Μπέλα Κουν-Ο ηγέτης των Ουγγρικών Σοβιέτ
Το 1919 σχηματίζει μια κυβέρνηση σοβιέτ, αποτελούμενης από κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες, στην οποία παρότι τυπικά κατέχει μόνο τα αξιώμα του επιτρόπου Εξωτερικών, παίζει τον καθοριστικό ρόλο.
Ο Μπέλα Κουν (το οποίο είναι η μαγυαρική εκδοχή του επιθέτου Kohn, την οποία υιοθέτησε το 1906) γεννήθηκε στο Szilágycseh της τότε Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κλάουζενμπουργκ, όπου ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες, ενώ αργότερα εργάστηκε σε ασφαλιστικό ταμείο εργατών. Το 1914 μετακομίζει στη Βουδαπέστη, όπου κι εκδίδει μια σοσιαλιστική εφημερίδα, το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου ωστόσο το βρίσκει στο μέτωπο, όπου και καταλήγει σε ρωσική αιχμαλωσία το 1916, γεγονός που θα σηματοδοτήσει την στροφή τους προς τους Μπολσεβίκους. Εκείνοι του αναθέτουν το 1918 το καθήκον της υποδαύλισης μιας επανάστασης στην Ουγγαρία, στην οποία επιστρέφει κατόπιν τούτου κι εκδίδει την “Κόκκινη Εφημερίδα”.
Σύντομα συλλαμβάνεται από την κυβέρνηση του Μιχάλυ Κάρολυ, ωστόσο απελευθερώνεται στις 21 Μαρτίου 1919, σχηματίζοντας μια κυβέρνηση σοβιέτ, αποτελούμενης από κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες, στην οποία παρότι τυπικά κατέχει μόνο τα αξιώμα του επιτρόπου Εξωτερικών, παίζει τον καθοριστικό ρόλο. Προχωρά τολμηρά αλλά βεβιασμένα σε μέτρα άμεσων εθνικοποιήσεων τραπεζών και βιομηχανιών καθώς και στην κολλεκτιβοποίηση της γης, αποξενώνοντας έτσι την εργατική τάξη από μεγάλα τμήματα αγροτών κι άλλων μικροαστικών στρμωάτων. Παράλληλα, πέρα από τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της καθημαγμένης από τον πόλεμο χώρας, είχε να αντιμετωπίσει την κατοχή διαφόρων περιοχών από τσεχοσλοβακικά, γιουγκοσλαβικά, γαλλικά και ρουμανικά στρατεύματα. Αρχικά ο “Κόκκινος Στρατός” των Ουγγρικών Σοβιέτ, ενισχυμένος αρχικά κι από κάποιους αξιωματικούς του τέως αυστροουγγρικού στρατού, που αργότερα θα έπαιζαν ωστόσο εν πολλοίς διαβρωτικό ρόλο, κατορθώνει να σταματήσει την παραπέρα κατάληψη εδαφών και να εγκαθιδρύσει Σοβιέτ στη Σλοβακία στις 16 Ιούνη 1919. Θορυβημένες οι δυνάμεις της Αντάντ, απαιτούν από την Ουγγρική κυβέρνηση παύση των εχθροπραξιών και απόσυρση του επαναστατικού στρατού στα όρια που είχαν συμφωνηθεί στη συνθήκη ειρήνης των Παρισίων. Η αποδοχή αυτών των προτάσεων έδωσε στις αντεπαναστατικές δυνάμεις την ευκαιρία για την αντεπίθεση που περίμεναν, υποβοηθούμενοι και από τη στάση αποστασίας των σοσιαλδημοκρατών, που μόλις έλεγξαν αποκλειστικά εκείνοι την κυβέρνηση αναίρεσαν τις μεταρρυθμίσεις, συνέλαβαν αρκετούς κομμουνιστές κι απελευθέρωσαν φυλακισθέντες αντεπαναστάτες.. Το τελικό χτύπημα έδωσε ο Ουγγρο-Ρουμανικός πόλεμος, όταν στρατεύμα της Ρουμανίας εξανάγκασαν τη νότια στρατιά του Κόκκινου στρατού σε συνθηκολόγηση την 1η Αυγούσου 1919.
Ο Κουν κατέφυγε στην Αυστρία, όπου κι αιχμαλωτίστηκε, ενώ ο ρουμανικός στρατός κατέλαβε την πρωτεύουσα καταπνίγοντας στο αίμα τα Σοβιέτ των Μαγυάρων. Κατόρθωσε να διαφύγει στην ΕΣΣΔ, όπου έγινε μέλος των Μπολσεβίκων και συμμετείχε ενεργά στον Εμφύλιο πόλεμο, ως υπεύθυνος της τοπικής επαναστατικής επιτροπής της Κριμαίας. Ανήλθε μετέπειτα σε σημαντικές θέσεις εντός της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Συμμετείχε μεταξύ άλλων στην διοργάνωση της εργατικής εξέγερσης στην Κεντρική Γερμανία το Μάρτη του 1921, ενώ αργότερα ίδρυσε με ψευδώνυμο κι άλλους συντρόφους τον Ιούλη του 1924, Κομματική Σχολή Αγκιτάτσιας κυρίως για συμπατριώτες του, όπου έδινε κι ο ίδιος διαλέξεις. Προσπάθησε ανεπιτυχώς να αναδιοργανώσει το κομμουνιστικό κίνημα της πατρίδας του, ενώ συμμετείχε και στο 17ο συνέδριο του κόμματος των Μπολσεβίκων στη Μόσχα. Ο θάνατος του επήλθε σε σκοτεινές συνθήκες, όταν με τον από χρόνια εσωκομματικό του αντίπαλο του Ντμίτρι Μανουίλσκι αλληλοκατηγορήθηκαν για τροτσκισμό, κάτι που οδήγησε στη σύλληψη του το 1937 και στην εκτέλεσή του ένα χρόνο αργότερα, αφότου καταδικάστηκε ως ηγέτης αντεπαναστατικής οργάνωσης.