Θρησκεία και Μαρξισμός

Σε έναν άσπλαχνο και ανειλικρινή κόσμο, όπου οι άνθρωποι δε βρίσκουν λύπηση και συμπόνια στη γη, γυρεύουν απεγνωσμένα, χωρίς καμιά βεβαιότητα και με ελλιπή και ελαττωματικά στοιχεία, παρηγοριά στα ανύπαρκτα πνεύματα των ουρανών…

Στο κείμενο  Γερμανο/γαλλικά Χρονικά του 1844, ο Μαρξ, μεταξύ των άλλων επιχειρημάτων, διατύπωσε και την περίφημη φράση: “η θρησκεία είναι το όπιο του λαού“.

Σύμφωνα με τον Μαρξ: “Ο άνθρωπος κάνει την θρησκεία, όχι η θρησκεία τον άνθρωπο”… 

Αυτοσυνείδηση είναι η ικανότητα του ατόμου να αναγνωρίζει και να κατανοεί σαφώς τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές του. Αυτή η έννοια συσχετίζεται με την αυτογνωσία και κατ’ επέκταση με την ικανότητα να διαχειρίζεται ο καθένας σωστά τις νοητικές και τις ψυχικές του καταστάσεις. Η αυτοσυνείδηση καθιστά τον άνθρωπο ικανό να εντοπίζει έγκαιρα  τις ισχυρές και αδύναμες πλευρές του, έτσι ώστε, να μπορεί να ασκεί πλήρη εσωτερικό έλεγχο και να συγκροτεί δημιουργικά τη συναισθηματική του νοημοσύνη. 

Άρα, η αυτοσυνείδηση είναι ο κορυφαίος παράγων για την προσωπική ανάπτυξη του ατόμου, αφού με αυτή μπορεί να διευκολύνει τη λήψη των σωστών αποφάσεων στη βάση πάντα της αντικειμενικής πραγματικότητας. 

Αντίθετα, η θρησκευτική πίστη είναι η φαντασιακή πραγμάτωση της ανθρώπινης ουσίας, όταν η ανθρώπινη υπόσταση δεν διαθέτει αληθινή εσωτερική πλήρωση.

Για τον Μαρξ, η αναμέτρηση του όντος με τη θρησκεία, είναι ένας ανήλεος αγώνας ενάντια στις αυταπάτες. Είναι η ανένδοτη προσπάθεια του πνεύματος των θνητών υπάρξεων, για την αποδόμηση του κυρίαρχου ιδεαλιστικού αρώματος της θρησκείας, που επιβάλλεται από τα ιδιοτελή συμφέροντα, που επιζητούν εντατικά από το θνητό ον που δεινοπαθεί, να παραβλέψει και να αδιαφορήσει για  την αλγεινή σύσταση του   πραγματικού κόσμου της ύλης και, να αποζητήσει μια απατηλή πεποίθηση λύτρωσης από τα πάνω.

Η θρησκευτική οδύνη απορρέει από την πραγματική οδύνη και αποτελεί συνάμα μια διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική οδύνη. Η θρησκεία, είναι ο ασυνείδητος στεναγμός του καταπιεσμένου όντος, που εις μάτην γυρεύει έλεος από την καρδιά ενός άκαρδου κόσμου ή  από την αμέτοχη ψυχή των ουράνιων δυνάμεων. 

Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Κατά συνέπεια, η κατάργηση της θρησκείας  αποτελεί δεδομένη συνθήκη προκειμένου να περάσει κάθε γνωστική ύπαρξη από την κατάσταση της ανεπάρκειας στην κατάσταση της επάρκειας, για να αφήσει πίσω της κάθε απατηλή εικασία, για να μπορέσει κάποτε να διεκδικήσει συλλογικά και οργανωμένα, το μερίδιο της πραγματικής γήινης ευτυχίας που της ανήκει. Θα εγκαταλειφθούν πάραυτα οι αυταπάτες γα την υπάρχουσα κατάσταση που ματώνει ανελέητα και πονά τη νόηση και την ύλη, μόνον αν αφανιστεί και εκμηδενιστεί τούτη η ωμή πραγματικότητα, που έχει άμεση ανάγκη τις αυταπάτες, το ξεγέλασμα των αισθήσεων και από την παγίδευση του νου. 

