Γκούσταβ Κλιμτ-Ένας υμνητής του αισθησιασμού και της γυναικείας μορφής
Ο Γκούσταβ Κλιμτ υπήρξε από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της μοντέρνας τέχνης, ως βασικός εκπρόσωπος του κινήματος της Απόσχισης (Secession) , της αυστριακής εκδοχής δηλαδή της λεγόμενης Αρ νουβώ. Οι πίνακες αλλά και τα σχέδια του, τα οποία ο ίδιος χαρακτήριζε φόρο τιμής στη φόρο τιμής «στην αγαθή αλλά και λάγνα φυλή των υπερευαίσθητων» χαίρουν μέχρι σήμερα αμείωτης εκτίμησης.
Ο Γκούσταβ Κλιμτ που έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή το 1918, υπήρξε από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της μοντέρνας τέχνης, ως βασικός εκπρόσωπος του κινήματος της Απόσχισης (Secession), της αυστριακής εκδοχής δηλαδή της λεγόμενης Αρ νουβώ, του καλλιτεχνικού ρεύματος που κυριάρχησε σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1862 κοντά στη Βιέννη από φτωχή οικογένεια, γιος του χαράκτη Έρνστ Κλιμτ και της συζύγου του Άννας. Χάρη σε υποτροφία κατορθώνει να σπουδάσει στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών της Βιέννης από το 1876 ως το 1883, όπου αργότερα φοίτησε και ο αδερφός του, Έρνστ. Ήδη κατά τη διάρκεια των σπουδών του, μαζί με τον αδελφό του και το συμφοιτητή τους Φραντς Ματς, αρχίζουν να σχεδιάζουν οροφές και θέατρα σε πόλεις όπως η Βιέννη, το Κάρλσμπαντ και το Ράιχενμπεργκ, ενώ το 1883 οι αδελφοί Κλιμτ ιδρύουν το δικό του εργαστήριο στην αυστροουγγρική πρωτεύουσα. Το 1885 αναλαμβάνει τη διακόσμηση του Εθνικού Θεάτρου του Βουκουρεστίου ενώ συμμετέχει και στη διαμόρφωση μιας εξοχικής κατοικίας της αυτοκράτειρας Ελισάβετ (γνωστότερης ως “πριγκίπισσα Σίσσυ”), ενώ ένα χρόνο αργότερα εργάζεται στο Μπουργκτεάτερ της Βιέννης. Εεκίνη την περιόδο ξεκινά να πειραματίζεται με τη μνημειακή ζωγραφική. Οι υπηρεσίες του στην αυτοκρατορική οικογένεια έχουν ως αποτέλεσμα τη βράβευσή του με το Χρυσό Σταυρό Προσφοράς στην Τέχνη από τον ίδιο το Φραγκίσκο-Ιωσήφ Α’. Τα επόμενα χρόνια πραγματοποιεί διάφορα ταξίδια ανά την Ευρώπη, επισκεπτόμενος μεταξύ άλλων την Τεργέστη, τη Βενετία και το Μόναχο. Αναζητώντας το προσωπικό του στιλ, έρχεται σε ρήξη με τις καλλιτεχνικές παραδόσεις της ακαδημαϊκής ζωγραφικής, και το 1891 γίνεται μέλος της “Συντροφιάς εικαστικών καλλιτεχνών Βιέννης”, ενός λίκνου πρωτοποριακής και καινοτόμας τέχνης.
