Ο πρώτος Κώδικας του σοβιετικού κράτους για το γάμο, την οικογένεια και την κηδεμονία

Από συγκριτική άποψη, ο Κώδικας του 1918 ήταν αξιοσημείωτα μπροστά από την εποχή του…Ωστόσο, παρά τις ριζοσπαστικές καινοτομίες του Κώδικα, οι νομικοί έσπευσαν να επισημάνουν ότι «δεν πρόκειται για σοσιαλιστική νομοθεσία, αλλά για νομοθεσία της μεταβατικής εποχής».

Από τη φίλη του περιοδικού, Χρύσα Κατσογριδάκη, κοινωνιολόγο και υποψήφια διδάκτωρ πολιτικής φιλοσοφίας, λάβαμε το παρακάτω ενδιαφέρον απόσπασμα που η ίδια έχει μεταφράσει, από το βιβλίο της Wendy Z. Goldman, Women, the State and Revolution: Soviet Family Policy and Social Life, 1917-1936. Το απόσπασμα αφορά τον πρώτο Σοβιετικό Οικογενειακό Κώδικα του 1918 και αποτιμά τις σαρωτικές αλλαγές που έφερε.

Την ευχαριστούμε θερμά.

***

Από το βιβλίο της Wendy Z. Goldman, Women, the State and Revolution: Soviet Family Policy and Social Life, 1917-1936 (Cambridge: Cambridge University Press, 1993), σ. 48-57.

Ο πρώτος Kώδικας για το Γάμο, την Oικογένεια, και την Kηδεμονία

Οι Μπολσεβίκοι αναγνώρισαν ότι ο νόμος από μόνος του δεν μπορούσε να απελευθερώσει τις γυναίκες, αλλά τα πρώτα βήματα που έκαναν, όπως ήταν φυσικό, ήταν να καταργήσουν τους απαρχαιωμένους οικογενειακούς νόμους της Ρωσίας και να παράσχουν ένα νέο νομικό πλαίσιο για το δικό τους όραμα των κοινωνικών σχέσεων. Νομικοί με μεταρρυθμιστικό πνεύμα είχαν προσπαθήσει να επικαιροποιήσουν τους νόμους της Ρωσίας για περισσότερο από μισό αιώνα πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά δεν είχαν σημειώσει μεγάλη επιτυχία. Με δύο σύντομα διατάγματα, που δημοσιεύθηκαν τον Δεκέμβριο του 1917, οι Μπολσεβίκοι πέτυχαν πολύ περισσότερα από όσα είχαν επιχειρήσει το Υπουργείο Δικαιοσύνης, οι προοδευτικοί δημοσιογράφοι, οι φεμινίστριες, η Δούμα και το Συμβούλιο του Κράτους: Αντικατέστησαν τον θρησκευτικό με τον πολιτικό γάμο και καθιέρωσαν το διαζύγιο κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε συζύγου. Ένας πλήρης Κώδικας για το Γάμο, την Οικογένεια και την Κηδεμονία επικυρώθηκε από την Πανρωσική Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή (VTsIK) ένα χρόνο αργότερα, τον Οκτώβριο του 1918. O νέος Κώδικας σάρωσε αιώνες πατριαρχικής και εκκλησιαστικής εξουσίας και καθιέρωσε ένα νέο δόγμα βασισμένο στα ατομικά δικαιώματα και την ισότητα των φύλων. 