Η αξιολόγηση και η τεκμηριωμένη κριτική στο παγιωμένο σύνολο των αντιλήψεων και των πρακτικών που αφορά τον άνθρωπο και τη σχέση του με το θεό και, που φωτοστέφανο συγκροτεί η θρησκεία, σε συσχέτιση  πάντα με αυτό που υπάρχει και βοά στον κόσμο που καταποντίζεται σταθερά σε έναν φαύλο κύκλο στέρησης, αφόρητου πόνου και απροσμέτρητης οδύνης, αποτελεί μια αναγκαιότητα. 

Ο Μαρξ, βλέπει την θρησκεία ως κάτι το οποίο γεννιέται από τον ίδιο τον άνθρωπο, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες αγνωσίας, πλάνης, βίας και εκμετάλλευσης κι άρα δεν συνιστά φυσικό φαινόμενο. Με άλλα λόγια, το αντικείμενο της θρησκευτικής πίστης δεν είναι οντολογικά ανεξάρτητο από το μυαλό, από τα συναισθήματα  και από την κοινωνική ένταξη του απλού πολίτη.

Σε μια πιο δομική προσέγγιση, ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι η ανθρώπινη κοινωνία συγκροτείται με τέτοιο τρόπο, ώστε οι περισσότεροι άνθρωποι να ζούνε μέσα στη στέρηση των ενστίκτων, σε μια ανομολόγητη  υλική και πνευματική ανέχεια. Έτσι, πολύ συχνά η ανθρώπινη φύση κυριαρχείται από απελπισία, δεδομένου ότι δεν είναι σε θέση να ζήσει όπως θα επιθυμούσε κι όπως θα έπρεπε να ζήσει. Ζώντας μέσα μια τέτοια ολέθρια κατάσταση η ύπαρξη, νιώθει εντελώς αδύναμη και ανυπεράσπιστη μπροστά στο κοινωνικό αδιέξοδο, όπου δεν μπορεί να πραγματώσει την φύση ή την ουσία της.

Εφόσον όμως οι άνθρωποι δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους ή να ξεπεράσουν τις απογοητεύσεις τους στην υπάρχουσα κοινωνία της ακραίας ανισότητας, στην ”κοιλάδα των δακρύων”, όπως την ονοματίζει ο Μαρξ, φαντάζονται έναν άλλο κόσμο, πέραν του κόσμου τούτου, όπου όλες οι προσδοκίες τους, θα μπορέσουν να πάρουν πραγματική και αντικειμενική υπόσταση.

Επιζητούν έναν κόσμο που κυβερνάται από ένα ανώτερο Ον, στην οντότητα του οποίου  συγκροτούνται, σε ένα αρμονικό σύνολο, οι μέγιστες προσδοκίες του ανθρώπου. Με αυτόν τον τρόπο βρίσκουν παρηγοριά για την παρούσα δυστυχία τους και έτσι, μπορούν να δικαιολογήσουν τη διαιώνιση της απόγνωσης, της ερήμωσης και της απελπισίας. Στην άλλη ζωή λοιπόν!

Το τελικό πόρισμα του Μαρξ είναι ότι σε μια ”άκαρδη κοινωνία,” οι άνθρωποι δεν μπορούν παρά να αναζητήσουν παρηγοριά στον επέκεινα κόσμο..

Κάτω από τον ζυγό της έντονης καταπίεσης και δίχως να βλέπουν τρόπο να τον αποτινάξουν, οι θνητοί αντί να συνασπιστούν και να εναντιωθούν σε όλα εκείνα που τούς στερούν το φυσικό δικαίωμα της ζωής, στενάζουν κι  αυτός ο στεναγμός τους μετατρέπεται σε θρησκεία. 

Η θρησκεία, όμως, προσφέρει πρόσκαιρη ανακούφιση, όπως και το όπιο που προκαλεί σωματική και ψυχολογική εξάρτηση και, που αξιώνει όλο και μεγαλύτερη δόση για να επιφέρει τα ίδια κατασταλτικά αποτελέσματα

Επομένως, είναι πιο καλό και πιο χρήσιμο να αντιμετωπίζει κανείς τον κόσμο και την πραγματικότητα με ενσυναίσθηση κι όχι να  δραπετεύει στον ονειρώδη κόσμο της νάρκωσης των αισθήσεων και στην απώλεια των συναισθημάτων. Είναι προτιμότερο ο χαρισματικός άνθρωπος να προσπαθεί  να αλλάξει ριζικά την κοινωνία της αβεβαιότητας, από το να αναζητά καταφύγιο σε ένα φανταστικό υπερφυσικό βασίλειο.