Τότε συναντά και τη σύντροφό του Έμιλυ Φλέγκε, με την οποία σύναψε μια καθώς φαίνεται πλατωνική σχέση, σε αντίθεση με εκείνες που διατηρούσε με αρκετά από τα μοντέλα του, όπως μαρτυρά ο σεβαστός αριθμός εκτός γάμου παιδιών που απέκτησε. Την επόμενη χρονιά χάνει τον αδερφό του και λήγει τη συνεργασία του με τον Ματς, θεωρώντας τον πλέον τροχοπέδη στην καλλιτεχνική του εξέλιξη, ωστόσο δυο χρόνια αργότερα οι δυο καλλιτέχνες κλήθηκαν να συνεργαστούν από το Υπουργείο Παιδείας, για να διακοσμήσουν την οροφή του κεντρικού αμφιθεάτρου του Πανεπιστημίου τυς Βιέννης. Ο Κλιμτ δημιουργεί τρεις αλληγορικές εικόνες μνημειακών διαστάσεων, ως σύμβολα των τμημάτων νομικής, φιλοσοφίας (η συγκεκριμένη εικόνα θα βραβευτεί αργότερα με χρυσό μετάλλιο στη Διεθνή Έκθεση των Παρισίων το 1900) και ιατρικής. Παρά την καλλιτεχνική επιτυχία της τριλογίας, η σύγκλητος του πανεπιστημίου θεώρησε τους πίνακες άσχημους, πορνογραφικούς και μη ανταποκρινόμενους στις απαιτήσεις που είχαν τεθεί, απαγορεύοντας τον να συνεχίσει τη διακόσμηση της οροφής. Δυστυχώς τα έργα αυτά εν πολλοίς σώθηκαν μόνο σε φωτογραφίες, καθώς καταστράφηκαν στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από τα υποχωρούντα Ες-Ες. Το 1897 συνιδρύει και προεδρεύει του κινήματος της Απόσχισης. Στόχος του νέου αυτού συλλόγου είναι η ελευθερία των καλλιτεχνών χωρίς κρατική ανάμειξη. Μάλιστα η κίνηση αποκτά και δικό της όργανο, το περιοδικό “Ver Sacrum”. Τα επόμενα χρόνια αφιερώνεται ολόψυχα στο νέο ρεύμα, αναπτύσσοντας έναν τρόπο έκφρασης σχεδόν εξπρεσιονιστικό, με πολύ έντονα διακοσμητικά στοιχεία, που καλύπτουν ολόκληρο το χώρο, θυμίζοντας μωσαϊκά. Έντονη πολεμική στον τύπο προκάλεσε το 1902 η τοιχογραφία του “Ζωφόρος του Μπετόβεν”, η οποία όμως αντιμετωπίστηκε με θαυμασμό από το σπουδαίο Γάλλο γλύπτη Ωγκύστ Ροντέν, με τον οποίο γνωρίστηκαν προσωπικά τον Ιούνη του ίδιου έτους. Το 1903 ταξιδεύει στην Ιταλία, ενώ από τον επόμενο χρόνο ως το 1910 εργάζεται για λογαριασμό του Βέλγου βιομηχάνου Αδόλφου Στόκλετ, διακοσμώντας με ψηφιδωτή ζωφόρο το ομώνυμο μέγαρο. Πηγή έμπνευσής του υπήρξε η τέχνη της Άπω Ανατολής αλλά και τα ψηφιδωτά της Ραβένας.
Το 1905 είχε ήδη αποχωρήσει από την Απόσχιση μαζί με άλλους καλλιτέχνες, λόγω διαφωνιών για τη στιλιστική κατεύθυνση του ρεύματος. Λόγω της πολεμικής που είχε ξεσπάσει για τους πίνακες του πανεπιστημίου της Βιέννης, και παρότι ήδη του υπουργείο Παιδείας τους είχε αγοράσει, ο ίδιος απαίτησε την επιστροφή των πινάκων, επιστρέφοντας την αμοιβή στο κράτος. Το 1906 εγκαινιάζει με το πορτραίτο “Φρίτσα Ρίντλερ”, τη λεγόμενη “χρυσή περίοδο”, με αποκορύφωμα το πασίγνωστο αριστούργημά του “Το φιλί”. Η επιρροή της παλαιοχριστιανικής και πρωτοβυζαντινής τέχνης είναι κι εδώ εμφανής. Εκείνη την εποχή η γυναικεία μορφή, ιδιαίτερα σε ερωτικές παραστάσεις, αποτελεί το επίκεντρο της θεματολογίας του. Σημαντική είναι και η συνάντησή του με τον εξπρεσιονιστή ζωγράφο Έγκον Σίλε, που επηρέασε το όψιμο έργο του. Την περίοδο 1908-1909 οι δυο εκθέσεις στις οποίες συμμετέχει, με τον τίτλο “Kunstschau”, γίνονται σημείο αναφοράς για τη μοντέρνα τέχνη της Βιέννης. Στη Διεθνή Καλλιτεχνική Έκθεση της Ρώμης παραλαμβάνει το πρώτο βραβείο για τον πίνακα “Θάνατος και ζωή”. Παρά τη διεθνή του επιτυχία, η κριτική εναντίον του συνεχίζεται αμείωτη, αν και προς το τέλος της ζωής του, το 1917 λαμβάνει κι επίσημη αναγνώριση, με την ανακήρυξή του σε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Εικαστικών Τεχνών της Βιέννης και του Μονάχου. Λίγους μήνες αργότερα, στις 6 Φλεβάρη 1918, έφυγε από τη ζωή λόγω εγκεφαλικού. Οι πίνακες αλλά και τα σχέδια του, τα οποία ο ίδιος χαρακτήριζε φόρο τιμής στη φόρο τιμής «στην αγαθή αλλά και λάγνα φυλή των υπερευαίσθητων» χαίρουν μέχρι σήμερα αμείωτης εκτίμησης μεταξύ των φιλότεχνων αλλά κι ενός ευρύτερου κοινού, και βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές σε όλο τον κόσμο, κυρίως βέβαια στην πολυαγαπημένη του Βιέννη.