Και βαδίζουμε σε δρόμους χωριστούς
Ήταν ο θάνατος του πρώην πρωθυπουργού του ΠΑΣΟΚ Κ. Σημίτη και οι αντιδράσεις για την ταινία για τον Καζαντζίδη και την προσέλευση του κόσμου στην προβολή της που έδωσαν κάποιο σχήμα στην ύπαρξη δυο κόσμων που δεν μοιάζει να εφάπτονται, αλλά βαδίζουν δρόμους χωριστούς…
Στη χώρα μας, όταν πια με τη μεταπολίτευση η αστική μας τάξη με τις διώξεις, τους διωγμούς και τις δικτατορίες της εκδημοκρατισμένα και φιλολαϊκά προσπαθούσε να προσεταιριστεί τα λαϊκά στρώματα, ήταν η εσωτερίκευση των θεσμών της με πρότυπο τα ευρωπαϊκά δημοκρατικά κράτη που οδηγούσε στη συναίνεση για τις επιδιώξεις της. Και χρόνια τώρα, θέλει να κυριεύει το μυαλό, το φρόνημα, τις εικόνες τους, τις ιδέες τους. Χρόνια τώρα θέλει, χειραγωγώντας τους, να δέχονται το κοσμοείδωλο που τους προσφέρει από πάνω για να γνωρίσουν τον εαυτό τους, ένα είδωλο με βάση πολιτικές και κοινωνικές ανάγκες της κυρίαρχης τάξης των καπιταλιστών και των παρακλαδιών της που βρίσκονται έξω και σε αντίθεση με τον κόσμο των εργαζομένων.
Τον τελευταίο καιρό όμως δύο γεγονότα, που δεν φαίνονται μείζονος σημασίας, υπήρξαν ενδεικτικά για την αποτελεσματικότητα της χειραγώγησης της συνείδησης των εργαζομένων από τις ηγετικές ομάδες. Ήταν ο θάνατος του πρώην πρωθυπουργού του ΠΑΣΟΚ Κ. Σημίτη και οι αντιδράσεις για την ταινία για τον Καζαντζίδη και την προσέλευση του κόσμου στην προβολή της που έδωσαν κάποιο σχήμα στην ύπαρξη δυο κόσμων που δεν μοιάζει να εφάπτονται, αλλά βαδίζουν δρόμους χωριστούς.
Από τη μια, η προσπάθεια της πολιτικής ηγεσίας να δικαιώσει το παρόν της εξωραΐζοντας το πρόσφατο παρελθόν της, όπως το εκπροσωπούσε ο Κ. Σημίτης, με σύσσωμα τα αστικά κόμματα να επαινούν την πολιτική του, ενώ ο κόσμος που βίωσε τις συνέπειές της αδιαφόρησε και δεν πείστηκε κι αυτό φάνηκε από την απουσία του στην κηδεία. Από την άλλη, η αθρόα προσέλευση θεατών στην ταινία για τον Καζαντζίδη, αλλά κυρίως ο διάλογος που άνοιξε με αφορμή την ταινία για τον λαϊκό τραγουδιστή μοιάζει να σηματοδοτεί ένα διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στον πολύ κόσμο της εργασίας και σε κοινωνικά στρώματα που περιστρέφονται γύρω από ηγεμονικές ομάδες. Μοιάζει σαν να θολώνει αυτό το κοσμοείδωλο για το λαό που περιέφερε χρόνια τώρα η άρχουσα τάξη, περισσότερο για να τον κολακέψει. Η πίστη στη διαχρονικότητα αυτού του κοσμοειδώλου οικοδομήθηκε σ’ όλη τη μεταπολίτευση από πρόθυμους διανοούμενους και πολιτικούς. Οι οποίοι ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής αναφέρονταν σ’ ένα λαό, έτσι αόριστα και γενικά πέρα από συγκεκριμένες τάξεις και στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, την πάλη τους και την ιστορικότητά τους, ο οποίος αφουγκράζεται τις ανάγκες των καιρών, που συμπίπτουν βέβαια με τα καπιταλιστικά συμφέροντα, που παλεύει και αντιστέκεται και εξυπηρετούσε την άρχουσα τάξη για να επιτύχει τη διαταξική συναίνεση.
Και ήρθε η ταινία για τον Καζαντζίδη για να γίνει αντιληπτή και από τους ποικίλους αυλικούς της εξουσίας η ταξική ρωγμή που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία και αρνούνται να τη δουν στις αγωνιστικές διεκδικήσεις και κινητοποιήσεις των εργαζομένων. Η αθρόα προσέλευση θεατών στην ταινία για τον Καζαντζίδη, αλλά κυρίως οι προβληματισμοί για την συνεχή λατρεία προς αυτόν ίσως αντανακλούν την πολιτιστική ανακατάταξη που έχει συντελεστεί και χαρακτηρίζεται από μια αμφισβήτηση του εξευρωπαϊσμού και από την επανοικειοποίηση της λαϊκής κουλτούρας από τις εργατικές τάξεις. Και αυτή η επανοικειοποίηση πιθανόν να μαρτυρεί την επιθυμία να αμφισβητήσουν ένα σύστημα που διατηρεί την υποταγή τους στη βάση της πολιτιστικής πυραμίδας και που τους επιβάλλει μια ενιαία επίσημη πολιτιστική ταυτότητα, εκπορευόμενη εξ Ευρωπαϊκής Ένωσης, σαν όραμα για την πραγματικότητα, που είναι η κληρονομιά της διακυβέρνησης Σημίτη.
Η ταινία για τον Καζαντζίδη έγινε αφορμή για να γίνει εμφανής η βαθιά και περίπλοκη κληρονομιά του. Τα τραγούδια του με τη δική του φωνή είναι συνυφασμένα με τον ιστό της ελληνικής κοινωνίας, τότε που ακούγονταν από τα ηχεία των ταξί, των καταστημάτων, των εστιατορίων, των σπιτιών όλες τις ώρες. Τα τραγούδια του ήταν ένα μεγάλο μέρος του ηχητικού τοπίου στις συνοικίες των πόλεων και των χωριών που τα καθόριζε. Ένα τέταρτο σχεδόν του αιώνα από τον θάνατό του και πολλοί άνθρωποι φαίνεται να νιώθουν ακόμα συνδεδεμένοι μαζί του. Είναι που τα τραγούδια του ζωντάνευαν και απηχούσαν στη ζωή αυτών που τον άκουγαν, καθώς αντικατόπτριζαν τα ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της εποχής. Ήταν τραγούδια για την πραγματικότητα που βίωναν οι φτωχοί κι αδικημένοι στη χώρα μας. Σαν ο καθένας ν’ άκουγε τη δική του ιστορία στα τραγούδια του, που μιλούσαν για την ξενιτειά, την αγάπη, την φτώχεια, την απώλεια και πολλά ήταν ανοιχτά σε ερμηνείες που περιλάμβαναν διπλή σημασία, με κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο. Δεν ήταν βέβαια επαναστατικά τραγούδια. Ήταν όμως τα δικά τους τραγούδια, τα τραγούδια του πόνου των φτωχών και καταφρονημένων, που είχαν νικηθεί στον αγώνα τους την προηγούμενη δεκαετία. Η φωνή του αποκάλυπτε την οδύνη της κοινωνικής πραγματικότητας που ζούσαν. Τα τραγούδια του ένωναν τους φτωχούς, έδιναν μια συναισθηματική απάντηση και οριοθετούσαν ποιοι είναι αυτοί διαχωρίζοντάς τους από τους άλλους, τους πλούσιους. Μπορούσαν λοιπόν να διαμορφώσουν και ταξική συνείδηση.
Όμως τα τραγούδια με τη φωνή του, που την ένιωθαν οι εργάτες και οι ξενιτεμένοι δική τους και οικεία, για πολλούς που δεν μεγάλωσαν ακούγοντάς τα ή δεν ήταν συνηθισμένοι στα λαϊκά τραγούδια, θύμιζαν μόνο φτώχεια και μιζέρια, που θα έπρεπε σε μια αναπτυσσόμενη χώρα να κρύβονται. Και δεν ήταν μόνο οι αστοί που τα ένιωθαν σαν ξένα τα λαϊκά τραγούδια. Μεταπολεμικά πολλοί μικροαστοί με διακαή πόθο την ανέλιξή τους, που αντιμετώπιζαν τη σύγχυση της δυτικής υπεροχής και την κληρονομιά της φτώχειας, είχαν μια περιφρόνηση για την ατέλειωτη παρουσία των τραγουδιών του στην καθημερινότητά τους. Τους υπενθύμιζε αρκετά υπερβολικά ότι δεν ήταν αρκετά πλούσιοι, δυτικοί και πολιτισμένοι. Και είναι αυτοί που τώρα, για να ερμηνεύσουν την απήχηση των τραγουδιών και το βιογραφικό του Καζαντζίδη υιοθετούν μια οπτική ταυτότητας, ξιφουλκώντας ενάντια στην πατριαρχία και την «τοξική αρρενωπότητα».
Καθώς όμως εδώ και δεκαπέντε χρόνια η οικονομική κρίση είναι συνεχώς παρούσα, παρά τις διαβεβαιώσεις για αποκατάσταση μιας κανονικότητας, πάρα πολλοί βιώνουν τον αποκλεισμό, ανίκανοι να ταυτιστούν με την ευρωπαϊκή Δύση που δεκαετίες τρέχουμε ασθμαίνοντας να φτάσουμε. Αυτό το αίσθημα αποκλεισμού από την ευρωπαϊκή «οικογένεια» που βιώνουν οι Έλληνες από την περίοδο της οικονομικής κρίσης μοιάζει να γεννά μια νοσταλγική επιθυμία για το πρόσφατο παρελθόν πριν από την κρίση. Από τις εργατικές τάξεις ο τρόπος ζωής που συνόδευε τον διαφημιζόμενο εκσυγχρονισμό της χώρας καθώς και οι «προοδευτικές» αξίες που υιοθετήθηκαν, τουλάχιστον σε επιφανειακό επίπεδο για να δικαιολογήσουν επιλογές εξαθλίωσης των λαϊκών στρωμάτων, τίθενται υπό αμφισβήτηση. Υπό αυτή την έννοια, η δυτική νεωτερικότητα που κατασκευάστηκε και επιβλήθηκε στις εργατικές τάξεις απορρίπτεται συμβολικά υπέρ της επανασύνδεσης με έναν λαϊκό πολιτισμό, στον οποίο περιλαμβάνεται ο Καζαντζίδης, από τον οποίο προέρχονται και εκτιμάται ξανά η παραδοσιακή αυθεντικότητα.
Ελλοχεύει όμως και ο κίνδυνος να απορρίπτεται ο επιβεβλημένος εξευρωπαϊσμός, που θεωρείται το επίκεντρο της διαρκούς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, υπέρ της εκ νέου ανακάλυψης χαμένων αξιών και μάλιστα των πιο συντηρητικών και αντιδραστικών. Γιατί όλες οι εκφάνσεις πολιτισμού διαμεσολαβούνται από επιχειρήσεις και εταιρείες και η επανασύνδεση μ’ ένα λαϊκό πολιτισμό μπορεί να γίνεται απ’ αυτές τόσο επιλεκτικά, ώστε να συνάδει με τις επιθυμίες της κυρίαρχης τάξης. Και όπως η ωραιοποίηση του παρόντος έχει εξαλείψει ταξικές διαφορές και κοινωνικές συγκρούσεις, αναζητώντας εναγωνίως την ατομική ευδαιμονία, με την φτώχεια να αγνοείται σκανδαλωδώς, το ίδιο μπορεί να συμβεί και με αναβιώσεις ενός παραποιημένου παρελθόντος.
Συγχρόνως όμως, επειδή από το παρελθόν μπορεί να ανασύρονται στοιχεία που αντιτίθενται στην ηγεμονική ιδεολογία που επιβάλλεται, διαμορφώνοντας κοινωνικές συνειδήσεις, γι’ αυτό και η νοσταλγική επιθυμία όπως εκδηλώθηκε με την αναβίωση των τραγουδιών του Καζαντζίδη μπορεί να περιέχει και σπέρματα χειραφετικής διάστασης που να οδηγούν στην αμφισβήτηση της υπάρχουσας κατάστασης.