Τζωρτζ Ουάσινγκτον-Από δουλοκτήτης πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ
Το 1789 εκλέχθηκε πρώτος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο μόνος που έλαβε θετική ψήφο από κάθε μέλος του Συμβουλίου των Εκλεκτόρων, επίτευγμα ανεπανάληπτο στην αμερικανική ιστορία.
O Τζώρτζ Ουάσινγκτον γεννήθηκε στη Βιρτζίνια ως ο μεγαλύτερος από τα έξι παιδιά του Αυγουστίνου και της Μαίρης Ουάσινγκτον. Η οικογένεια του ανήκε στη μεσαία τάξη και καταγόταν από την Αγγλία απ’ όπου είχε μεταναστεύσει ο προπάππος του Τζων μετά την άνοδο του Κρόμγουελ στην εξουσία που σήμανε απώλεια της περιουσίας του. Δεν είναι γνωστά πολλά στοιχεία για την παιδική του ηλικία, πέραν του γεγονότος ότι έλαβε ως την ηλικία των 15 τη βασική του μόρφωση κατ’ οίκον, ενώ ασχολήθηκε εντατικά και με τις φυτείες καπνού και τα κοπάδια του πατέρα του, ιδίως αφότου τον έχασε στα 11 του χρόνια. Από νεαρή ηλικία δούλευε ως τοπογράφος στην κομητεία του Κάλπερερ, του Φρέντερι και της Αυγούστα. Μετά το θάνατο του αδερφού του Λώρενς και της μοναχοκόρης αυτού λίγο αργότερα, ο Ουάσινγκτον κληρονόμησε τη μεγαλύτερη έκταση της Βιρτζίνια, το Όρος Βέρνον, ενώ αργότερα επεξέτεινε την περιουσία του αγγίζοντας τα 8000 εκτάρια.
Στις αρχές του 1750 άρχισε τη στρατιωτική του καριέρα, όταν διορίστηκε ταγματάρχης της πολιτοφυλακής της Βιρτζίνια, την περίοδο που οι Γάλλοι προσπαθούσαν να επεκταθούν στην κοιλάδα του Οχάιο, που είχε ασαφή σύνορα με τη Βιρτζίνια, προκαλώντας μεθοριακές συγκρούσεις. Ένα από αυτά τα επεισόδια, στα οποία πρωταγωνίστησε ο Ουάσινγκτον, σκοτώνοντας ένα Γάλλο διοικητή και εννέα άνδρες του στο Fort Duquesne, σήμανε την έναρξη του Γαλλοϊνδικού πολέμου. Η στρατιωτική του εμπειρία υπήρξε σε γενικές γραμμές απογοητευτική και ο ίδιος αποσύρθηκε από το σύνταγμά του της Βιρτζίνια στα τέλη του 1758, επιστρέφοντας στο Όρος Βέρνον. Λίγες εβδομάδες μετά παντρεύτηκε την πλούσια χήρα Μάρθα Κάστις, κι έτσι έγινε ένας από τους πιο πλούσιους γαιοκτήμονες της Βιρτζίνια, έχοντας στην κατοχή του πάνω από 100 σκλάβους. Υπάρχουν αντικρουόμενες μαρτυρίες για τη συμπεριφορά του προς αυτούς, φαίνεται πάντως πως δε διέφερε ιδιαίτερα από το μέσο όρο των ανθρώπων της τάξης του σε αυτό το θέμα εκείνα τα χρόνια, όπως μαρτυρούν και οι συχνές αποδράσεις σκλάβων από το όρος Βέρνον.
