Αγγελική Ραυτοπούλου – Για τον άνθρωπο, για τον συγγενή μας άνθρωπο πέρα από θρησκεία, χρώμα, γλώσσα…
“Μην κλαις γιατί εκιότεψαν
σπουδαίοι και μοιραίοι,
πανηγυράκι μιάς γιορτής
που σχόλασε πιωμένη….”
Εύχομαι από καρδιάς καλή δύναμη στον αγώνα μας για τον άνθρωπο, για τον συγγενή μας άνθρωπο πέρα από θρησκεία, χρώμα, γλώσσα. Αγγελική Ραυτοπούλου.
Α) ΕΚΤΕΛΕΣΗ
«Απατηθήκαμε, κύριοι, προσμένοντας την ποιητική εσθήτα να βάψει ματζέντα τον τετελεσμένο μας μέλλοντα και την βυζαντινή μας ανάσα να κρατήσει το ίσο»
Το σκέφτομαι πολύ!
Μπορώ να πω πως βασανίζομαι χωρίς έλεος! Και τα θαυμαστικά αυτά τον πόνο μου δηλώνουν.-Τελεία και παύλα.
Αγαπώ πολύ τον άνθρωπο, ό,τι κι αν γράψω, ό,τι κι αν ζωγραφίσω, ό,τι κι αν ονειρευτώ είναι για αυτόν, τον συγγενή μου άνθρωπο. Δεν μπορώ να χωρίσω και να διαχωρίσω. Στερούμαι της ικανότητος και όποτε γιορτές και πανηγύρια, θλίβομαι βαθύτατα. Δεν δύναμαι να καταστώ προϊόν του συστήματος εμπορίου κι έτσι χαρακτηρίζομαι ως αντικοινωνική κι αγενής. Οι καλοί χριστιανοί μου λένε να φάω, να πιω και να γλεντήσω άφοβα, καθότι δεν αμαρτάνω, αφού, βρε φίλε, έτσι είναι η ζωή δομημένη. Άλλοι πεινάνε, διψάνε, είναι άστεγοι κι εσύ οφείλεις δια τον πολιτισμό των ανθρώπων να ευχηθείς, να στολίσεις, να στολίζεσαι, έτσι σαν διάλειμμα να είσαι μέσα στον ματωμένο κόσμο. Όμως εγώ, το μικρό και τίποτα της άμμου της θαλάσσης, δυστυχώ, γιατί έχω μείνει παιδί που ταξιδεύει στου Κόπερφιλντ την ορφάνια. Κι έχω τύψεις, πολλές τύψεις, που μιά χρονιά ολάκερη δεν κατάφερα τίποτε να αλλάξω. Και πρέπει να ευχηθώ, να καταναλώσω και να κοιμηθώ ήσυχα και ήσυχη. Δεν θα είμαι πια εμπόδιο σε κανενός τα όνειρα, δεν θα είμαι η βελόνα στα άχυρα, μα το άχυρο στον άχαρο κι ανέραστο κόσμο. Και πρέπει να αφήσω το παιδί χωρίς πόδια στην άκρη, να κλείσω τα μάτια και να χαμογελάσω μες στον πολιτισμό που μου προσφέρει αφειδώς η πατρίς μου. Γιατί έχω τύχη, δεν γεννήθηκα στην Παλαιστίνη, στην Αφρική, στην γαλλική νήσο των αποικιοκρατών ευγενών με το γο. Μαντάμ ε μεσιέ, είμαι πολιτισμός!
Και να φανταστείτε πως από μικρή ένοιωθα τόση δύναμη, που θαρρούσα πως θα απλώσω το χέρι μου και θα αγκαλιάσω ανθρώπους, θάλασσες, δέντρα και πουλιά και με ένα «αχ» του ονείρου μου, έτσι αναίμακτα, όλοι θα είναι ευτυχείς στον κόκκινό μου πλανήτη.
Και μεγάλωσα κι άσπρισα και υποφέρω.
Για αυτόν τον συγγενή μου άνθρωπο π´ανάστημα δεν σηκώνει.
Άντε, καλοί μου χριστιανοί, γεννήστε την αγάπη κι αύριο εκτελέστε την πάλι για την αγάπη!
Μπερδεμένος κόσμος, μπερδεμένες έννοιες κι οι ευχές ματόκλαδα γερτά στον εκτελεσμένο κόσμο.
Β) ΜΙΑ ΒΡΑΧΝΑΔΑ
Αχ, καλοί, καλοί μου άνθρωποι,
τί μ´απόμεινε στην ζωή;
Μιά βραχνάδα ξερή κι ένα ζευγάρι ματογυάλια,
ούτε την χελιδόνα της αυλής δεν ενθυμούμαι πια. Ίσως γιατί η άνοιξη αργεί ή ίσως γιατί την άνοιξη η αφεντιά μου-πάντα αντιδραστική κι αδούλωτη στα φυσικά τερτίπια και καμώματα-πέφτει σε χειμερία νάρκη.
Τα ζουζουνίσματα σφόδρα με ενοχλούν, καθότι μου θυμίζουν ένα ελεύθερο έρωτα που ´χα στα μικράτα μου.
Σπιούνος έρωτας κι αδαής, ούτε το άλφα δεν ήξερε να καλλιγραφήσει κι έτσι, ώσπου να φτάσουμε στο σ´αγαπώ, πέρασε κι η αιωνιότητα.
Χρόνους πολλούς το ´χω καθιερώσει με τα χιόνια και τις βροχές εγώ να ζω την απόλυτη ανάσταση της φύσης.
Σας βλέπω που χαμογελάτε, δεν είστε οι πρώτοι με έλλειψη σκέψης. Βλέπετε η φύση δείχνει τα δόντια της κι οι παγωμένοι άνθρωποι πετούν την Διονυσιακή τους μάσκα και αποκαλύπτουν το πρόσωπό τους. Τί τυραννία κι αυτή! Βλέπω ξάφνου το απειλητικό πρόσωπο της γειτόνισσας, παγωμένο κι απαθές, να με στοχεύει με το βλέμμα. Της φαίνεται παράταιρο που γυμνός χορεύω μ´ ένα στεφάνι ξεραμένα λουλούδια στην κεφαλή. Και αυτή κάθε φορά με αποκαλεί σάτυρο.
Εκπαιδεύομαι, της λέω, καλή μου κυρία, εκπαιδεύομαι στα δύσκολα, εσείς κρυφτείτε μέσα στα σκεπάσματα κι αναλωθείτε σε ευχές και προσευχές. Κι αυτή τότε παίρνει το λιβανιστήρι κι αρχίζει τις ψαλμωδίες, με φτύνει τρεις φορές με θράσος κι έπειτα φτύνει τον κόρφο της. «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά», φωνάζει κι αρχίζουν να κοκκινίζουν μάγουλα και χείλη. Εγώ γελώ συνεχώς και χοροπηδώ ικανοποιημένος που έφερα την άνοιξη στα μάγουλά της. Κι αυτή αγνώμων και σιγανοπαπαδιά, καθώς είναι, καλεί την αστυνομία, σαν ευυπόληπτη πολίτης. Τρέχω εμπρός εγώ και ξοπίσω μου ο χωροφύλαξ κι ο αστυφύλαξ.
«Ακίνητος, ακίνητος», φωνάζουν κι εγώ περιχαρής φτάνω στο στέκι των αστέγων. Με σκεπάζουν με μιάν τρύπια κουβέρτα, αλλοιθωρίζουν οι σκέψεις μου μαζί με τα μάτια κι αναψοκοκκινίζω, καθώς με συνεπαίρνει το πάθος της εποχής.
Να φανταστείτε εμείς όλοι εδώ στην πλατεία αστέγων είμαστε οπαδοί της άνοιξης όλες τις εποχές. Δεν γιορτάζουμε γέννες και δεν λέμε κάλαντα, γιορτάζουμε μιάν ανάσταση της ελευθερίας μας. Δεν χρειαζόμαστε ούτε σπίτι, ούτε κρεβάτι, έχουμε τον ουρανό οροφή και χαιρόμαστε ιδιαιτέρως που δεν συμβιβαζόμαστε με τα ημερολόγια.
Είμαστε γενικώς και ειδικώς μιά νέα κάστα και τάξη ανθρώπων. Μπορώ να πω πως θεωρούμαστε νέο κίνημα και πολιτισμός. Αλλιώς πώς; Είμαστε η ατραξιόν του τσίρκου μιάς πολιτείας γεμάτης γειτόνισσες και πολιτσμάνους.
Και πολύ το χαιρόμαστε.
Καλοί μου, καλοί μου άνθρωποι,
τί μ´απόμεινε απ´την ζωή;
Γ) «Ανέμελη σκανδάλη»
Ποιος είπε πως στην άβυσσο
ποτέ δεν κατοικούνε
τ´αστέρια και το άγιο φως,
πως κάτω μας δεν σβηούνε;
Να έρθεις στον Αρχάγγελο
να ψιθυρίσεις ίσως
το δάκρυ σου και την ψυχή
και να σαλέψει μήπως
ο μύθος που σε τάισαν
και που σου αρνηθήκαν
αθάνατος να φτερουγά
μες στης ζωής την πλάνη..Και τότε εσύ ανέμελο
να βάλεις το στεφάνι
που σου παν´μεγαλόστομοι
κήρυκες και δασκάλοι
και να προτείνεις στήθια σου
τα ουράνιά σου κάλλη
να τους ποτίσεις μιαν λευκή
κι ανέμελη σκανδάλη..Μην κλαις γιατί εκιότεψαν
σπουδαίοι και μοιραίοι,
πανηγυράκι μιάς γιορτής
που σχόλασε πιωμένη
με αύρα και με λιόγερμα
φορτσάτοι κι ιδρωμένοι
και σε περάσαν για νυχτιά
που φεύγει κι επιμένει,
σε μιάν αυλή με ξέστερνο
της γνώσης το αλώνι
κι ας μείναν´ τούτοι ναυαγοί
τυχάρπαστοι και μόνοι..Συ θα τροχίσεις το σπαθί,
την λάμα του φονιά σου,
θα βγεις σε ξέφρενο στρατί
θα μάσεις την σοδειά σου
κι όπως και πάντα σου έκαμες
θα ρίξεις την ματιά σου
και την γεμάτη σου ψυχή
να κρέμεται στ´ αστέρια..Και δεν θα έχεις ποθυμιά
για τ´άδικά τους χέρια,
μόν´θα γνωρίζεις και θα λες
παραμυθάδες όλοι
σου έταξαν παράδεισο
και ήτανε στις κολάσεις,
ένας μπαξές όλο καρφιά
με πύρινα μαρτύρια..
Αγγελική Ραυτοπούλου
Εικόνα: Σινική μελάνη – Σειρά «Πνευματικός θάνατος»