Πριν από την επανάσταση, η ρωσική νομοθεσία αναγνώριζε το δικαίωμα κάθε θρησκείας να ελέγχει το γάμο και το διαζύγιο σύμφωνα με τους δικούς της νόμους και ενσωμάτωσε το δικαίωμα αυτό στο δίκαιο του κράτους. Στις γυναίκες αναγνωρίζονταν ελάχιστα δικαιώματα είτε από την εκκλησία είτε από το κράτος. Σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους, η σύζυγος όφειλε πλήρη υπακοή στον σύζυγό της. Ήταν υποχρεωμένη να ζει μαζί του, να παίρνει το όνομά του και να υιοθετεί την κοινωνική του θέση. Μέχρι το 1914, όταν περιορισμένες μεταρρυθμίσεις επέτρεψαν σε μια γυναίκα να χωρίσει από τον σύζυγό της και να αποκτήσει το δικό της διαβατήριο, μια γυναίκα δεν μπορούσε να πιάσει δουλειά, να μορφωθεί, να λάβει διαβατήριο για εργασία ή διαμονή ή να εκτελέσει μια συναλλαγματική χωρίς τη συγκατάθεση του συζύγου της. Η σύζυγος ήταν «υπεύθυνη να υπακούει τον σύζυγό της ως επικεφαλής του νοικοκυριού», με «απεριόριστη υπακοή». Σε αντάλλαγμα, ο σύζυγος έπρεπε «να ζει μαζί της σε αρμονία, να τη σέβεται και να την προστατεύει, να συγχωρεί τις ανεπάρκειές της και να απαλύνει τις αδυναμίες της». Ήταν υπεύθυνος να τη συντηρεί σύμφωνα με την ιδιότητά του και τις ικανότητές του. Το μόνο ελαφρυντικό σε αυτή τη ζοφερή συνταγή για πατριαρχική εξουσία ήταν ότι το ρωσικό δίκαιο, σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό, δεν καθιέρωνε την κοινή ιδιοκτησία μεταξύ των συζύγων. Στο πλαίσιο αυτής της νομικής διαμόρφωσης, κάθε σύζυγος είχε τη δυνατότητα να κατέχει και να αποκτά ξεχωριστή περιουσία. Η προίκα της γυναίκας, η κληρονομιά, οι ειδικές αγορές και τα δώρα αναγνωρίζονταν ως δικά της. 

Οι σχέσεις εξουσίας μεταξύ των συζύγων αναπαράγονταν μεταξύ του πατέρα και των παιδιών. Ο πατέρας είχε σχεδόν άνευ όρων εξουσία πάνω στα παιδιά του, όχι απλώς μέχρι την ενηλικίωση, αλλά εφ’ όρου ζωής. Μόνο τα παιδιά που προέρχονταν από αναγνωρισμένο γάμο θεωρούνταν νόμιμα· τα νόθα παιδιά δεν είχαν κανένα νομικό δικαίωμα ή προσφυγή. Μέχρι το 1902, όταν το κράτος θέσπισε περιορισμένες μεταρρυθμίσεις, ένα νόθο παιδί μπορούσε να υιοθετηθεί, να αναγνωριστεί ή να νομιμοποιηθεί στη συνέχεια μόνο με ειδική αυτοκρατορική συγκατάθεση, ακόμη και αν ο πατέρας είχε τέτοια διάθεση. 

Ήταν σχεδόν αδύνατο να πάρει κανείς διαζύγιο στην προεπαναστατική Ρωσία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρούσε τον γάμο ιερό μυστήριο που ελάχιστες περιστάσεις μπορούσαν να διαλύσουν. Το διαζύγιο ήταν επιτρεπτό μόνο σε περιπτώσεις μοιχείας (με τη μαρτυρία τουλάχιστον δύο ατόμων), ανικανότητας, εξορίας ή παρατεταμένης και ανεξήγητης απουσίας του συζύγου. Σε περιπτώσεις μοιχείας ή ανικανότητας, ο υπαίτιος απαγορευόταν οριστικά να ξαναπαντρευτεί. Η Ιερά Σύνοδος χορηγούσε διαζύγια σπάνια και με απροθυμία.

Οι προοδευτικά σκεπτόμενοι νομικοί προσπάθησαν να μεταρρυθμίσουν το οικογενειακό δίκαιο μετά το 1869, αλλά οι ισχυρές συντηρητικές κρατικές και θρησκευτικές αρχές μπλόκαραν ακόμη και τις πιο δειλές προσπάθειες. Μια ειδική επιτροπή στο πλαίσιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης δημοσίευσε έναν νέο αστικό κώδικα μετά το 1900, ο οποίος όμως δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ, παρά τις περίτεχνες προφυλάξεις της επιτροπής για την αποφυγή παραβίασης των προνομίων της εκκλησίας. Ο ίδιος ο ορίζοντας των δυνατοτήτων θόλωσε από την αδιαλλαξία της Ιεράς Συνόδου. Ακόμη και οι πιο ριζοσπαστικοί επικριτές του οικογενειακού δικαίου δεν υποστήριζαν την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών και στην πραγματικότητα πρότειναν ελάχιστα πράγματα πέρα από τη συμπερίληψη της αμοιβαίας συναίνεσης ως λόγου διαζυγίου και την υιοθεσία εξώγαμων παιδιών κατόπιν αιτήματος του πατέρα.