Τη δεκαετία που προηγήθηκε της Επανάστασης, ο Ουάσινγκτον παρά την αντίθεσή του σε επιμέρους πτυχές της βρετανικής αποικιακής πολιτικής, ήταν σαφώς αντίθετος στην πρόθεση των αποικιών της Αμερικής να κηρύξουν ανεξαρτησία, σταδιακά όμως μετατοπίστηκε στο αντιβρετανικό στρατόπεδο. Το Μάιο του 1775 ταξίδεψε στο Κογκρέσο της Φιλαδέλφειας ντυμένος στρατιωτικά, ώστε να δείξει την ετοιμασία του για πόλεμο. Διορίστηκε αρχιστράτηγος των αποικιών, λόγω του κύρους, της στρατιωτικής του εμπειρίας και του προσωπικού του χαρίσματος, αλλά κυρίως επειδή η επανάσταση είχε ξεκινήσει στη Νέα Αγγλία, που εκείνη την περίοδο ήταν οι μόνες αποικίες που επηρεάζονταν άμεσα από τα καταπιεστικά βρετανικά μέτρα. Η Βιρτζίνια ως μεγαλύτερη βρετανική αποικία έπρεπε να προβληθεί καθώς η Νέα Αγγλία χρειαζόταν και την υποστήριξη του αμερικανικού νότου. Το Μάρτιο του 1776 κατέλαβε τη Βοστώνη, ωστόσο απέτυχε να κρατήσει τη Νέα Υόρκη την ίδια χρονιά, υφιστάμενος συντριπτική ήττα και παράδοση 2.800 αντρών. Ωστόσο τις μέρες των Χριστουγέννων, κατόρθωσε να διασχίσει τον ποταμό Ντέλαγουερ και να επιτεθεί σε μισθοφορικές δυνάμεις των Βρετανών στο Τρέντον και λίγες μέρες αργότερα στο Πρίνστον. Σημείο καμπής υπήρξε η νίκη των αμερικανικών δυνάμεων στη μάχη της Σαρατόγκα, που παρακίνησε τη Γαλλία να πάρει ανοιχτά θέση υπέρ των διεκδικήσεων των αποικιών. Οι γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις που απεστάλησαν μαζί με το στόλο έδωσαν στους επαναστάτες το συγκριτικό πλεονέκτημα που τους έλειπε. Η ναυμαχία του Γιόρκταουν που έληξε με την παράδοση των Βρετανών στις 19 Οκτωβρίου 1781 έμελλε να σηματοδοτήσει το τέλος των εχθροπραξιών, παρότι εκείνη την εποχή δεν ήταν ακόμα σαφές ότι οι Βρετανοί θα αποσύρονταν. Επιπλέον, υπήρχε ο κίνδυνος στάσης των Αμερικανών στρατιωτών, απλήρωτων για χρόνια, που ο Ουάσινγκτον απέτρεψε πείθοντας το Κογκρέσο να χορηγήσει ένα πενταετές μπόνους το Μάρτη του 1783. Το Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς, οι Βρετανοί εκκένωσαν τη Νέα Υόρκη και τις άλλες πόλεις, σηματοδοτώντας την ανεξαρτησία των Αμερικανών, κι έτσι ο Ουάσινγκτον τον επόμενο μήνα παραιτήθηκε από αρχιστράτηγος κι επέστρεψε στα κτήματά του, τα οποία είχαν περιπέσει σε εγκατάλειψη τα χρόνια του πολέμου. Χάρη σε γενναία οικονομική ενίσχυση του Κογκρέσου κατόρθωσε και πάλι να ανακτήσει την ευμάρειά του. Το 1787 επανήλθε στην πολιτική δράση, καθώς τα Άρθρα της Συνομοσπονδίας με τα οποία η κεντρική εξουσία διαμοιραζόταν μεταξύ των πολιτειών, που όμως δεν ήταν ενωμένες και είχαν συχνές συγκρούσεις για συνοριακά και οικονομικά ζητήματα, δεν κατόρθωναν να δώσουν σταθερότητα στις ανεξάρτητες πια περιοχές. Εκλέχθηκε πρόεδρος της συντακτικής συνέλευσης που ψήφισε το Σύνταγμα των Ηνωμένων πολιτειών, το οποίο εγκρίθηκε τελικά οριακά μετά από σκληρές διαμάχες.
