“Και τώρα κύριοι, στο ταμείο!”. Η μυστική συνάντηση Χίτλερ και μεγαλοβιομηχάνων στις 20.2.1933
Στην ιστοριογραφία αναπτύχθηκαν δύο κυρίως προσεγγίσεις σχετικά με τη συνάντηση, εκείνη που τόνιζε τον ενεργό ρόλο της αστικής τάξης στην κυβερνητική εδραίωση των ναζί κι εκείνη που προσπάθησε με διάφορους τρόπους να υποβαθμίσει τη σημασία της ή να δικαιολογήσει τους παριστάμενους για τη στάση τους.
Στις 20 Φλεβάρη 1933 πραγματοποιήθηκε συνάντηση του Αδόλφου Χίτλερ, που λιγότερο από ένα μήνα πριν είχε ανέλθει στην εξουσία, και 27 μεγαλοβιομηχάνων της χώρας στην έδρα του Χέρμαν Γκαίρινγκ στο Προεδρικό Μέγαρο του Ράιχσταγ. Αντικείμενο της συζήτησης ήταν η χρηματοδότηση των δεύτερων εκλογών, που θα διεξάγονταν στις 5 Μαρτίου 1933, με στόχο οι ναζί και το συμμαχικό με εκείνους “Μέτωπο πολέμου Μαύρο-άσπρο-κόκκινο” να επιτύχει πλειοψηφία 2/3 στη νέα βουλή, ώστε να ψηφιστεί ο διαβόητος “Νόμος περί εξουσιοδότησης”, που έδινε στον αρχηγό κράτους πρακτικά απεριόριστες εξουσίες. Σε αυτή τη συνάντηση οι επιχειρηματίες συμφώνησαν στη δωρεά τριών εκατομμυρίων μάρκων, εκ των οποίων τα δύο διαπιστωμένα εισέρρευσαν στα ταμεία του κόμματος.
Εμπνευστής της συνάντησης ήταν ο Hjalmar Schacht, τέως και μελλοντικός επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας του Ράιχ, ενώ συμμετείχαν οι βασικοί εκπρόσωποι κυρίως της βαριάς βιομηχανίας, μεταξύ τους και ο πρόεδρος του Συνδέσμου Γερμανών Βιομηχάνων Γκούσταβ Κρουπ. Παρόντες ήταν και οι επικεφαλής της διαβόητης κατά τον πόλεμο I.G Farben, της Opel, της μεγάλης ασφαλιστικής εταιρίας Allianz, ενώ παραβρέθηκαν και εκπρόσωποι της Siemens, μεταξύ των οποίων ο διευθυντής του γραφείου του Καρλ Φρήντριχ φον Ζήμενς, ο οποίος σε εκείνη τη φάση προτίμησε να μην πάει προσωπικά στη συνάντηση. Οι προσκλήσεις είχαν επιδοθεί από τον Χέρμαν Γκαίρινγκ, μια εκ των οποίων που διασώζεται υπό μορφή τηλεγραφήματος προς τον Κρουπ, αναγράφει ως σκοπό της συνάντησης την πρόθεση του Χίτλερ να εξηγήσει την πολιτική του. Ο Γκαίρινγκ έφτασε με 15 λεπτά καθυστέρηση κι έβγαλε ένα μικρό λόγο για τη σημασία της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης, πριν εισέλθει στην αίθουσα ο Χίτλερ παρουσία του υπασπιστή του, ο οποίος πριν μιλήσει χαιρέτισε προσωπικά δια χειραψίας όλους τους παριστάμενους. Στην εκτός κειμένου ομιλία διάρκειας μιάμισης ώρας που ακολούθησε, ο Φύρερ διατράνωσε την πίστη του στην ατομική ιδιοκτήσία, εκθείασε τα πλεονεκτήματα της δικατορίας και προέβαλε το κόμμα του ως μόνο εγγυητή κατά του κομμουνιστικού κινδύνου. Στηλίτευσε τη δημοκρατία της Βαϊμάρης ως υπεύθυνη για την άνοδο του κομμουνισμού (όπως είχε καταγραφεί και με την ενίσχυση ψήφων και ποσοστών του ΚΚΓ στις προηγούμενες εκλογές) , καθώς το σύνταγμά της έθετε όρια στις δυνατότητες παρέμβασης της εκτελεστικής εξουσίας. Κατόπιν κάλεσε σε πανστρατιά κατά του κομμουνιστικού κινδύνου, λέγοντας: “Πρέπει τώρα να πάρουμε όλα τα μέσα εξουσίας στα χέρια μας, αν θέλουμε να καθυποτάξουμε πλήρως την απέναντι πλευρά…Πρέπει στην Πρωσία να βγάλουμε άλλους 10, στο υπόλοιπο Ράιχ άλλους 33 βουλευτές. Αυτό δεν είναι απίθανο αν βάλουμε όλες μας τις δυνάμεις. Τότε θα αρχίσει η δεύτερη επιχείρηση κατά του κομμουνισμού”.
Στο τέλος της ομιλίας ο Κρουπ εκ μέρος των συναδέλφων του ευχαρίστησε το Χίτλερ και επαίνεσε ιδιαίτερα την προσήλωσή του στην ατομική ιδιοκτησία και την πρόθεση του να ενισχύσει την αμυντική δυνατότητα του κράτους. Μόλις αποχώρησε ο Χίτλερ, ο Γκαίρινγκ παρακάλεσε τους βιομήχανους να συνεισφέρουν στα άδεια όπως έλεγε, ταμεία του κόμματος. Κατά μία εκδοχή, ο Schact τότε αναφώνησε: “Και τώρα κύριοι, στο ταμείο!”, με την απαίτηση να συλλεχθούν τρία εκατομμύρια μάρκα για τον προεκλογικό αγώνα. Όπως είπαμε, τεκμηριωμένα τα ποσά που με διάφορους διόδους έφτασαν στο ναζιστικό κόμμα (και σε πολύ μικρότερο βαθμό, περίπου 20% στους εκλογικούς του συμμάχους) ανέρχονταν σε 2.021.000 μάρκα, ο Schacht ωστόσο στα απομνημονεύματά του ανεβάζει το ποσό στα τρία εκατομμύρια προσθέτοντας ότι μετά τις εκλογές είχαν μείνει γύρω στις 600.000. Η σημασία αυτής της οικονομικής χορηγίας πιστοποιείται γλαφυρά από το ημερολόγιο του Γκέμπελς, ο οποίος την επόμενη μέρα σημείωνε στο ημερολόγιο του: “Μαζεύουμε για τις εκλογές ένα πολύ μεγάλο ποσό, που μεμιάς μας ελαφρώνει από όλες τις οικονομικές έγνοιες. Σε λίγο θα σημάνω συναγερμό σε όλο το μηχανισμό προπαγάνδας και μια ώρα μετά θα τρίζουν οι μηχανές. Τώρα θα ανεβάσουμε στροφές στο μέγιστο βαθμό. Αν δε μας τύχει κάποια ασυνήθιστη κακοτοπιά, έχουμε ήδη νικήσει πλήρως”. Πράγματι στις εκλογές της 5ης Μάρτη , τόσο χάρη στην οικονομική στήριξη των βιομηχάνων, όσο και στις μεθόδους τρομοκρατίας που άσκησαν, οι ναζί κατόρθωσαν να ενισχύσουν τα ποσοστά τους, πλησιάζοντας το 44%, μένοντας πίσω από το στόχο των 2/3 στο Ράιχσταγκ ωστόσο. Μόνο η χρήση βίας κατά των 81 βουλευτών του ΚΚΓ και η απόφαση των αστικών κομμάτων να στηρίξουν τη νομοθεσία περί εξουσιοδότησης στις 23 Μαρτίου 1933 έδωσε στο Χίτλερ τη λευκή επιταγή που ζητούσε.
Στην ιστοριογραφία αναπτύχθηκαν δύο κυρίως προσεγγίσεις σχετικά με τη συνάντηση, εκείνη που τόνιζε τον ενεργό ρόλο της αστικής τάξης στην κυβερνητική εδραίωση των ναζί κι εκείνη που προσπάθησε με διάφορους τρόπους να υποβαθμίσει τη σημασία της ή να δικαιολογήσει τους παριστάμενους για τη στάση τους. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν κυρίως μαρξιστές ιστορικοί, με προεξάρχοντες τους προερχόμενους από τη ΓΛΔ, όπως οι Κουρτ Παίτσολντ και Κουρτ Γκοσβάιλερ, αλλά και προοδευτικών συναδέλφων του στην ΟΔΓ, όπως η Ουλρίκε Χέρστερ-Φίλιππς, που επισημαίνουν το γεγονός ως έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα της διάσπαρτης στα πρώτα χρόνια της Βαϊμάρης, και μαζικότερης έπειτα στήριξη των ναζί από το μεγάλο κεφάλαιο της χώρας. Ταυτόχρονα η συνάντηση πιστοποιούσε, απουσία μάλιστα οποιασδήποτε οργανωμένης κίνησης αντίδρασης από άλλες μερίδες του κεφαλαίου ή μεμονωμένους επιχειρηματίες, τη συμφωνία ή έστω ευμενή ανοχή του συνόλου πρακτικά των μεγάλων επιχειρήσεων και τραπεζών της χώρας με τις βασικές πολιτικές κατευθύνσεις του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος. Στον αντίποδα βρίσκονται αστοί ιστορικοί, όπως ο Χένρυ Άσμπυ Τέρνερ και ο γνωστός Βρετανός βιογράφος του Χίτλερ Ιάν Κέρσο, που θεωρούν την οικονομική υποστήριξη που δόθηκε αποτέλεσμα “πολιτικού εκβιασμού”, ωστόσο ο πρώτος αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι η συνάντηση ήταν “Σταθμός: Η πρώτη σημαντική οικονομική συνεισφορά οργανώσεων της μεγάλης βιομηχανίας για την εθνικοσοσιαλιστική υπόθεση”, διατύπωση που βέβαια προσπαθεί να υποβαθμίσει τη στήριξη που είχε ήδη λάβει ως τότε το ναζιστικό κόμμα από εκπροσώπους των ίδιων κύκλων.
Είναι σαφές ότι οι αστοί δεν είχαν κανένα λόγο να χρηματοδοτήσουν και δη μαζικά εξαρχής το περιθωριακό ναζιστικό κόμμα, ένα ακόμα από τα πολλά εθνικιστικά κι αντισημιτικά μορφώματα στο ρευστό πολιτικό τοπίο της Βαϊμάρης. Παραδοσιακά αστικά κόμματα, αλλά όποτε χρειάστηκε, ειδικά τα πρώτα χρήσιμα χρόνια, και οι σοσιαλδημοκράτες, ήταν όπως είναι αναμενόμενο οι κύριοι αποδέκτες της επιχειρηματικής στήριξης. Από εκεί κι έπειτα, ακολουθώντας τις πολιτικές εξελίξεις, οι ιθύνοντες των αστών, κάποιοι νωρίτερα κι άλλοι στην πορεία, αναπροσάρμοζαν τις προτεραιότητες και τη στρατηγική τους, αντιλαμβανόμενοι την πολλά υποσχόμενη για τη συμφέροντά τους δυναμική της πολιτικής ατζέντας των ναζί. Εξάλλου, από πολύ νωρίς, ο Χίτλερ λαμβάνει οικονομική στήριξη από τον αντισημίτη μεγιστάνα Χένρυ Φορντ, ενώ εντός Γερμανίας, πέραν από τη χρηματοδότηση εκ μέρους μεσαίου βεληνεκούς Βαυαρών επιχειρηματιών, κατορθώνει το 1922 να αποκτήσει επαφές με το National-Club του Βερολίνου, λέσχη τραπεζιτών, γαιοκτημόνων, αξιωματικών και καθηγητών, όπου κερδίζει την εύνοια του Έρνστ φον Μπόρζιγκ, που διέθετε εργοστάσιο κατασκευής μηχανών τραίνου. H συνάντηση της 20ης Φλεβάρη σε κάθε περίπτωση υπήρξε το επιστέγασμα, κι όχι η απαρχή, των δεσμών, σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, που είχε αρχίσει να οικοδομεί ο Χίτλερ και το κόμμα του από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης τους στην πολιτική. Όπως σημειώνει ο μη μαρξιστής ιστορικός Ανταμ Τούζ στο πασίγνωστο έργο του “The wages of destruction” : “Ακόμα κι αν εξαιρέσει κανείς τις συνέπειές του, η συνάντηση αυτή της 20ης Φλεβάρη ανήκει στα πιο διαβόητα παραδείγματα της προθυμίας των Γερμανών μεγαλοεπιχειρηματιών να συμπαρασταθούν στο Χίτλερ κατά την εγκαθίδρυση του δικτατορικού του καθεστώτος. Οι αποδείξεις γι’αυτό δε μπορούν απλώς να εξαφανιστούν από προσώπου γης”.