«Πριν το Τέλος / Dying» του Ματίας Γκλάσνερ (Γερμανία, 2024)
Η ταινία ακολουθεί τον Τομ, έναν άντρα που ισορροπεί μεταξύ δύο κόσμων, προσπαθώντας να κατανοήσει και να ενσωματώσει τις αντιφάσεις της ζωής του.
Πάνω σε μια λεπτή εύθραυστη γραμμή ισορροπίας που χωρίζει (ή ενώνει;) τη σύμβαση με την αντισυμβατικότητα, τον θάνατο με τη ζωή, την αγάπη με το μίσος, τον έρωτα με τη συντροφικότητα, τις ενοχές με την απενοχοποίηση, τις σιωπές με τα βίαια ξεσπάσματα, την ανάγκη για επικοινωνία με το καταφύγιο της μοναξιάς, την ελευθερία της επιλογής με τον φόβο που λειτουργεί ανασταλτικά ως προς αυτή, τη δύναμη να αντέχεις με την αδυναμία να συντονίζεσαι και να εναρμονίζεσαι με το ανεκτό, πάνω σε αυτή τη γραμμή ακροβατεί ο ήρωάς μας, ο Τομ. Ανάμεσα σε δύο κόσμους που προσπαθεί να κατανοήσει και να τους συμπεριλάβει στο δικό του ανεξερεύνητο σύμπαν που σιγά σιγά του αποκαλύπτεται και ταυτόχρονα αποκαλύπτεται και σε εμάς, μέσα από τις 4 ενότητες πάνω στις οποίες διαρθρώνεται η ταινία. Ενότητες όπου σε κάθε μία χαρτογραφούνται οι ανάγκες, οι επιθυμίες, τα αδιέξοδα των ατόμων που κινούνται γύρω από τη ζωή του Τομ, με τρόπο που αν και σε κάθε ενότητα οι πρωταγωνιστές αλλάζουν, ωστόσο οι ζωές τους συνδέονται άμεσα, με νήματα που διαμορφώνουν την πορεία των ηρώων μας μέσα σε αυτές και καθορίζουν τις τελικές επιλογές τους. Σε κάθε ενότητα πρωταγωνιστεί ένα από τα μέλη της οικογένειας του Τομ, οι γονείς του και η αδελφή του . Μιας τυπικής γερμανικής οικογένειας με τα προβλήματα και τις δυσλειτουργίες που μπορούμε να συναντήσουμε σε κάθε μεσοαστική οικογένεια του δυτικού κόσμου.
Σε τρεις βασικούς πυλώνες στηρίζεται η πολύ σπουδαία αυτή ταινία που διαρκεί τρεις ολόκληρες ώρες αλλά που δεν καταλαβαίνουμε πώς περνούν. Ο σκηνοθέτης, Ματίας Γκλάσνερ με μία αφοπλιστική ειλικρίνεια μας φέρνει αντιμέτωπους με τους φόβους μας, τους μεγάλους φόβους μας απέναντι στα γηρατειά, απέναντι στην ανημποριά, απέναντι στον θάνατο , όχι μόνο τον σωματικό αλλά και τον ψυχικό. Οι φόβοι των ηρώων είναι και οι δικοί μας φόβοι και αποτελούν τον πρώτο πυλώνα πάνω στον οποίο χτίζεται η ταινία, έτσι που στη συνέχεια να μας γίνουν απολύτως κατανοητές οι συμπεριφορές των ηρώων μας, οι στάσεις τους και οι επιλογές τους. Πάνω στα μεγάλα λάθη τους συναντούμε και δικά μας μεγάλα λάθη. Εκεί βρίσκεται ο δεύτερος πυλώνας που δομείται από τα λάθη που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις ζωές των πρωταγωνιστών και που μέσα από αυτά διαμορφώθηκε το θολό τοπίο της ζωής τους, ένας χαοτικός κόσμος όπου οι ανάγκες και οι επιθυμίες τους προσέκρουαν πάνω στη λάθος διαμορφωμένη αντίληψή τους για τους ίδιους τους τους εαυτούς, για αυτό που περίμεναν οι άλλοι από αυτούς και για τον λάθος τρόπο που προσλάμβαναν οι ίδιοι τα μηνύματα που εξέπεμπε ο περίγυρός τους. Και ο τρίτος βασικός πυλώνας είναι το ξεκαθάρισμα. Οι τελικές επιλογές που δεν έρχονται απλά, αλλά μέσα από τις συναισθηματικές δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλουν τους εαυτούς τους. Σκληρές δοκιμασίες στις οποίες οι έννοιες της μητρότητας, της πατρότητας, της φιλίας, του έρωτα, της βοήθειας προς τον άλλον μπαίνουν στο μικροσκόπιο και αναλύονται διεξοδικά. Και η ανάλυσή τους γίνεται με μεγάλη τόλμη και γενναιότητα . Γιατί όταν αναλύεις κάτι και προσπαθείς να αποδώσεις το δικό σου νόημα, να βρεις δηλαδή το τι σημαίνουν για εσένα όλες οι παραπάνω έννοιες και πώς εσύ μπορείς να βρεις τη δική σου πλήρωση σε αυτές, πρέπει να τις ξεφορμάρεις από την προκαθορισμένη φόρμα τους στην οποία από μικρός εκπαιδεύεσαι να συνηθίσεις να ζεις σε αυτήν, και να αναλάβεις το δύσκολο και επίπονο έργο της αποδόμησής τους, να τις διαλύσεις και τις ανασυνθέσεις με τους δικούς σου όρους που πηγάζουν από τις δικές σου ανάγκες. Τότε φτάνεις στο σημείο να μην φοβάσαι να νιώθεις ότι μέσα από το αντίθετο του αντιθέτου αναπνέεις , ζεις, έτσι που ό,τι για τους άλλους είναι νεκρό για εσένα να είναι ζωντανό και το αντίθετο. Τότε είναι που ανακαλύπτεις ότι η τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης δεν βρίσκεται στο τέλος αυτής, αλλά στο τέλος μιας προσπάθειας που δεν μπήκες καν στον κόπο να επιχειρήσεις ή που εγκατέλειψες πρόωρα.
Ένας κινηματογράφος που εξαρχής θέτει τη συνθήκη του «ξεβολέματος» που τον παρακολουθείς εφόσον έχεις, όχι απλά τη διάθεση, αλλά και την ανάγκη να μπεις σε αυτή τη συνθήκη και μόνο με αυτή την προϋπόθεση μπορείς να τον παρακολουθήσεις, προκειμένου να συνοδοιπορήσεις με τους ήρωες, να σταθείς απέναντί τους, όχι σαν κριτής των ζωών τους, αλλά να νιώσεις τον αγώνα της αναζήτησης της αρμονίας και της ισορροπίας που ο καθένας από εντελώς διαφορετικές πορείες επιζητά.
Μα νιώσεις βαθιά μέσα σου ότι αυτή η αρμονία και η ισορροπία προσομοιάζει πολύ με την ηρεμία και την ισορροπία που ανακαλύπτεις σε ένα ορχηστρικό κομμάτι, όπου δεν εκτελείται μηχανικά, αλλά μέσα σε αυτό υπάρχει ο αυτοσχεδιασμός του συνθέτη και του μαέστρου που απελευθερώνουν μια ρυθμική ευκαμψία μέσα από σύνθετες αντιστίξεις που όμως αποδίδουν το πολύπλοκο νόημα της σύνθεσης, σαν αυτή η σύνθεση να είναι τελικά η ίδια σου η ζωή.
Η ταινία απέσπασε το Βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Βερολίνου, προβλήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο 30o Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας και προβάλλεται πλέον, στις κινηματογραφικές αίθουσες.