Όπως έγραψε και ο Φόιερμπαχ: Ας κάνουμε την πολιτική θρησκεία, γιατί με τον πολιτικό λόγο κυβερνώνται οι λαοί… 

Σε όλες τις θρησκείες, κι ειδικά στις Αβρααμικές, καταγράφεται διάχυτο το στοιχείο του φόβου και της τιμωρίας του Θεού κι αυτό το γεγονός λειτουργεί σαν  ένας αγιάτρευτος  ηθικός τραυματισμός που προκαλεί εντεταμένο εσωτερικό  ψυχοσωματικό ταραγμό στον ανεπίγνωστο άνθρωπο.

“Η πίστη στους θεούς αποτελεί ένα πολύ αποτελεσματικό, πολιτικό εργαλείο που επινόησαν οι ηγεμόνες για να πειθαναγκάσουν τους υπηκόους τους να είναι πειθαρχημένοι και υπάκουοι.’’ Κατά τον Κριτία, ‘’η ανάγκη αυτή προέκυψε,  επειδή η νομοθεσία, μπορεί να απέτρεπε τους κακούς από τη διάπραξη εγκλημάτων στα φανερά, όμως αυτοί εξακολουθούσαν τον έκνομο βίο τους όταν κανείς δεν τους έβλεπε. Επινοήθηκαν λοιπόν οι θεοί που τα βλέπουν όλα και πάντα, έτσι ώστε να περιοριστεί  η παρανομία στα κρυφά…”

Ο Πρόδικος, εξετάζοντας το θέμα ανθρωπολογικά, ισχυρίστηκε πως ο άνθρωπος επινόησε τις θεότητες, από ευγνωμοσύνη για τα αγαθά που τού παρείχε η φύση. Δεν είναι τυχαίο, έλεγε, πως οι αρχαιότεροι θεοί σχετίζονται άμεσα με τα αγαθά που προσφέρει απλόχερα η γη στα όντα, όπως είναι η Δήμητρα (σιτάρι) ή την απόκτηση ευημερίας, όπως ο Διόνυσος (κρασί-διασκέδαση). 

Και κάθε φορά που αντιλαμβάνονταν τη ζωτική αξία κάποιου αγαθού και τη συνεισφορά του στην επιβίωση και στην πρόοδο, το θεοποιούσαν και γιόρταζαν λατρεύοντάς το. Έτσι έγινε με τον ήλιο, με τη σελήνη, με τα ποτάμια, με τη φωτιά…

Αυτή η ορθολογική ερμηνεία της θρησκευτικότητας του ανθρώπου εξηγεί γιατί η ονομασία ενός ωφέλιμου στοιχείου ταυτίζεται με το όνομα του αντίστοιχου θεού, ο οποίος θεωρείται και ο εφευρέτης αυτού του πράγματος (για παράδειγμα, η φωτιά ονομάζεται και Ήφαιστος, το τζάκι Εστία, η Γη ταυτίζεται με τη θεά Γαία). 

Παράλληλα, υπάρχει και η ερμηνεία του Δημόκριτου, ο οποίος ισχυριζόταν πως, το κίνητρο για την επινόηση των θεών ήταν ο φόβος για τα φαινόμενα της φύσης που απειλούσαν την ανθρώπινη ζωή.

Σύμφωνα με τον Μαχάτμα Γκάντι: Μου αρέσει ο Χριστός σας. Δεν μου αρέσουν οι χριστιανοί σας. Οι χριστιανοί σας είναι τόσο ανόμοιοι με τον Χριστό. Ο υλισμός που είναι άφθονος στις χριστιανικές χώρες, φαίνεται να αντιφάσκει με όσα έλεγε ο Ιησούς Χριστός, κι ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να λατρεύεις και τον Μαμμωνά και τον Θεό ταυτόχρονα…’”

Κατά τον ισχυρισμό των γραφών ο θεός έπλασε τον κόσμο, αλλά ο ιδιοτελής άνθρωπος επινόησε το χρήμα και επιχρύσωσε το θρόνο του θεού. Κι η ιστορία των ανθρώπων επιβεβαιώνει απόλυτα πως, όπου υπάρχει χρήμα και διαχείριση χρήματος, θεός δεν υπάρχει!

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: