“Απρίλης / April”, της Ντέα Κουλουμπεγκασβίλι (Γεωργία, 2024)

Το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματος, για πολλές γυναίκες στον κόσμο, εξακολουθεί να αποτελεί ένα άπιαστο όνειρο…

Η ερωτική επαφή που αναζητά η Νίνα, ψάχνοντας με το αυτοκίνητό της στους λασπωμένους δρόμους των χωριών της Γεωργίας άγνωστους ερωτικούς συντρόφους, δεν έχει ίχνος συναισθηματισμού. Η ερωτική πράξη για τη Νίνα είναι ψυχρή, διεκπεραιωτική, στοχεύοντας μόνο στην ερωτική της εκτόνωση, χωρίς καμία προσπάθεια έστω και στοιχειώδους προσωπικής σύνδεσης με τον άλλον. Άραγε είναι μια μορφή εκδίκησης προς την πατριαρχία που δεσπόζει στην περιοχή που ζει και εργάζεται ως γυναικολόγος η Νίνα; 

Η Νίνα είναι πολύ τρυφερή με τις νεαρές γυναίκες που καταφεύγουν σε αυτήν για παράνομη έκτρωση και είναι πρόθυμη να τους παράσχει κάθε βοήθεια, αψηφώντας τους νόμους που απαγορεύουν την αντισύλληψη και τις αμβλώσεις. Είναι η μοναδική τους βοήθεια. Εκεί που καταφεύγουν, προκειμένου να απαλλαχτούν από ένα ανεπιθύμητο μωρό που η γέννησή του θα αλλάξει ριζικά τη ζωή τους οδηγώντας τες σε έναν μονόδρομο που δεν επιθυμούν. Η Νίνα γνωρίζει ότι για τις γυναίκες αυτές αποτελεί τη μοναδική ελπίδα σωτηρίας. Ωστόσο, αυτό που κυρίως επιδιώκει είναι να δώσει τη δυνατότητα σε αυτές τις γυναίκες να γνωρίζουν. Και γνωρίζοντας να μπορούν να αποκτήσουν το δικαίωμα της επιλογής. Βέβαια σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, με τη γυναίκα να βρίσκεται πάντα στη σκιά, τα περιθώρια επιλογής περιορίζονται κατά πολύ. Ακόμη και η Νίνα δεν μπορεί να ξεφύγει από το ασφυκτικό καταπιεστικό πλαίσιο στο οποίο και η ίδια ζει. 

Το μοναδικό στοιχείο που γνωρίζουμε για τη ζωή της Νίνα είναι το περιστατικό που περιγράφει σε έναν άγνωστο άνδρα, όπου σε μικρή ηλικία όταν η αδελφή της κινδύνεψε στα λασπωμένα νερά μιας λίμνης που την κρατούσουν καθηλωμένη και δεν μπορούσε εύκολα να κινηθεί, η Νίνα καθηλώθηκε και η ίδια από έναν πολύ μεγάλο φόβο. Δεν μπορούσε να αφήσει την αδελφή της μόνη της, γιατί φοβόταν ότι αν έφευγε να ζητήσει βοήθεια, δεν θα ξανάβρισκε την αδελφή της, αλλά δεν μπορούσε και να πέσει στη λίμνη να την σώσει, γιατί ο φόβος της την κρατούσε ακίνητη… Μέσα σε ένα πολύ μικρό διάστημα, σε μικρή ηλικία, η Νίνα έρχεται σε επαφή με το συναίσθημα εκείνου του τρομακτικού φόβου που σε καθηλώνει, σε βαλτώνει, έτσι που ενώ νιώθεις έντονα την ανάγκη να βοηθήσεις, στο τέλος παραμένεις απαθής και η απάθειά σου μπορεί να αποβεί καταστροφική για τον άλλον, αλλά και για εσένα…

Αυτή την απάθεια προσπαθεί να αποβάλλει στην ενήλικη ζωή της η Νίνα. Γι’ αυτό, αψηφώντας κάθε κίνδυνο και κάθε φόβο προσπαθεί να ενεργεί προς όφελος των γυναικών που βρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση. Σε αυτές απλώνει χέρι βοήθειας, προσπαθώντας να τις απαγκιστρώσει από όλες τις παράλογες, απάνθρωπες προκαταλήψεις και θρησκευτικές δεισιδαιμονίες, από τον σκοταδισμό της αμάθειας που τις κρατούν δέσμιες, χειραγωγούμενες, ανύπαρκτες στην πραγματικότητα. Απέναντι σε αυτές τις γυναίκες η Νίνα εκδηλώνεται συναισθηματικά. Απέναντι όμως στους ερωτικούς της συντρόφους είναι απαθής και ψυχρή. Δεν είναι όμως εκείνη η απάθεια που προήλθε από τον φόβο της στην παιδική της ηλικία, στο περιστατικό με την αδελφή της. Είναι η απάθεια που συγγενεύει με μία δοσοληψία στην οποία δεν χωρούν συναισθηματικές αποχρώσεις. Πρόκειται για ένα ερωτικό αλισβερίσι στο οποίο η Νίνα έχει το θάρρος αφενός να το αποδεχτεί, συνειδητοποιώντας ακριβώς περί τίνος πρόκειται, και αφετέρου να επιβάλλει τους κανόνες, ώστε αυτή η συνδιαλλαγή να γίνεται τίμια και επί ίσοις όροις. Στην πραγματικότητα ζητάει χωρίς κανέναν ενδοιασμό αυτό που και οι άντρες ζητούν. Μόνο που εκείνοι δεν το ζητούν γιατί το θεωρούν δεδομένο. Και φυσικά πληρώνει ακριβά το τίμημα αυτής της στοιχειώδους διεκδίκησης με όλο το ρίσκο των κινδύνων που φέρει η επαφή με άγνωστους άνδρες καθώς και τη μοναξιά και τη μελαγχολία που συνοδεύουν το πριν και το μετά αυτών των συνευρέσεων. 

