Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Δίπτυχο» του Μιχάλη Γκανά

“Τα Σάββατα πρωί πρωί στη λαϊκή,
κόκκινα μήλα, πράσινα μαρούλια
και σέλινα με τα μαλλιά λυμένα.
Η φύση, μπόλικη και χύμα, της διδάσκει
πως δεν πεθαίνουνε τα μήλα από λύπη…”

Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας, στις 17 Γενάρη του 1944.

Στα χρόνια του εμφυλίου η οικογένειά του ακολούθησε τους κατοίκους του χωριού, καταφεύγοντας στις σοσιαλιστικές χώρες, αφού κυνηγήθηκαν από τον Εθνικό Στρατό. Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στο χωριό Μπελογιάννης της Λαϊκής Δημοκρατίας Ουγγαρίας.

Όταν επέστρεψε στην Ελλαδα, το 1962, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να την τελειώσει.

Ο Μιχάλης Γκανάς εργάστηκε ως βιβλιοπώλης, επιμελητής τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών και ως κειμενογράφος.

Έχει τιμηθεί με διάφορα βραβεία. Μεταξύ αυτών είναι και το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου του.

Έργα του – Ποίηση: Ακάθιστος Δείπνος (1978), Μαύρα Λιθάρια (1980), Γυάλινα Γιάννενα (1989), Παραλογή (1993), Τα μικρά (2000), Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς, τραγούδια, Ο ύπνος του καπνιστή (2003), Άψινθος (2012) Ποιήματα 1978 – 2012  (2013)

Μητριά πατρίδα (αφήγημα – 1981), Γυναικών, μικρές και πολύ μικρές ιστορίες (2010).

Μετέφρασε τις Νεφέλες του Αριστοφάνη, για το Θέατρο Τέχνης – Κάρολος Κουν, τους Επτά επί Θήβας του Αισχύλου, για το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πατρών και το Άσμα Ασμάτων (ελεύθερη απόδοση).

Στίχους του έχουν μελοποιήσει οι Νίκος Ξυδάκης, Μίκης Θεοδωράκης, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Νίκος Μαμαγκάκης, Θανάσης Γκαϊφύλλιας, Άρα Ντινκτζιάν και άλλοι.

Ο Μιχάλης Γκανάς  έφυγε από τη ζωή, στις 12 Νοέμβρη 2024, στην Αθήνα.

Το ποίημα που φιλοξενεί σήμερα η στήλη εμπεριέχεται στα “Γυάλινα Γιάννενα” – Από την ποιητική συλλογή: Μιχάλης Γκανάς Ποιήματα 1978 – 2012, εκδ. “Μελάνι”.

*

Δίπτυχο

Ι

Με τα γυμνά της πόδια στις βατιές,

άσπρα λαγωνικά,

και τούφες τούφες τα μαλλιά

να τα ξασπρίζει ο χρόνος ή μήπως

ήταν ο αέρας. Αέρας θα ‘τανε

και δυνατή βροχή, σχισμή του βράχου

κι αντάρα που χαμήλωνε

σαν την ποδιά της, κρύβοντας το βουνό.

 

Εκεί στο βράχο κι η καλή της ηλακάτη

τουλούπες έγνεθε και φονικά,

έζωσε μοναστήρια με το νήμα της,

έδεσε σπίτια κι έσυρε καράβια,

ώσπου κουράστηκαν τ’ αρθριτικά της χέρια.

 

Περνούν λαγοί στον ύπνο της κι αγρίμια,

κάνει να τα χαϊδέψει και τα πνίγει,

σπαράζουνε τα τρυφερά κορμιά τους

την ξυπνούν. Κοιτάζει το σκοτάδι,

δε μιλάει, καντήλι δεν ανάβει πια,

της το ‘σβησε δυο τρεις φορές

αέρας δυνατός.

Ποιος να φυσούσε κι από πού,

πόρτες παράθυρα κλειστά.

 

ΙΙ

 

Χώρισαν και χαθήκανε

στην ίδια γειτονιά, στους ίδιους δρόμους.

Εκείνη γύριζε και γύρευε

σ’ άλλα κορμιά τη μουσική του.

Απελπίστηκε, παντρεύτηκε μια μέρα.

 

Τον ξέχασε κι αυτόν και το κορμί της,

έγινε σύζυγος, μητέρα,

πρώτη ξαδέλφη όλων των απελπισμένων.

Τους βλέπει κάθε βράδυ στην TV.

Αδύνατον να πάει στο κρεβάτι

ώσπου να πέσουν χιόνια στην οθόνη.

Τη γαληνεύει αυτό το άσπρο  – ένα τίποτε –

κι έτσι την παίρνει ο ύπνος.

 

Αλλού βλασταίνουν σώματα καινούργια,

δίνουνε όρκους κι επιμένουν στην αγάπη.

Την απελπίζει τόση ελπίδα.

 

Τα Σάββατα πρωί πρωί στη λαϊκή,

κόκκινα μήλα, πράσινα μαρούλια

και σέλινα με τα μαλλιά λυμένα.

Η φύση, μπόλικη και χύμα, της διδάσκει

πως δεν πεθαίνουνε τα μήλα από λύπη.

Και αναβάλλει μέχρι τ’ άλλο Σάββατο.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: