Ρίχαρντ Βάγκνερ-Ο αγαπημένος συνθέτης του Χίτλερ κι η αμφιλεγόμενη κληρονομιά του.
Ο αντισημιτισμός του μπορεί να θεωρηθεί “πρωτοποριακός”, καθώς πρωτοεκφράζεται δεκαετίες πριν την εξάπλωσή του, σε πολιτικό πια επίπεδο. στο γερμανόφωνο χώρο.
Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, που έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή το 1883 στη Βενετία, ανήκε αναμφίβολα στους σημαντικότερους συνθέτες της κλασικής μουσικής του 19ου αιώνα, καθώς ιδιαίτερα οι όπερες που συνέθεσε, όπως “Ο ιπτάμενος Ολλανδός”, “Τριστάνος και Ιζόλδη” αλλά κυρίως η επική τετραλογία “Το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν” χαίρουν μεγάλης δημοφιλίας μέχρι σήμερα. Με μία εξαίρεση, το κράτος του Ισραήλ, όπου πλην ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων, ελάχιστες φορές έχουν ανέβει έργα του συνθέτη κι αυτά εν μέσω σφοδρών αντιδράσεων, για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο, που δεν είναι άλλος από τον τοξικό αντισημιτισμό του συνθέτη, ο οποίος τον κατέστησε τον αγαπημένο συνθέτη του Αδόλφου Χίτλερ.
Στη Γερμανία κυρίως, αλλά όχι μόνο εκφράζεται συχνά η άποψη πως οι αντιπαλότητα του για τους Εβραίους δεν ήταν τίποτε άλλο παρά αποτέλεσμα φθόνου που ένιωθε για δυο πιο επιτυχημένους εκείνη την εποχή συναδέλφους του, τον (βαπτισμένο) Μέντελσον-Μπαρτόλντυ και τον Τζάκομο Μάιερμπεερ. Κάτι το οποίο υποτιμά τόσο τη σοβαρότητα του θέματος, όσο και τον ίδιο το συνθέτη, που εκτός του μουσικού, μας άφησε κι ένα ευρύ συγγραφικό έργο, αποτελούμενο από δέκα τόμους με κείμενα που εκτείνονται από καλλιτεχνικά μέχρι και θρησκευτικά αλλά και κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Αντιλαμβανόταν δηλαδή το ρόλο του ως ενεργού διαμορφωτή της κοινής γνώμης, κι έτσι ακριβώς είναι το δίκαιο να αντιμετωπίζεται κι από τους μεταγενέστερους μελετητές του έργου του.
Ο αντισημιτισμός του μπορεί να θεωρηθεί “πρωτοποριακός”, καθώς πρωτοεκφράζεται δεκαετίες πριν την εξάπλωσή του, σε πολιτικό πια επίπεδο, στο γερμανόφωνο χώρο. Το 1850 πιο συγκεκριμένα δημοσιεύει το “Ο Εβραϊσμός στη Μουσική”, όπου μεταξύ άλλων αναφέρει πως: “Ο Εβραίος κυριαρχεί και θα κυριαρχεί για όσο το χρήμα παραμένει στην εξουσία, μπροστά στην οποία κάθε μας πράξη χάνει τη δύναμή της”. Νιώθει μάλιστα αρκετή αυτοπεποίθηση, ώστε το 1869 επανεκδίδει το αρχικά ανώνυμο μανιφέστο με την υπογραφή του, προκαλώντας οργισμένες αντιδράσεις σε διάφορες πόλεις, ενώ κάποιες παραστάσεις έργων του διακόπηκαν από αποδοκιμασίες θεατών. Ο Βάγκνερ όχι μόνο δεν πτοήθηκε, αλλά πρότεινε τον “βίαιο εκτοπισμό του αποσυνθετικού ξενικού στοιχείου”, ενώ σύμφωνα με ημερολογιακές καταχωρήσεις της ομοϊδεάτισσας συζύγου του Κόζιμας, είχε εκφράσει “έντονα αστειευόμενος”, την επιθυμία να καούν όλοι οι Εβραίοι. Καθόλου “αστείοι” δε μπορούν να θεωρηθούν κι οι χαρακτηρισμοί “σκουλήκια”, “αρουραίοι”, “ποντίκια” και άλλοι παρόμοιοι, που επεφύλασσε για εκείνους.
Σε επιστολή του προς το Βαυαρό βασιλιά και μεγάλο προσωπικό θαυμαστή του, ο Βάγκνερ έγραφε το 1881 πως θεωρούσε “την εβραϊκή φυλή γεννημένο εχθρό της αγνή ανθρωπότητας και καθετί ευγενούς σε αυτή”. Είχε επίσης προσωπική επικοινωνία με έναν από τους θεμελιωτές του “επιστημονικού” ρατσισμού του 19ου. αιώνα, το συγγραφέα Αρθούρο Γκομπινώ, του οποίου τα επιχειρήματα περί αρίας φυλής κι ευγονικής ασπάστηκε-τουλάχιστον εν μέρει- και προπαγάνδισε, σημειώνοντας μεταξύ άλλων πως “το ανθρώπινο γένος αποτελείται από μη εξομοιώσιμες άνισες ράτσες και πως οι πιο ευγενείς εξ αυτών κυριαρχούν στις μη ευγενείς, αλλά μέσω ανάμειξης δεν οι πρώτες δε γίνονται ίσες, αλλά λιγότερο ευγενείς”. Έπαιξε επίσης ρόλο στην ίδρυση αντισημιτικών κομμάτων, που περίπου από το 1879 αρχίζουν να αποκτούν αργά και σταθερά έδαφος στη γερμανική πολιτική ζωή. Από την άλλη, σε προσωπικό επίπεδο διατηρούσε σχέσεις με Εβραίους συναδέλφους του και διευθυντές λυρικών σκηνών, όπως ο Χέρμαν Λεβί και ο ‘Αντζελο Νόιμαν αντίστοιχα, ενώ για λόγους δημοσίων σχέσεων δεν είχε διστάσει κάποια στιγμή να ισχυριστεί πως οι Εβραίοι ήταν “ευγενικότεροι από τους καθολικούς και τους προτεστάντες”.
Ο Βάγκνερ δεν ευθύνεται φυσικά για τη σύνδεση του γιου του Ζήγκφριντ και του γαμπρού του, επίσης διάσημου ρατσιστή συγγραφέα, Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλαιν, αλλά και των περισσότερων συγγενών κι απογόνων του με το Χίτλερ ήδη από το 1923. Η παρακαταθήκη του ωστόσο, όχι μόνο σε συγγραφικό, αλλά ακόμα και σε μουσικό επίπεδο δεν καθιστά παράδοξη αυτή την εξέλιξη. Παρότι στη μεταπολεμική Γερμανία και σε σημαντικό βαθμό ακόμα και σήμερα γίνεται προσπάθεια πλήρους διαχωρισμού του μουσικού του έργου από τις απόψεις του δημιουργού του, από αρκετά νωρίς είχε επισημανθεί η επίδραση των αντισημιτικών του ιδεών στη μουσική του, πρώτα από τον εβραϊκής καταγωγής Γερμανό φιλόσοφο της Σχολής της Φρανκφούρτης (και μουσικολόγο) Τέοντορ Αντόρνο, για να ακολουθήσουν άλλοι μελετητές και βιογράφοι του αργότερα.
Στη δημόσια σφαίρα της χώρας, και παρά την κατά καιρούς αναζωπύρωση της συζήτησης, φαίνεται η κριτική επανεξέταση των άβολων πλευρών του έργου του να αποτελεί ακόμα ζητούμενο, όπως φάνηκε πριν λίγα χρόνια, το 2013, με αφορμή το “Έτος Βάγκνερ” για τα 200 τότε χρόνια από τη γέννησή του, όπου στη σχετική συζήτηση στα ΜΜΕ αλλά και σε επίσημες εκδηλώσεις και συνέδρια στα πλαίσια του εορτασμού, η αποσιώπηση της ιδεολογικής διάστασης του έργου του έδωσε τον κυρίαρχο τόνο.