Ο πρώτος Κώδικας του σοβιετικού κράτους για το γάμο, την οικογένεια και την κηδεμονία ανέδειξε την ατολμία των προεπαναστατικών μεταρρυθμιστικών προσπαθειών. Ο Αλεξάντερ Γκριγκορίεβιτς Γκόιχμπαργκ [Alexander Grigorievich Goikhbarg], ένας πρώην Μενσεβίκος που προσχώρησε στους Μπολσεβίκους μετά την Επανάσταση και έγινε [Λαϊκός] Κομισάριος Δικαιοσύνης της περιφέρειας της Σιβηρίας, ήταν επικεφαλής μιας επιτροπής για τη σύνταξη του Κώδικα τον Αύγουστο του 1918. Μόλις 34 ετών την εποχή της Επανάστασης, ο Γκόιχμπαργκ είχε ήδη γράψει αρκετά κείμενα για το προεπαναστατικό αστικό δίκαιο. Ως μέλος του εξειδικευμένου τμήματος (kollegiia) του Κομισιριάτου Δικαιοσύνης, συνέβαλε επίσης στη σύνταξη του νέου Αστικού Κώδικα και άλλων νομοθετημάτων. Έγραψε εκτενώς για το οικογενειακό δίκαιο, το οικονομικό δίκαιο και την πολιτική δικονομία τη δεκαετία του 1920. Με την επιμονή του στα ατομικά δικαιώματα και την ισότητα των φύλων, ο Κώδικας δεν αποτελούσε τίποτα λιγότερο από την πιο προοδευτική οικογενειακή νομοθεσία που είχε δει ποτέ ο κόσμος. Κατάργησε το κατώτερο νομικό καθεστώς της γυναίκας και δημιούργησε ισότητα ενώπιον του νόμου. Καταργώντας την εγκυρότητα του θρησκευτικού γάμου, έδωσε νομικό καθεστώς μόνο στον πολιτικό γάμο και δημιούργησε τοπικά γραφεία στατιστικής για την καταγραφή του γάμου, του διαζυγίου, της γέννησης και του θανάτου. Ο Κώδικας καθιέρωσε το διαζύγιο κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε συζύγου: Δεν ήταν απαραίτητοι οι λόγοι. Και επέκτεινε τις ίδιες εγγυήσεις διατροφής τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. 

Ο Κώδικας σάρωσε αιώνες ιδιοκτησιακού δικαίου και ανδρικών προνομίων, καταργώντας την διάκριση για τις γεννήσεις εκτός γάμου και δίνοντας σε όλα τα παιδιά το δικαίωμα γονικής υποστήριξης. Όλα τα παιδιά, είτε γεννήθηκαν εντός είτε εκτός κατοχυρωμένου γάμου, είχαν ίσα δικαιώματα. Ο Κώδικας διαχώρισε έτσι την έννοια του γάμου από την έννοια της οικογένειας, κατασκευάζοντας οικογενειακές υποχρεώσεις ανεξάρτητες από τη γαμήλια σύμβαση.

Η Ζινάιντα Τέτενμπορν [Zinaida Tettenborn], επισημαίνοντας «την έντονη οριοθέτηση των δικαιωμάτων του γάμου και των δικαιωμάτων της οικογένειας», έγραψε: «Σε αυτόν τον τομέα, ο Κώδικας έρχεται σε ρήξη με την παράδοση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και νομολογίας η οποία αντιλαμβάνεται τις οικογενειακές σχέσεις σε συνάρτηση με τον θεσμό του γάμου».

Ο Κώδικας απαγόρευε την υιοθεσία με την πεποίθηση ότι το κράτος θα ήταν καλύτερος κηδεμόνας για ένα ορφανό από μια μεμονωμένη οικογένεια. Σε μια κυρίως αγροτική κοινωνία, οι νομικοί φοβούνταν ότι η υιοθεσία θα επέτρεπε στους αγρότες να εκμεταλλεύονται τα παιδιά ως απλήρωτη εργασία. Προβλέποντας τη στιγμή που όλα τα παιδιά θα απολάμβαναν τα οφέλη της συλλογικής ανατροφής, οι νομικοί και οι παιδαγωγοί θεώρησαν την κατάργηση της υιοθεσίας ως το πρώτο βήμα για τη μεταφορά της φροντίδας των παιδιών από την οικογένεια στο κράτος.

Σύμφωνα με την επικρατούσα ιδέα του γάμου ως ένωσης μεταξύ ίσων, ο Κώδικας περιόρισε σημαντικά τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του συζυγικού δεσμού. Ο γάμος δεν εισήγαγε κοινοκτημοσύνη μεταξύ των συζύγων: Η γυναίκα διατηρούσε τον πλήρη έλεγχο των εισοδημάτων της μετά το γάμο και κανένας από τους συζύγους δεν είχε καμία αξίωση επί της περιουσίας του άλλου. Αν και ο Κώδικας προέβλεπε απεριόριστη διάρκεια διατροφής για οποιοδήποτε φύλο, η υποστήριξη περιοριζόταν στους ανάπηρους φτωχούς. Ο Κώδικας προϋπέθετε ότι και τα δύο μέρη, παντρεμένα ή διαζευγμένα, θα συντηρούσαν τον εαυτό τους.

Από συγκριτική άποψη, ο Κώδικας του 1918 ήταν αξιοσημείωτα μπροστά από την εποχή του. Παρόμοια νομοθεσία σχετικά με την ισότητα των φύλων, το διαζύγιο, τη νομιμότητα και την ιδιοκτησία δεν έχει ακόμη θεσπιστεί στην Αμερική και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, παρά τις ριζοσπαστικές καινοτομίες του Κώδικα, οι νομικοί έσπευσαν να επισημάνουν ότι «δεν πρόκειται για σοσιαλιστική νομοθεσία, αλλά για νομοθεσία της μεταβατικής εποχής». Ως εκ τούτου, ο Κώδικας διατήρησε την εγγραφή του γάμου, τη διατροφή, τη φροντίδα των παιδιών και άλλες διατάξεις που σχετίζονται με τη συνεχιζόμενη, αν και προσωρινή, ανάγκη για την οικογενειακή δομή.

Ως μαρξιστές, οι νομικοί βρίσκονταν στην περίεργη θέση να δημιουργούν νομοθεσία που πίστευαν ότι σύντομα θα γινόταν περιττή. Συζητώντας το ρόλο των ληξιαρχείων, ο Γκόιχμπαργκ έγραψε, «Θα είναι δυνατόν, ίσως σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, να εξαλειφθεί η ανάγκη για ορισμένες καταχωρήσεις, όπως για παράδειγμα η καταχώρηση του γάμου, διότι η οικογένεια θα αντικατασταθεί σύντομα από μια πιο λογική, πιο ορθολογική διάκριση που θα βασίζεται σε ξεχωριστά άτομα».  Εξετάζοντας το νομικό πεδίο από τα υψηλά επίπεδα της επαναστατικής νίκης, ο Γκόιχμπαργκ θεώρησε ότι ο νέος Οικογενειακός Κώδικας, όπως και άλλες νομοθεσίες, δεν θα διαρκούσαν πολύ. Διακήρυξε με αποφασιστικότητα: «Φυσικά, δημοσιεύοντας αυτούς τους νομικούς κώδικες, η προλεταριακή εξουσία, στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, δεν σκοπεύει να στηριχτεί σε αυτούς τους κώδικες για πολύ καιρό. Δεν θέλει να δημιουργήσει «αιώνιους» κώδικες ή κώδικες που θα διαρκέσουν στο χρόνο». Σκοπός του νόμου δεν ήταν η ενίσχυση της οικογένειας ή του κράτους. «Η νέα δικτατορία του προλεταριάτου», σημείωσε ο Γκόιχμπαργκ «δεν θέλει να μιμηθεί την αστική τάξη, η οποία επιθυμεί να ενισχύσει την εξουσία της με τη βοήθεια κωδίκων που θα υπάρχουν για αιώνες». Το δίκαιο, όπως η οικογένεια και το ίδιο το κράτος, θα μαραζώσει σύντομα. Ελλείψει αυτού, η κοινωνία θα διατηρούσε μόνο «οργανωτικούς κανόνες» για δημογραφικούς σκοπούς, όπως οι στατιστικές για τις γεννήσεις και τους θανάτους. 

Άλλοι σχολιαστές τόνισαν επίσης τον μεταβατικό χαρακτήρα του κώδικα. Η Τέτενμπορν αναγνώρισε ότι διατάξεις όπως η διατροφή ήταν απαραίτητες όσο το κράτος δεν μπορούσε να στηρίξει τους άπορους πολίτες του, αλλά ότι τελικά η ευθύνη θα ανήκε «στο κράτος ή στην κοινωνία». Η διατροφή, «ένας αναγκαίος όρος της μεταβατικής στιγμής», δικαιολογούνταν «μόνο από την παρούσα αδυναμία οργάνωσης ενός ολοκληρωμένου προγράμματος κοινωνικής πρόνοιας». H Τέτενμπορν προέβαλε ένα παρόμοιο επιχείρημα σχετικά με τη φροντίδα των παιδιών και τις σχέσεις γονέα-παιδιού. Παρόλο που ο Κώδικας προέβη σε εντυπωσιακές και σημαντικές αλλαγές στη σχέση μεταξύ γονέων και παιδιών, αντικαθιστώντας τη γονική «εξουσία» με τα γονικά «δικαιώματα», που ασκούνται «αποκλειστικά προς το συμφέρον του παιδιού», διατήρησε την οικογένεια ως την πρωταρχική μονάδα ανατροφής των παιδιών. Η Τέτενμπορν εξήγησε: «Τα νέα οικογενειακά δικαιώματα στέκονται στα σύνορα μεταξύ του παλιού κόσμου και αυτού του λαμπρού νέου κόσμου, όπου όλη η κοινωνία θα είναι μια οικογένεια». 

Κατά τη γνώμη του Γκόιχμπαργκ, ο νέος Οικογενειακός Κώδικας προχώρησε όσο το δυνατόν περισσότερο, δεδομένων των περιορισμών της μεταβατικής περιόδου. Απελευθέρωσε τις γυναίκες «στο βαθμό που είναι δυνατόν να απελευθερωθούν σε αυτούς τους μεταβατικούς καιρούς». Κοιτάζοντας μπροστά στην ελεύθερη ένωση του μέλλοντος, ο Γκόιχμπαργκ εξήγησε με αισιοδοξία ότι «κάθε ημέρα ύπαρξης τέτοιων νόμων για τον γάμο υπονομεύει (όσο το δυνατόν περισσότερο) την ιδέα του ατομικού γάμου, τα νομικά δεσμά μεταξύ των συζύγων». 

Η επιτροπή συνέταξε τον νέο Οικογενειακό Κώδικα γρήγορα και ομαλά με ελάχιστες μικρές διαφωνίες. Τα μέλη της επιτροπής συζήτησαν για το κατά πόσον οι σύζυγοι θα έπρεπε να υποχρεούνται να υιοθετούν κοινό επώνυμο. Ο Μιχαήλ Αντρέγιεβιτς Ράισνερ [Mikhail Andreevich Reisner], εκπρόσωπος της [Πανρωσικής] Έκτακτης Επιτροπής για την Καταστολή της Αντεπανάστασης, του Σαμποτάζ και της Κερδοσκοπίας (Cheka) και του Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων (NKVD), ο οποίος διατύπωσε μια αμφιλεγόμενη θεωρία περί ανταγωνιστικών συστημάτων δικαίου με βάση τις τάξεις, υποστήριξε ότι οι άνθρωποι θα έπρεπε να έχουν το δικαίωμα να επιλέγουν το όνομά τους, αλλά το επιχείρημα του Γκόιχμπαργκ ότι το κοινό επώνυμο ήταν «ένα ισχυρό όπλο στον αγώνα με την εκκλησία» επικράτησε. Ο Ράισνερ πρότεινε ότι τα παιδιά, όπως και οι ενήλικες, θα πρέπει να έχουν δικαιώματα διαχείρισης της περιουσίας, αλλά και αυτή η πρόταση απορρίφθηκε. Οι νομικοί ήταν εξαιρετικά ευαίσθητοι στη γλώσσα του Κώδικα που περιέγραφε τα παιδιά που γεννιούνται εκτός γάμου, και διέγραψαν τον όρο «vnebrachnye», κυριολεκτικά «εκτός γάμου», από το κείμενο, αντικαθιστώντας τον με τη μακρύτερη και πιο αδέξια διατύπωση «παιδιά γονέων που δεν τελούν σε καταχωρημένο γάμο». Ωστόσο, η επιτροπή έλυσε φιλικά αυτές τις μικροδιαφωνίες και ενέκρινε γρήγορα ένα τελικό σχέδιο. 

Ωστόσο, οι επικριτές εκτός του Κομισαριάτου Δικαιοσύνης ήταν λιγότερο ικανοποιημένοι με το τελικό σχέδιο. Ο Γκόιχμπαργκ σημείωσε ότι υπήρξε «ιδιαίτερα έντονη γκρίνια» κατά τη συζήτηση του κώδικα, ιδίως όσον αφορά τη διάταξη για την καταχώριση των γάμων. Αρκετοί επικριτές ήθελαν να καταργηθεί εντελώς ο γάμος. Παραθέτοντας τους αντιπάλους του, ο Γκόιχμπαργκ αφηγήθηκε: «Μας φώναζαν: “Καταχώρηση του γάμου, επίσημος γάμος, τι είδους σοσιαλισμός είναι αυτός;”». Η Ν. Α. Ρόσλαβετς [N. A. Roslavets], μια Ουκρανή αντιπρόσωπος στην Πανρωσική Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή (VTsIK) του 1918, διαφώνησε έντονα με την εν λόγω ενότητα για τον γάμο, σημειώνοντας ότι δεν μπορούσε να τη συμβιβάσει με τη «σοσιαλιστική της συνείδηση». Υποστήριξε ότι ο αναγνωρισμένος γάμος ήταν ένα βήμα προς τα πίσω, μακριά από τον σοσιαλισμό. «Σε τελική ανάλυση», δήλωσε, «απομακρύνουμε τον πληθυσμό από μια βασική σοσιαλιστική αντίληψη, από την ελευθερία του ατόμου και από την ελευθερία των γαμήλιων σχέσεων ως μια από τις προϋποθέσεις της ατομικής ελευθερίας». Η Ρόσλαβετς υποστήριξε ότι ο γάμος είναι «προσωπική και ιδιωτική υπόθεση κάθε πολίτη» και ότι «η επιλογή κάθε ατόμου που συνάπτει γάμο πρέπει να είναι απολύτως ελεύθερη». Χαρακτήρισε τον Κώδικα «ένα είδος αστικού κατάλοιπου» από μια περίοδο κατά την οποία το κράτος είχε έννομο συμφέρον από το συζυγικό ζευγάρι. Ο γάμος «είναι πολύ σημαντικός για το καπιταλιστικό κράτος», κατήγγειλε, «αλλά η ανάμειξη του κράτους στην υπόθεση του γάμου, ακόμη και με τη μορφή της δήλωσης που προτείνει ο Κώδικας, είναι εντελώς ακατανόητη, όχι μόνο σε ένα σοσιαλιστικό σύστημα, αλλά και κατά τη μετάβαση». Η Ρόσλαβετς, παίρνοντας μια ισχυρή φιλελεύθερη θέση, υποστήριξε ότι «η εισβολή του κράτους», που επικυρώνεται από τον Κώδικα, παραβιάζει «την ελευθερία του ατόμου στον πιο προσωπικό χώρο», καθώς και «τα πιο στοιχειώδη δικαιώματα». Οργισμένη, απαίτησε: «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αυτός ο Κώδικας θεσπίζει την υποχρεωτική μονογαμία». Κατά τη γνώμη της Ρόσλαβετς, το μόνο στατιστικό στοιχείο που χρειαζόταν να καταγράφει το κράτος ήταν οι γεννήσεις.