Ο κινηματογράφος της Κουλουμπεγκασβίλι είναι ένας πολύ ιδιαίτερος κινηματογράφος. Θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ωμό, ρεαλιστικό, με πολλές σκηνές να καταγράφονται σε πραγματικό χρόνο και αυτό έχει την ιδιαίτερη σημασία του. Ακούγοντας τη μοναδική ιστορία που μας αφηγείται η Νίνα από το παρελθόν της και προσπαθώντας να κατανοήσουμε περισσότερο τις σκέψεις της και τα συναισθήματά της, αρχίζουμε να συνδέουμε τις διάσπαρτες εικόνες που φαντασιώνεται στους δικούς της κόσμους από όπου δεν λείπει ποτέ το τέρας. Ένα τέρας που προσομοιάζει άραγε με τι; Με τα τερατουργήματα της κοινωνίας; Με τα ανθρώπινα τέρατα που για χρόνια λεηλατούν πάνω στα γυναικεία σώματα; Με τα ίδια τα λεηλατημένα σώματα που αποκτούν μορφές τεράτων για να υπενθυμίζουν στους θύτες τους τα τερατουργήματά τους; Με τα τέρατα που γεννούν οι ίδιοι οι φόβοι μας; Όλοι κρύβουμε ή κρυβόμαστε από ένα τέρας. Η Νίνα έχει τη γενναιότητα να συγκατοικεί μαζί του κρατώντας το όμως σε απόσταση και εμποδίζοντάς το να επηρεάσει τον τρόπο που σχετίζεται η ίδια με τον δικό της κόσμο και τον κόσμο που την περιβάλλει. Η Νίνα καταφέρνει τα γεγονότα που ζει και που έζησε στο παρελθόν να τα μετουσιώνει σε αισθήσεις. Και η κινηματογραφική αφήγηση στηρίζεται σε αυτές, υπό την έννοια ότι παρακολουθούμε τη Νίνα να αντιλαμβάνεται και να παρατηρεί τον κόσμο μέσω των αισθήσεων, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την αποχρονολόγηση της αφήγησης που με τη σειρά της αυτή η αποχρονολόγηση δυσκολεύει κατά κάποιον τρόπο την παρακολούθηση της ταινίας. Ωστόσο αν ξεπεραστεί αυτό το εμπόδιο σιγά σιγά εμβαθύνουμε στην πραγματική χρονικότητα της ζωής της Νίνα. Ο χρόνος για τη Νίνα υπάρχει και μετράει σε κάθε της προσπάθεια να αφουγκραστεί τον εαυτό της, τις ανάγκες της, τις επιθυμίες της. Μόνο που στον εαυτό της η Νίνα συμπεριλαμβάνει το συλλογικό σώμα των γυναικών, άχρονο και αυτό. Πονάει μαζί με την κοπέλα κατά τη διάρκεια της άμβλωσης. Ένα κομμάτι και του δικού της εαυτού ξεριζώνεται ταυτόχρονα. Κάπως έτσι μετράει ο πραγματικός χρόνος για τη Νίνα, μέσα από τα βιώματα των άλλων γυναικών και μέσα από τα δικά της. 

Ο αργός αφηγηματικός ρυθμός της ταινίας, τα πλάνα μεγάλης διάρκειας σε χώρους όπου απουσιάζουν οι χαρακτήρες, στοχεύουν στο να καταφέρει ο θεατής να επαναπροσαρμόσει τις προσδοκίες του, να επαναπροσδιορίσει τον βαθμό της σημασίας που πρέπει να δοθεί στην πλοκή και ίσως να «παίξει» και ο ίδιος με ένα πιο ανοιχτό σύνολο σχημάτων από ό,τι έχει συνηθίσει ως τώρα. Και κάτω από αυτή την οπτική είναι πολύ πιθανό να διακρίνει το μεγαλείο της ομορφιάς σε εκείνα τα υπέροχα πλάνα της καταιγίδας που έρχεται, της καταρρακτώδους βροχής και της ανθοφορίας της φύσης τον Απρίλη. Γιατί η ομορφιά της τέχνης βρίσκεται ακριβώς σε αυτό. Όχι να αντιγράφει το ωραίο, αλλά να το ενσωματώνει μέσα στην ασχήμια, έτσι που η ομορφιά να αντανακλάται πάνω στην ασχήμια και να προκύπτει ως απάντηση στο βάθος του περιεχομένου και της κινηματογραφικής αφήγησης. 

Η ταινία απέσπασε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Βενετίας και προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: