Μεγάλη Παρασκευή 1944
“Τώρα η πόλη του Αγρινίου Επιτάφιο θυμίζει
καθώς αίμα και θάνατο η άνοιξη μυρίζει
Μια πόλη χτυπημένη, μια ανοιχτή πληγή
Κι ήτανε Μεγάλη Παρασκευή…”

Δεν είναι λόγω της ημέρας που πένθιμα χτυπούν καμπάνες
είναι που έστησαν στην πλατεία για άλλη μια φορά κρεμάλες
είναι το σκάψιμο των λάκκων που προμηνύει θανατικό
και πίσω από την εκκλησία προσμένει απόσπασμα εκτελεστικό.
Έσυραν πρώτα στην πλατεία τρεις ΕΠΟΝίτες να τους κρεμάσουν
για να φοβηθεί ο κόσμος και οι αντάρτες να λουφάξουν
Έπειτα έστησαν στον τοίχο εκατόν δεκαεφτά λεβέντες
Του εχθρού τα πολυβόλα βροχή τους έριξαν τις σφαίρες
Κύλησαν τα κορμιά στο χώμα που κόκκινο έγινε απ’ το αίμα
και τα άλλα τρία στην αγχόνη παρέμειναν εκτεθειμένα
για να τα βλέπουν οι πολίτες και να δακρύζουν οι μανάδες
όσο μιας άλλης μάνας πένθος ψέλναν στην εκκλησιά οι παπάδες
Έαρ γλυκύ που έγινες πένθιμο, δακρύβρεχτο, αιματοβαμμένο
για έναν λαό απροσκύνητο όμως πολύπαθο, βασανισμένο
Πόσο μοιάζουν με την Παναγιά οι Αγρινιώτισσες γυναίκες
που θρηνούν γονατισμένες σαν πανάρχαιοι ικέτες
μπροστά σε κρεμάλες και σε σώματα τουφεκισμένα
τα παιδιά τους τα εκτελεσμένα.
Τι Πάσχα άραγε να κάνει ετούτος ο φτωχός λαός
όταν κατοχικές δυνάμεις του τρώνε όλο του το βιος
και προσπαθεί συνέχεια να γλυτώνει
από τον θάνατο που απειλητικά ζυγώνει;
Ένας λαός σε αλυσίδες μία Ανάσταση προσμένει
τη μέρα που ελεύθερα επιτέλους θα ανασαίνει
τη μέρα που οι καμπάνες πένθιμα δε θα χτυπάνε
μα χαρμόσυνα, ενώ οι άνθρωποι γλεντάνε.
Τώρα η πόλη του Αγρινίου Επιτάφιο θυμίζει
καθώς αίμα και θάνατο η άνοιξη μυρίζει
Μια πόλη χτυπημένη, μια ανοιχτή πληγή
Κι ήτανε Μεγάλη Παρασκευή.
Ουρανομήκεις ιαχές φτάνουν στον ουρανό
καθώς το Αγρίνιο θρηνεί
όπως πριν λίγο καιρό τα Καλάβρυτα
όπως αργότερα ο Χορτιάτης και η Καισαριανή
Του ναζισμού το χτύπημα στο Αγρίνιο βαρύ
Η Παναγιά δακρύζει για όσα γίνονται στη γη
κι ήτανε Μεγάλη Παρασκευή.
Βέρα Δόγια
[Για τους 120 εκτελεσμένους, στο Αγρίνιο, που δολοφονήθηκαν από τις κατοχικές δυνάμεις τη Μεγάλη Παρασκευή, στις 14 Απριλίου 1944]