Γιώργος Ηρακλέους – Πού πήγε ο κυρ’ Αλέξανδρος;
“Αχ λαγουτιέρη μου που παίζεις το λαγούτο σου στις στράτες,
μήπως τον είδες πάλι μοναχό να τριγυρνά στους δρόμους
με τις λαμπάδες τις λευκές και ευωδιαστό το μοσχολίβανο στα χέρια;…”
Το ποίημα αυτό αναφέρεται στους ήρωες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και αποτελεί μια παράκληση σωτηρίας από τις συμφορές μας. Γ. Η.
Πού πήγε ο κυρ’ Αλέξανδρος;
Πλάσματα παραπονεμένα από τις ατυχίες
ψάχνουν στ’ απόκεντρα και τις αυλές το άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι,
η Μεγαλόχαρη, η Ελεούσα αλησμόνησε και δεν παρακαλάει,
δεν μεσιτεύει πια, ούτε κοιτάει χάμω να σωθούμε…
Τι κι’ αν ανάψεις το κερί, τίποτα, πάνω δείχνει!
Ο χρησμωδός, ο φόβος κι’ ο λοιμός μας κυνηγάνε από παντού.
Πού πήγε ο κυρ’ Αλέξανδρος, πού χάθηκε;
Σε ποιο ξωκκλήσι μακρυνό, σε ποιο γιαλό από διάφανο γαλάζιο;
Σε ποιο όνειρο ερωτικό στο κύμα;
Γιατί δεν έρχεται να μας σκεπάσει με τις φτερούγες της παρηγοριάς;
Πού πήγε ο κυρ’ Αλέξανδρος με τη λευκή γενειάδα
και το μακρύ το ράσο του, το αγιασμένο από τη φτώχεια;
Σε ποια χαιρήμονα λειτουργία ν’ αποκοιμήθηκε;
Πέρασαν χρόνια και καιροί κι’ όλοι τονε γυρεύουν,
ο αγωγιάτης Θοδωρής, η φόνισσα Φραγκογιανού, το δύστυχο Κατερινιώ, μισής δουζίνας ορφανών μητέρα, η θεια-Αχτίτσα, η Σταχομαζώχτρα με μαραμένα στάχυα του αγρού στεφάνια στη μαντήλα
και ο Γιαννιός πεσμένος με έρωτα βαρύ στα χιόνια.
Αχ λαγουτιέρη μου που παίζεις το λαγούτο σου στις στράτες,
μήπως τον είδες πάλι μοναχό να τριγυρνά στους δρόμους
με τις λαμπάδες τις λευκές και ευωδιαστό το μοσχολίβανο στα χέρια;
Το ερπετό, το πάθος μας, ζητάει την μορφή του, εικόνισμα λυτρωτικό
και κλαίει ωραία το φεγγάρι από ψηλά με το δικό του δάκρυ.
Έγινε ο κόσμος ληνός σωμάτων και πατητήρι για ψυχές.
Πού νάναι ο κυρ’ Αλέξανδρος σ’ ετούτον τον τρελό αιώνα;
Να ψάλλει κατανυχτικά, βραχνά σηκώνοντας το βάρος της ζωής.
Κάνε Θεέ μου να μας θυμηθεί, νάρθει να ευλογήσει,
τα συναξάρια τα παλιά να μας διαβάσει πάλι,
να σηκωθεί ο ουρανός ψηλά απ’ τα κατάβαθα, πέρα ως πέρα ολόκληρη η γη μας να χορέψει.
Όλα τριγύρω να ντυθούνε γιορτινά κι’ η θάλασσα η σκοτεινή να σύρει μες το μαύρο της βυθό τα μάγια,
τα βάσανα και οι καημοί του κόσμου να βρούνε επιτέλους τελειωμό!