Το έμψυχο μηχάνημα
Το ραδιόφωνο κρυμμένο ή ελεύθερο στα βουνά της ελευθερωμένης Ελλάδας, έδινε κουράγιο στον δοκιμασμένο λαό. Αργότερα, μετά την απελευθέρωση, στον Εμφύλιο, η «Φωνή της Αλήθειας» από το Βουκουρέστι κατέβαινε για να πείσει και να ενθαρρύνει τους αποκλεισμένους στα νησιά και στις φυλακές.
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου (13 Φλεβάρη), αντιγράφουμε από το περιοδικό Το Δέντρο (τ. 106, Μάης – Ιούνης 1999, τεύχος αφιερωμένο στις Ημέρες ραδιοφώνου), ένα κείμενο της ποιήτριας, πεζογράφου και μεταφράστριας Βικτωρίας Θεοδώρου.
Άκουγα για πρώτη φορά το ραδιόφωνο στο καφενείο της γειτονιάς μας. Περνούσα με τις συμμαθήτριές και μας σταμάτησε η μουσική, που δεν έβγαινε από κανένα όργανο κι οργανοπαίκτη. Το ραδιόφωνο μετέδιδε «βαριά» πένθιμα εμβατήρια κι αναρωτηθήκαμε για ποιον. Πέθανε ο μεγάλος Κυβερνήτης! Είμαστε στα Χανιά και δε μας το ’παν έτσι ακριβώς – είναι γνωστά τα αισθήματα και οι εκτιμήσεις για τον δικτάτορα της 4ης Αυγούστου, σ’ αυτό το νησί.
Η πένθιμη συναυλία ωστόσο μου πήγαινε. Ταίριαζε με το κλίμα του πολέμου που είχε αλλάξει τη ζωή μας – ένα προαίσθημα σκοτεινό για το τι θ’ ακολουθούσε.
Όλα πάνε περίφημα. Νίκες, προελάσεις στα χιονισμένα βουνά, εθνική υπερηφάνεια. Καμιά προειδοποίηση για το τι μας έμελλε. Οι «μυστικοί» δεν έβλεπαν με καλό μάτι όσους μετακινούσαν τη βελόνα για να μάθουν νέα κι από ξένους σταθμούς. Οι σειρήνες και τ’ αντιαεροπορικά από τη βάση της Σούδας φρόντιζαν γι’ αυτό.
Εκείνα τα χρόνια το ραδιόφωνο δεν έγινε όργανο ψυχαγωγίας και μόρφωσης. Πολύ γρήγορα οι άνθρωποι στερήθηκαν αυτό το θαύμα της επιστήμης. Τα ραδιόφωνα δηλώθηκαν και σίγησαν. Κατέβαινε τώρα ο κατακτητής αυτοπροσώπως, σαρώνοντας τα έργα και τη ζωή των ανθρώπων. Το έμψυχο μηχάνημα εξαφανίσθηκε. Το κατάπιαν οι κρύπτες και τα σπήλαια των βουνών. Έγινε ένα μηχάνημα θανατηφόρο.
Οι κατακτητές, που φρόντιζαν να ζουν ανάμεικτα με τον πληθυσμό μέσα στις πόλεις, είχαν τα ραδιόφωνα ολημέρα ανοικτά στη μεγαλύτερη ένταση για ν’ ακούουν τη μουσική του Βάγκνερ, τα βαλς και τα θούρια, παριστάνοντας τους ευτυχισμένους που κατακτήσανε τη «ζεστή Κρήτη». Δεν είχαμε παράπονο. Ακούαμε υπέροχους τραγουδιστές της όπερας και τη Λιλή Μαρλέν όλη μέρα, ακόμα και τους σχεδιαστές της ενωμένης Ευρώπης μέσα στην γερμανική Ειρήνη και Τάξη.
Παράνομο, κρυμμένο στα βουνά ή στην πόλη, το ραδιόφωνο μετέδιδε ωστόσο την πορεία του πολέμου και τα σχέδια των λαών για αντίσταση.
Κάποιοι νέοι ορκισμένοι, με ακοή κυνηγόσκυλου, ζούσαν κοντά του μέρα νύχτα, σημείωναν τις ειδήσεις από Λονδίνο, Κάιρο, Μόσχα κι άλλοι τις αντέγραφαν σε χιλιάδες δελτία που κυκλοφορούσαν σ’ ολόκληρη τη χώρα.
Εδώ αντιγράφω δυο σελίδες από τη μαρτυρία του Χαρίδημου Σπανουδάκη για ένα σχετικό γεγονός, στο χωριό Τοπόλια Κισσάμου, το 1943.
«Ένα τέτοιο παράνομο δελτίο είχε φέρει ο Γιαννουδάκης από το Βουλγάρω (τοπωνύμιο από τους Βούλγαρη, βυζαντινή οικογένεια που είχε εγκατασταθεί εκεί επί Νικηφόρου Φωκά) και το έδωσε στον πατέρα μου, ο οποίος πάλι το έδωσε στον Νικολή Μανικάκη. Ο Νικολής το είχε βάλει στο τσεπάκι του σακκακιού του και καθότανε στο καφενείο του Σταυρομανώλη. Και όταν ξαφνικά παρουσιάστηκε από τη στροφή, ερχόμενη από τον Κατσοματάδω, μια μαύρη Μερσεντές της Γκεστάπο, με μια ενστικτώδη κίνηση ακούμπησε το χέρι του στην τσέπη που είχε το δελτίο. Ο Γερμανός πρόσεξε την κίνηση αυτή, σταμάτησε το αυτοκίνητο, κατέβηκε και πηγαίνοντας κατ’ ευθείαν προς το Νικολή έβαλε το χέρι στην τσέπη του και έβγαλε το χαρτί. Αμέσως τον έβαλαν στο αυτοκίνητο, τον πήγαν στο στρατόπεδο της Αγίας και άρχισαν να τον βασανίζουν για να μαρτυρήσει ποιος του έδωσε το δελτίο, δίνοντάς του συγχρόνως την υπόσχεση πως, αν μαρτυρήσει, θα τον αφήσουν ελεύθερο. Με κάποιο τρόπο ο Νικολής παράγγειλε να πουν στον πατέρα μου να κρυφτεί γιατί, μη υποφέροντας τα βασανιστήρια, πιθανόν να μαρτυρούσε. Ο πατέρας βέβαια δεν περίμενε την ειδοποίηση αυτή για ν’ αρχίσει να κρύβεται. Ύστερα από λίγες μέρες ήρθε το θλιβερό νέο, πως εκτελέσανε το Νικολή και σε λίγες μέρες ακόμη το αυτοκίνητο της Γκεστάπο σταμάτησε στον αστυνομικό σταθμό του χωριού και οι Γερμανοί ζήτησαν από το σταθμάρχη να τους οδηγήσει στο σπίτι μας. Σταθμάρχης ήταν τότε ο συγγενής μας Νίκος Γουλέτας, που τους οδήγησε, αφού προηγουμένως έστειλε να ειδοποιήσουν τον πατέρα, αν ήταν εκεί, να φύγει. Μαζί με τον πατέρα μου κρυβόμουνα κι εγώ…»
Το ραδιόφωνο κρυμμένο ή ελεύθερο στα βουνά της ελευθερωμένης Ελλάδας, έδινε κουράγιο στον δοκιμασμένο λαό. Αργότερα, μετά την απελευθέρωση, στον Εμφύλιο, η «Φωνή της Αλήθειας» από το Βουκουρέστι κατέβαινε για να πείσει και να ενθαρρύνει τους αποκλεισμένους στα νησιά και στις φυλακές.
Όργανο αγγελικό το ραδιόφωνο, που το εκμεταλλεύτηκαν όλες οι εξουσίες, είναι συνώνυμο με την ιστορία του αιώνα που ζήσαμε[…]
Είμαι νοσταλγός των ήχων και της γοητείας του ραδιοφώνου και συχνά, εφάπτοντάς το στ’ αυτί μου, ξεδιαλέγω μουσική και λόγο. Με κλειστά μάτια. Εύχομαι να παραταθεί η ευεργεσία.
Βικτωρία Θεοδώρου