Η Ρόσλαβετς αντιτάχθηκε επίσης στη διάταξη του Κώδικα για τη διατροφή, υποστηρίζοντας ότι αυτή δεν ήταν «τίποτα άλλο από μια αμοιβή για έρωτα». Ο γάμος, υποστήριξε, δεν πρέπει να συνεπάγεται οικονομικές συνέπειες. Η αστική κοινωνία κατασκεύασε μια ενιαία οικονομική μονάδα από το συζυγικό ζευγάρι και ενθάρρυνε τους συζύγους να συσσωρεύουν ιδιωτική περιουσία. Το καθήκον της σοσιαλιστικής κοινωνίας ήταν να καταστρέψει αυτή τη μικροαστική μορφή οικογένειας. «Πρέπει να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί η δυνατότητα μεγαλύτερης ελευθερίας», προέτρεψε η Ρόσλαβετς, «και να μην ενθαρρύνουμε κανέναν σε μια τέτοια μορφή γάμου». Η διατροφή απλώς προωθούσε «την άποψη ότι τα κορίτσια πρέπει να αναζητούν και να προσκολλώνται σε έναν κατάλληλο για γάμο άντρα και όχι να αναπτύσσονται ως άνθρωποι». Η Ρόσλαβετς πρότεινε στην VTsIK να απορρίψει το κομμάτι του Κώδικα που αφορούσε το γάμο. «Μόνο τότε», κατέληξε, «το κράτος θα απελευθερώσει το άτομο».

Ο Γκόιχμπαργκ, ο επίσημος εκπρόσωπος του Κώδικα στην VTsIK, προσπάθησε να αντικρούσει τις αντιρρήσεις της Ρόσλαβετς. Εξήγησε υπομονετικά ότι ο Κώδικας περιόριζε τη διατροφή στους ανάπηρους φτωχούς και ότι ήταν αδύνατο να καταργηθούν όλα μαζί. Χωρίς το δικαίωμα στη διατροφή, μια γυναίκα θα ήταν απροστάτευτη· «Αυτό θα συνιστά μια υποκριτική φράση», υποστήριξε ο Γκόιχμπαργκ, «όχι ισότητα στο νόμο». Το κύριο επιχείρημα του Γκόιχμπαργκ, ωστόσο, ήταν ότι η καταχώριση του γάμου ήταν απολύτως κρίσιμη στον αγώνα κατά της εκκλησίας και του ελέγχου της στο γάμο. Χωρίς πολιτικό γάμο, ο πληθυσμός θα κατέφευγε σε θρησκευτικές τελετές και η εκκλησία θα ανθούσε. Κατά τη γνώμη του, οι προτάσεις της Ρόσλαβετς ήταν «ριζοσπαστικές στα λόγια» αλλά «αντιδραστικές στην πράξη».

Τα επιχειρήματα του Γκόιχμπαργκ έπεισαν προφανώς την πλειοψηφία των αντιπροσώπων, καθώς τον Οκτώβριο του 1918, ένα χρόνο μετά την Επανάσταση, η VTsIK ψήφισε τον νέο Κώδικα για τον Γάμο, την Οικογένεια και την Κηδεμονία ως νόμο. Ο Κώδικας περιείχε ένα μείγμα ρεφορμιστικής και επαναστατικής νομοθεσίας: Οι διατάξεις του για τον πολιτικό γάμο έφεραν τη Ρωσία κοντά στις αλλαγές άλλων ευρωπαϊκών χωρών, αλλά οι διατάξεις του για τις γεννήσεις εκτός γάμου, την ισότητα των φύλων, τις συζυγικές υποχρεώσεις και το διαζύγιο ξεπερνούσαν τη νομοθεσία οποιασδήποτε άλλης χώρας. Ο Κώδικας βασίστηκε ελεύθερα στο μαρξιστικό όραμα των οικογενειακών σχέσεων δίνοντας έμφαση στην ελευθερία, την ανεξαρτησία και την ισότητα των δύο συζύγων. Το πιο σημαντικό είναι ότι οι νομικοί που συνέταξαν τον Κώδικα θεωρούσαν τα προοδευτικά και ελευθεριακά χαρακτηριστικά του ως ένα πρώτο βήμα προς τον ενδεχόμενο μαρασμό της οικογένειας και του δικαίου. Σύμφωνα με την σίγουρη πρόβλεψη του Γκόιχμπαργκ, «Πρέπει να δεχτούμε αυτόν [τον Κώδικα] γνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται για σοσιαλιστικό μέτρο, διότι σοσιαλιστική νομοθεσία δύσκολα θα υπάρξει. Το μόνο που θα παραμείνει είναι περιορισμένοι κανόνες».

Μετάφραση: Χρύσα Κατσογριδάκη

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: