Μπομπ Μάρλεϋ-Η ψυχή της ρέγκε μουσικής
Ταύτισε τη μορφή του όσο κανείς με τη ρέγκε μουσική, στην παγκόσμια διάδοση της οποίας συνέβαλε καθοριστικά. Οι πολιτικές πεποιθήσεις του Μάρλεϋ πιθανόν βρίσκονται πίσω από την απόπειρα δολοφονίας του το 1976.
Ο Μπομπ Μάρλεϋ γεννήθηκε σαν σήμερα το 1945 στο St. Ann Parish της Τζαμάικα. Η μητέρα του ήταν έφηβη κι ο πατέρας του, που αργότερα εγκατέλειψε την οικογένεια, ήταν λευκός πολύ μεγαλύτερης ηλικίας. Σημαντική επιρροή άσκησε πάνω το ο παιδικός του φίλος Νέβιλ Ο’ Ράιλυ Λίβινγκστον, γνωστός με το παρατσούκλι “Μπάνι”, ο οποίες έπεισε τον Μπομπ να μάθει κιθάρα. Καθώς ο πατέρας του Μπάνι σχετίστηκε με τη μητέρα του Μάρλεϋ, για ένα διάστημα οι οικογένειές τους έζησαν μαζί στο Κίνγκστον. Εκεί έζησαν σε μια από τις φτωχότερες γειτονιές της πόλης, το Trench Town. H περιοχή είχε μια αρκετά ζωντανή μουσική σκηνή, ενώ ο νεαρός Μάρλεϋ επηρεάστηκε κι από την αμερικανική μουσική που έφτανε μέσω ραδιοφώνου και τζουκ-μποξ. Ο Έλβις Πρίσλεϋ και ο Ρέι Τσαρλς συγκαταλέγονταν στους αγαπημένους του καλλιτέχνες.
Το πρώτο σινγκλ του Μάρλεϋ κυκλοφόρησε το 1962. Ως σόλο τραγουδιστής δε σημείωσε επιτυχία, έγινε όμως κάπως ευρύτερα γνωστός με το συγκρότημα Wailing Wailers, που δημιούργησε το 1963 με τους φίλους του Λίβινγκστον και Μάκιντος, ενώ αργότερα προστέθηκαν και οι Τζούνιορ Μπρέιθγουεητ, Μπέβερλυ Κέλσο και Τσέρυ Σμιθ. Το πρώτο τους τραγούδι “Simmer Down” κατέκτησε την κορυφή των τσαρτ της χώρας στις αρχές του 1964.
Παρά την επιτυχία που γνώρισε το συγκρότημα, οι οικονομικές δυσκολίες οδήγησαν τους Μπρέιθγουεητ, Κέλσο και Σμιθ να εγκαταλείψουν το γκρουπ. Ο Μάρλεϋ, μετά το γάμο του με τη Ρίτα Άντερσον το 1966 πήγε στις ΗΠΑ για οχτώ μήνες, όπου είχε μεταναστεύσει στο μεταξύ η μητέρα του. Επιστρέφοντας στη Τζαμάικα, αναμείχθηκε ενεργά με το κίνημα το Ρασταφάρι, ένα πολιτικό και θρησκευτικό ρεύμα που βασιζόταν στις πεποιθήσεις του Marcus Garvey, ηγέτη του Τζαμαϊκανού εθνικού κινήματος, την Παλαιά Διαθήκη και την αφρικανική κληρονομιά.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ο Μάρλεϋ συνεργάστηκε με τον ποπ τραγουδιστή Τζόνυ Νας, γράφοντάς του μεταξύ άλλων το “Stir it Up” , που έγινε παγκόσμια επιτυχία. Με τους Wailers είχε επίσης διάφορες επιτυχίες όπως “Trench Town Rock”, “Soul Rebel” και “Four Hundred Years”.
To πρώτο πλήρες άλμπουμ του συγκροτήματος ήρθε το 1972 με τίτλο “Catch a fire”, ενώ τον επόμενο χρόνο περιόδευσαν σε ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία, ηχογραφώντας μέσα στο ’73 και το επόμενο άλμπουμ τους “Burnin”, με το θρυλικό “I shot the Sheriff”, το οποίο χάρη στη διασκευή του Έρικ Κλάπτον το 1974 έγινε νούμερο 1 επιτυχία στις ΗΠΑ. Πριν την κυκλοφορία του άλμπουμ Natty Dread το 1975, τα δυο από τα τρία ιδρυτικά μέλη των Wailers αποφάσισαν να ακολουθήσουν σόλο καριέρα. Το άλμπουμ αποτύπωνε την πολιτική ένταση που υπήρχε στη Τζαμάικα μεταξύ του Λαϊκού Εθνικού Κόμματος και του Εργατικού Κόμματος της Τζαμάικα, η οποία κάποιες φορές οδηγούσε και σε βίαια επεισόδια. Το τραγούδι “Rebel Music” είχε ως πηγή έμπνευσης την εμπειρία του ίδιου του Μάρλεϋ τη νύχτα πριν τις εκλογές του ’72, όταν τον σταμάτησαν μέλη του στρατού, ενώ το Revolution ερμηνεύθηκε από πολλούς ως δήλωση στήριξης του Μάρλεϋ στο Λαϊκό Εθνικό Κόμμα.
