Ενσυναίσθηση και Τοξικότητα
Κι έτσι συσκοτίζεται στον πολιτικό λόγο των αστών πολιτικών η υλική πραγματικότητα, εξοβελίζεται η ταξική πάλη και αποσιωπώνται τα ταξικά συμφέροντα…
Μετά από την τριήμερη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας προς την κυβέρνηση για το έγκλημα στα Τέμπη, η κυβέρνηση της Ν.Δ του Κ. Μητσοτάκης ανανέωσε με 157 ψήφους την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου, όπως ήταν αναμενόμενο. Και όπως ήταν αναμενόμενο ούτε ο ίδιος ο πρωθυπουργός δεν …καταδέχτηκε ν’ απαντήσει σε κανένα από τα αιτήματα που οι αμέτρητες χιλιάδες των διαδηλωτών έθεταν μέρες τώρα σε δρόμους και πλατείες ανά την Ελλάδα και έξω από το κοινοβούλιο.
Απ’ όλα τα αστικά αντιπολιτευόμενα κόμματα η συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας, αλλά και τα σχόλια μετά απ’ αυτήν, κατά ένα μεγάλο μέρος περιστρέφονταν γύρω από τον πρωθυπουργό και τις ικανότητές του, με ιδιαίτερη προτίμηση στην ανάδειξη της έλλειψης ενσυναίσθησης που τον διακρίνει. Κατηγορήθηκε ο πρωθυπουργός για έλλειψη ενσυναίσθησης από τον εκπρόσωπο Τύπου του ΠΑΣΟΚ Κ. Τσουκαλά μέχρι τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Σ. Φάμελλο, τονίζοντας την εικόνα ενός πρωθυπουργού που χαμογελούσε ενώ γινόταν συζήτηση για μια τραγωδία, μέχρι την Ελληνική Λύση που σε ανακοίνωσή της θεώρησε αιτία της άρνησής του να παραιτηθεί την έλλειψη ενσυναίσθησης. Ενώ και οι καταγγελίες, ένθεν κι ένθεν και όχι μόνο στη συγκεκριμένη συζήτηση, για την επικράτηση τοξικότητας στην πολιτική, όπως του Κ. Μητσοτάκη που θεώρησε ότι χρησιμοποιήθηκαν τα Τέμπη σαν αφορμή για αναβίωση του λαϊκισμού και της τοξικότητας, επικαλύπτουν εν πολλοίς κάθε άλλη πολιτική ανάλυση. Μια βολική επιλογή από τα αστικά κόμματα για να μη γίνονται αναφορές σε ταξικές πολιτικές που καθορίζουν την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα.
Τα τελευταία χρόνια οι έννοιες ενσυναίσθηση και τοξικότητα τείνουν να γίνουν πολιτικοί όροι που περιγράφουν, αρκετά γενικά και αόριστα βέβαια, πολιτικές συμπεριφορές. Αμφότερες είναι αρκετά ασαφείς, οδηγώντας σε αμφισβητούμενες αντιλήψεις για το τι συνεπάγεται η χρήση τους, παρόλο που όλο και πιο συχνά χρησιμοποιούνται από πολιτικούς παράγοντες για να επικοινωνούν με τους ψηφοφόρους τους.
Στην πολιτική ρητορική, η ενσυναίσθηση έχει κατεύθυνση προς τα κάτω, τα λαϊκά στρώματα, μετατοπίζοντας την εστίαση μακριά από τις υλικές σφαίρες της κοινωνικής πραγματικότητας, θεωρώντας την απαραίτητη για την καλλιέργεια θετικών συναισθημάτων, τη βελτίωση των κοινωνικών σχέσεων, την κατανόηση των άλλων. Η ενσυναίσθηση συνδυάζει μια συναισθηματική αντίδραση προς τους άλλους, καθώς περιλαμβάνει ένα μοίρασμα της συναισθηματικής κατάστασης κάποιου, με μια γνωστική ικανότητα αντίληψης της υποκειμενικής προοπτικής του άλλου. Η τοξικότητα, από την άλλη, νοείται ως ένας τύπος αλληλεπίδρασης μεταξύ διαφόρων συμμετεχόντων στον πολιτικό λόγο, ο οποίος χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό επιθετικής, λεκτικής ή και μη λεκτικής, συμπεριφοράς που κάνει διακρίσεις σε βάρος του αντιπάλου με βάση τη φυλή, την εθνικότητα, το φύλο κ.λπ., με αποτέλεσμα ένας τέτοιος πολιτικός να γίνεται αντιληπτός και να ορίζεται ως τοξικός.
Φαίνεται η χρήση τους να συνδέεται με την πολιτική δράση σε ένα άυλο πεδίο και με την ρητορική που θεωρεί τη διαπροσωπική σχέση καθοριστική για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων. Η ενσυναίσθηση, έχοντας μεταναστεύσει από την αισθητική στην ψυχολογία μέσω φιλοσοφίας, βρήκε στέγη στα επιχειρήματα της πολιτικής για τη σημασία των άυλων πτυχών της ευημερίας, ενός διφορούμενου μείγματος αξιοκρατικής βελτίωσης των προσωπικών ικανοτήτων, των κοινωνικών σχέσεων, της ηθικής και άλλων συναφών. Και προβάλλεται σαν λύση για τις αντιθέσεις και συγκρούσεις της κοινωνικής πραγματικότητας η καλλιέργεια θετικών συναισθημάτων και η κατανόηση των άλλων. Εκ παραλλήλου, οι πολιτικές επιθέσεις, η εμπρηστική γλώσσα, η χρήση προσβολών που αποσκοπούν στην ενεργοποίηση μιας αρνητικής συναισθηματικής αντίδρασης, η προώθηση προσωπικοτήτων με αμφιλεγόμενο και κυνικό προφίλ αποβλέπουν στη διεύρυνση των διαχωριστικών γραμμών, με τρόπο που οι πολιτικές διαιρέσεις να περιλαμβάνουν όλο και περισσότερο μια συναισθηματική συνιστώσα. Συνεπώς, είναι ο υψηλός βαθμός εχθρότητας στη δυναμική της επικοινωνίας, είναι η αγένεια και η προσβολή, η αλαζονεία και άλλα συναφή, όλα αυτά που ευνοούν μια συναισθηματική πόλωση και αναδεικνύονται ως αυτά που δεν επιτρέπουν τη σωστή λειτουργία θεσμών και κανόνων στην κοινωνία. Για να μην απασχολεί κανένα ο τρόπος οργάνωσης της παραγωγής και οι σχέσεις που αναπτύσσονται στο πλαίσιο αυτής, που θεωρούνται δεδομένα και αμετάβλητα.
Κι έτσι συσκοτίζεται στον πολιτικό λόγο των αστών πολιτικών η υλική πραγματικότητα, εξοβελίζεται η ταξική πάλη και αποσιωπώνται τα ταξικά συμφέροντα. Και κάθε φορά που κάποιος πολιτικός είναι πιο εκδηλωτικός στην επίδειξη ενσυναίσθησης ή χρησιμοποιεί λόγο με ακραίες εκφράσεις που κολακεύουν τα πλήθη και κατακεραυνώνουν τους υπόλοιπους πολιτικούς ανοίγεται ο δρόμος για να υφαρπάξει την έγκριση των πολλών, όπως τελευταία γίνεται με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Για να ανακυκλώνονται οι αστοί πολιτικοί, να χαράσσονται ψευδείς διαχωριστικές γραμμές που επιτρέπουν την εναλλαγή στην εξουσία πολιτικών χωρίς αλλαγή πολιτικής, για να επιβεβαιώνεται η ρήση περί μη ύπαρξης αδιεξόδων στη δημοκρατία.
Η ενσυναίσθηση υποτίθεται ότι είναι το θεμέλιο των ηθικών αξιών ενός αστικού κράτους. Θεωρείται ότι, όταν βρίσκεται στο επίκεντρο της κοινωνικής οργάνωσης, επιτρέπει να συμβιβάσουμε τις εγωιστικές μας ανάγκες και τις κοινωνικές μας υποχρεώσεις και να χτίσουμε γέφυρες μεταξύ προβλημάτων, πολιτισμών και κοινωνιών. Κι έτσι και η τοξικότητα στο λόγο, ακόμα και όταν δεν περιλαμβάνει βρισιές, αλλά ένα σύνολο λέξεων που λόγω του πλαισίου μπορούν να οδηγούν σε ένα είδος συμβολικής βίας, θα εκλείπει.
Αυτό λοιπόν το φαινόμενο, να μπαίνει κανείς, και κυρίως ο πολιτικός, στη θέση του άλλου και πιθανώς να μοιράζεται τα συναισθήματά του, που συχνά θεωρείται ως η πηγή ηθικής και αλτρουιστικής συμπεριφοράς, ούτε λίγο ούτε πολύ τα τελευταία χρόνια προβάλλεται εμμέσως ότι είναι η λύση στις κοινωνικές συγκρούσεις και διακρίσεις.
Μόνο που η ρητορική γραμμή επιχειρημάτων ότι η ενσυναίσθηση υποδηλώνει ταυτόχρονα και ανάλογη λήψη πολιτικών αποφάσεων και δράση δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται από την πραγματικότητα. Τα τελευταία χρόνια στην αστική μας δημοκρατία δεν παραλείπουν οι υποτιθέμενοι εκπρόσωποί μας να διαφημίζουν για το πόσο συμμερίζονται τις αγωνίες των εργαζομένων σε κάθε ευκαιρία, χωρίς αυτό βέβαια να εξασφαλίζει καμιά βελτίωση τους στην υλική πραγματικότητα. Παράδειγμα, η τόσο εμφανώς εκδηλούμενη ενσυναίσθηση όλου του υπουργικού συμβουλίου τις ημέρες μετά το εγκληματικό δυστύχημα στα Τέμπη που δεν λειτούργησε ανασταλτικά για τη συγκάλυψή του.
Εξάλλου, παρακάμπτεται το ζήτημα, πώς σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από ταξικές συγκρούσεις και σχέσεις εξουσίας, μπορεί να αναπτυχτεί η ενσυναίσθηση, δηλ. η ικανότητά μας να αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας στους άλλους. Σε μια κοινωνία που ο κυρίαρχος λόγος, η πολιτική προπαγάνδα, μέσα ενημέρωσης κατασκευάζουν την απανθρωποίηση του άλλου ή κι απλώς την κατωτερότητά του πώς μπορεί να αντισταθεί η ενσυναίσθηση και δεν θα είναι εσφαλμένη και επιλεκτική; Πώς μπορεί η ενσυναίσθηση να θεωρείται φυσική και καθολική, ενώ η πραγματικότητα δείχνει ότι δεν αντιστέκεται στις πολιτιστικές και ρατσιστικές προκαταλήψεις ούτε στους μηχανισμούς κυριαρχίας ή ακόμα και διαγραφής του άλλου; Και πώς είναι δυνατό η τοξικότητα να μην μολύνει σαν δηλητήριο την πράξη ομιλίας αν δεν επισημανθούν οι μηχανισμοί, και οι σχέσεις τους με το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, με τους οποίους οι πράξεις ομιλίας και οι πρακτικές της μπορούν να προκαλέσουν βλάβη;
Ενσυναίσθηση και τοξικότητα χρησιμοποιούνται για να ταλαντεύονται οι πολιτικές συζητήσεις ανάμεσα σε διχοτομίες όπως σκέψη και συναίσθημα, φύση και ανατροφή, εγωισμός και αλτρουισμός, άτομο και ομάδα, χωρίς καν οι λέξεις να φέρουν ένα κοινωνικοπολιτικό βάρος. Το αίτημα για ενσυναίσθηση ως μια ατομική και συναισθηματική απάντηση στα βάσανα και την αδικία, αποκαλύπτει την πολιτική του διάσταση και η σκόπιμη υπερεκτίμηση της δυναμικής του για την επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων αποβλέπει στον εξοβελισμό των κοινωνικών αγώνων.