Το 1789 εκλέχθηκε πρώτος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο μόνος που έλαβε θετική ψήφο από κάθε μέλος του Συμβουλίου των Εκλεκτόρων, επίτευγμα ανεπανάληπτο στην αμερικανική ιστορία. Ορκίστηκε στην Νέα Υόρκη, τότε πρωτεύουσα του κράτους. Διόρισε ως στενούς του συνεργάτες σημαντικές μορφές όπως ο Αλεξάντερ Χάμιλτον και ο Τόμας Τζέφερσον, και συμβουλευόταν προσεχτικά τους υπουργούς του πριν λάβει αποφάσεις. Ωστόσο τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του είχε να αντιμετωπίσει τη λεγόμενη “Εξέγερση του Ουίσκυ” το 1792 στην ύπαιθρο της Πενσυλβάνια, όταν επέβαλε φόρους στα αποσταγμένα ποτά. Ηγήθηκε προσωπικά της εκστρατείας καταστολής, μπαίνοντας επικεφαλής πολιτοφυλακών από διάφορες πολιτείες.
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής τήρησε ουδετερότητα, όταν κατά τη διάρκεια της γαλλικής επανάστασης Γαλλία και Βρετανία βρέθηκαν εκ νέου αντιμέτωπες, προκαλώντας την οργή του Τζέφερσον, που έβλεπε με συμπάθεια τα επαναστατικά ιδανικά και πίεζε για τήρηση των παλαιών δεσμεύσεων της χώρας έναντι του συμμάχου της. Για τον Ουάσινγκτον, τα οφέλη μιας ειρήνης με τη Βρετανία ήταν μεγαλύτερα, καθώς διασφάλιζε τα σύνορα με τον τότε Βρετανικό Καναδά και παρεμπόδιζε το ενδεχόμενο νέου πολέμου που θα αποτελούσε τροχοπέδη για την οικονομία του νεοπαγούς κράτους. Κατά τη διάρκεια των δύο θητειών του ως προέδρου, μέτρο το οποίο τηρήθηκε απαρέγκλιτα με εξαίρεση την περίοδο του Φραγκλίνου Ρούζβελτ, ο Ουάσινγκτον είδε προς μεγάλη του αποστροφή το σχηματισμό πολιτικών κομμάτων, καθώς γύρω από τους συνεργάτες του Χάμιλτον και Τζέφερσον άρχισαν να σχηματίζονται τα κόμματα των Φεντεραλιστών και των Δημοκρατικών Ρεπουμπλικανών αντίστοιχα, θέτοντας τις βάσεις της δικομματικής εναλλαγής στην κυβέρνηση των ΗΠΑ που κρατά ως τις μέρες μας.
Νιώθοντας τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, συνέθεσε με τη βοήθεια του Χάμιλτον τον αποχαιρετιστήριο λόγο του προς τον αμερικανικό λαό, προτρέποντας τον να τιμήσει την Ένωση (των πολιτειών) και να αποφύγει τις μονομερείς δεσμεύσεις στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Παραχώρησε την εξουσία στον Τζων Άνταμς στις αρχές του 1797 και επέστρεψε στο όρος Βέρνον, έχοντας πρώτα δώσει χάρη στους εξεγερμένους της Πενσυλβάνια. Πέρασε τα δυο τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολούμενος εντατικά με τις φυτείες του, που είχαν παραμεληθεί στη διάρκεια της προεδρίας του. Ένα βράδυ που γύρισε με το άλογό του εν μέσω χιονοθύελλας από τα κτήματά του, έφαγε δείπνο με βρεγμένα ρούχα κι έπεσε για ύπνο. Την επόμενη μέρα ξύπνησε με ερεθισμένο λαιμό ενώ τις επόμενες μέρες η υγεία του επιδεινώθηκε. Πέθανε τελικά το Δεκέμβρη του 1799, βυθίζοντας στο πένθος τη χώρα. Αλλά και στην Ευρώπη, τα νέα του θανάτου του έγιναν δεκτά με θλίψη, καθώς οι παλιοί του αντίπαλοι Βρετανοί του απέτισαν φόρο τιμής δια του στόλου τους, ενώ ο Ναπολέων διέταξε στην επικράτειά του δέκα μέρες πένθους. Στη διαθήκη του όριζε την απελευθέρωση των σκλάβων του Όρους Βέρνον μετά το θάνατο της γυναίκας του.