Κατά την επόμενη περιοδεία τους, οι Wailers εμφανίστηκαν με τις I-threes, ένα γυναικείο συγκρότημα το οποίο περιελάμβανε τη Μάρσια Γκρίφιθς, τη γυναίκα του Μάρλεϋ, Ρίτα και την Τζούντυ Μόουγατ. Το συγκρότημα πλέον είχε μετονομαστεί σε Bob Marley&The Wailers, περιοδεύοντας ανά τον κόσμο. Στις ΗΠΑ το άλμπουμ Rastaman Vibration το 1976 κατάφερε να μπει στα τσαρτ. Το γνωστότερο τραγούδι του άλμπουμ είναι το “War”, του οποίου οι στίχοι βασίζονται σε ομιλία του Χαϊλέ Σελασιέ, του αυτοκράτορα της Αιθιοπίας, ο οποίος θεωρούνταν ένα είδος πνευματικού ηγέτου του κινήματος των Ρασταφάρι. Το τραγούδι πραγματεύεται μια Αφρική χωρίς καταπίεση, απελευθερωμένη από το ρατσισμό της αποικιοκρατικής κυριαρχίας.
Οι πολιτικές πεποιθήσεις του Μάρλεϋ πιθανόν βρίσκονται πίσω από την απόπειρα δολοφονίας του το 1976. Στις 3 Δεκέμβρη, στη διάρκεια πρόβας για προγραμματισμένη συναυλία στο Πάρκο Εθνικών Ηρώων του Κίνγκστον, ο ίδιος, η γυναίκα του και ο μάνατζερ του Ντον Τέιλορ πυροβολήθηκαν από ομάδα ενόπλων, ευτυχώς χωρίς θύματα. Ο Μάρλεϋ αποφάσισε τελικά να εμφανιστεί στη συναυλία, ωστόσο εγκατέλειψε τη χώρα μετά από αυτή την απόπειρα που δε διαλευκάνθηκε ποτέ.
Το 1977 κυκλοφόρησε το άλμπουμ “Exodus”, το οποίο ήδη από τον τίτλο παραπέμπει στη βιβλική Έξοδο του Μωϋσή, ενώ το ίδιο το τραγούδι αναφέρεται και στον επαναπατρισμό των απογόνων των σκλάβων στην Αφρική, κάτι που απηχεί πιθανόν τις ιδέες του Marcus Garvey. Μαζί με τα “Waiting in Vain” και “Jamming” εξασφάλισε την παραμονή του άλμπουμ στα τσαρτ της Μ. Βρετανίας, όπου ζούσε πια ο Μάρλεϋ, για πάνω από ένα χρόνο, ενώ σήμερα το άλμπουμ θεωρείται κλασικό.
Την ίδια χρονιά μετά τον τραυματισμό του μεγάλου δαχτύλου του ποδιού του, οι γιατροί του πρότειναν ακρωτηριασμό, καθώς ανακάλυψαν καρκινικά κύτταρα σε αυτό. Ο Μάρλεϋ αρνήθηκε την επέμβαση για λόγους θρησκευτικούς.
Το επόμενο άλμπουμ των Wailers ήταν το Kaya (1978), που ήταν κυρίως ερωτικού περιεχομένου. Τα τραγούδια “Satisfy my soul” και “Is this love” αποτελούν τις μεγαλύτερες επιτυχίες του δίσκου. Εκείνη τη χρονιά, στη διάρκεια του One Love Peace Concert στη Τζαμάικα, ο Μάρλεϋ κατόρθωσε να ενώσει με χειραψία των πρωθυπουργό της Τζαμάιας Michael Manley του Λαϊκού Εθνικού Κόμματος με τον ηγέτη του Εργατικού κόμματος Edward Seaga επί σκηνής. Επισκέφτηκε επίσης την Κένυα και την Αιθιοπία, πνευματική κοιτίδα των Ρασταφάρι. Το επόμενο άλμπουμ, “Survival” (1979) θεωρείται επηρεασμένο από τις εμπειρίες του στην Αφρική, καθώς καλούσε σε ενότητα τα αφρικανικά έθνη για τερματισμό της καταπίεσης. Τον επόμενο χρόνο, ο Μάρλεϋ με το συγκρότημά του εμφανίστηκαν στην τελετή ανεξαρτησίας της νεοσύστατης Ζιμπάμπουε.
Τεράστια διεθνή επιτυχία γνώρισε το άλμπουμ “Uprising” το 1980, ιδίως τα τραγούδια “Could you be loved” και “Redemption Song”. Στα πλαίσια της προώθησης της νέας τους δουλειάς, το συγκρότημα ταξίδεψε στην Ευρώπη, ωστόσο οι προγραμματισμένες συναυλίες στην Αμερική περιορίστηκαν σε μόνο τρεις, καθώς ο καρκίνος του Μάρλεϋ είχε πλέον κάνει μετάσταση σε όλο του το σώμα. Οι “εναλλακτικές” μέθοδοι θεραπείας που δοκίμασε στη Γερμανία, δε στάθηκαν ικανές να του χαρίσουν πάνω από λίγους μήνες ζωής, κι έτσι αποφάσισε να επιστρέψει στην Τζαμάικα, για να πεθάνει εκεί. Δυστυχώς, ο θάνατος τον βρήκε λίγο πριν ολοκληρώσει το ταξίδι του, στο Μαϊάμι της Φλόριντα στις 11 Μαϊου 1981. Πάνω από 30000 άτομα παραβρέθηκαν στην κηδεία του στο Κίνγκστον, με τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος να τραγουδούν κατά την τελετή. Στη διάρκεια της ζωής του, ο Μάρλεϋ είχε λάβει Τιμητικό Παράσημο από την κυβέρνηση της χώρας του, αλλά και το Μετάλλιο Ειρήνης του ΟΗΕ το 1980. Ταύτισε τη μορφή του όσο κανείς με τη ρέγκε μουσική, στην παγκόσμια διάδοση της οποίας συνέβαλε καθοριστικά. Το 1994 το όνομα του συμπεριλήφθηκε στο Rock and Roll Hall of Fame και μέχρι σήμερα οι δίσκοι του έχουν πουλήσει πάνω από 20 εκατομμύρια αντίτυπα.