακριβά. Είναι που στο πρόσωπο κάποιου αγνώστου, που όμως επέτρεψες στον εαυτό σου να τον πλησιάσει, υπερπηδώντας όλα τα εμπόδια που σου στερούν αυτή την ανθρώπινη επαφή, μπορεί να βρεις όσα στερήθηκες, όσα η κανονική, μέτρια, φορμαρισμένη ζωή που σου επέβαλλαν να ζεις αποδείχτηκε μια φυλακή για εσένα. Είναι που στο πρόσωπο αυτού του αγνώστου βλέπεις ένα φωτεινό μέλλον για το οποίο λες: «Ναι, άξιζε η αντίσταση…»
Η ταινία -που προβλήθηκε στο 29ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας και που κέρδισε το Βραβείο Κοινού καθώς και το Βραβείο της ΠΕΚΚ- για λόγους που δεν γνωρίζω, αλλά υποψιάζομαι, δυστυχώς από αυτή την εβδομάδα προβάλλεται σε έναν μόνο κινηματογράφο στο κέντρο της Αθήνας.
Μορφή μιας πολύ μικρής αντίστασης εκ μέρους μας, αποτελεί και η θέασή της.