Ένας εκκολαπτόμενος καμικάζι στη Φολέγανδρο (I)
Ποτέ δεν τις είχα συμπαθήσει ρε γαμώτο αλλά τι να κάνεις, ένεκα η ανάγκη. Έτσι ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι βρεθήκαμε στο λιμάνι του Πειραιά σαν λαδωμένοι ποντικοί καβάλα σε ένα Kawasaki Kdx και λέω λαδωμένοι γιατί η διχρονίλα του φίλου έβγαζε κάτι ντουμάνια που μαστούρωνε κόσμος μέχρι το Κερατσίνι.
Καλοκαιράκι πριν καμιά δεκαριά χρόνια και είχε έρθει η ώρα για διακοπές. Με τον κολλητό το συζητάγαμε καιρό. Τα εισιτήρια κλείστηκαν σχεδόν στην τύχη με γνώμονα το που υπήρχε θέση για την μηχανή. Μηχανή; και γιατί να μην πάμε με το αμάξι; Τσάμπα του ‘χω βάλει της παναγιάς τα μάτια πάνω; Τι αναρτήσεις -χαμηλωμένο σαν σαύρα- τι εξατμίσεις, τι ρυθμιστές πίεσης βενζίνης, τι, τι, τι…
Στο νησί θα ‘χε κάτι στροφιλίκια μούρλια σκεφτόμουν. Φυσικά όλα αυτά έσκασαν σαν χαρτοσακούλα με το που άκουσα την τιμή του εισιτηρίου, οπότε μηχανή, η οικονομική λύση. Ποτέ δεν τις είχα συμπαθήσει ρε γαμώτο αλλά τι να κάνεις, ένεκα η ανάγκη. Έτσι ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι βρεθήκαμε στο λιμάνι του Πειραιά σαν λαδωμένοι ποντικοί καβάλα σε ένα Kawasaki Kdx και λέω λαδωμένοι γιατί η διχρονίλα του φίλου έβγαζε κάτι ντουμάνια που μαστούρωνε κόσμος μέχρι το Κερατσίνι. Αφού προμηθευτήκαμε τα απαραίτητα κουτάκια μπύρας για το ταξίδι φτάσαμε στην είσοδο του πλοίου. «Πού πάνε τα παιδιά;», ρώτησε ο τύπος στα εισιτήρια. «Φολέγανδρο» αποκρίθηκε ο κολλητός. «Πάνω δεξιά παιδιά και δέστε το καλά…». Κάτι ακόμα ίσως ήθελε να προσθέσει ο τύπος αλλά ο κολλητός ξεκίνησε να μπει και δώστου γκαν γκααααν γκααααααν και δώστου να σκορπάει απλόχερα Castrol όπου κάθε προσπάθεια για περαιτέρω κουβέντα ήταν μάταιη.
Οι ώρες του ταξιδιού με το «Ρομίλντα» ατελείωτες το ίδιο και οι μπύρες που κατεβάσαμε σαν να κάναμε πρόποση σε κάθε λιμάνι που πιάναμε (και ήταν πολλά πάρα πολλά), σαν να τσουγκρίζαμε με την χαρά αλλά και με την λύπη του κάθε ντόπιου. Μέρικες ώρες μετά τα μεσάνυχτα το πλοίο επιτέλους έπιασε Φολέγανδρο. Πήγαμε και κρύψαμε τα σακίδια μας σε κάτι βράχια και ξεκινήσαμε για μια βόλτα προς τη χώρα με το Kawasaki, ώστε να βρούμε κάτι να φάμε. Πρώτη μανιβελιά και η μηχανή μούγκρισε δυνατά δείχνοντας πως ήταν έτοιμη να καταπιεί άλλη μια διαδρομή. Οι δρόμοι άδειοι τέτοια ώρα και το Kawasaki λυσομανούσε, οι στροφές ερχόντουσαν γλυκά η μια μετά την άλλη, το καλοκαιρινό αεράκι με χτύπαγε στο πρόσωπο, οι διακοπές μόλις ξεκινούσαν και ένιωθα υπεροχά. Μη σου πω ότι είχα αρχίσει δειλά δειλά να συμπαθώ και τη μηχανή.
Φτάνοντας στην χώρα το μόνο που βρήκαμε ανοιχτό εκείνη την ώρα (και λογικό) ήταν ένα ψιλικατζίδικο όποτε αρκεστήκαμε στο να πάρουμε μερικά γαριδάκια, πατατάκια και φυσικά μια δυο μπυρίτσες για το καληνύχτα. Το κατέβασμα από την χώρα μπορώ να πω ότι ήταν το ίδιο απολαυστικό με το ανέβασμα αν και το αεράκι είχε αρχίσει να «τσιμπάει» σιγά σιγά. Ευτυχώς η διαδρομή δεν ήταν πάνω απο δέκα λεπτά οπότε σύντομα βρεθήκαμε στην παραλία όπου είχαμε αφήσει τα σακίδια μας. Κάτσαμε στα βότσαλα, έστριψα ένα τσιγάρο, τράβηξα μια γερή ρουφηξιά τσουγκρίσαμε τις μπύρες μας με τον κολλητό και αφεθήκαμε να χαζεύουμε την νυχτα, την θάλασσα, τα αστέρια. «Καλή η ρομαντσάδα, αλλά χωρίς μουσική πάει; δεν πάει» είπε ο κολλητός. «Ε βάλε τίποτα στο κασετόφωνο να ακούσουμε» του είπα. «New Model Army σε ψήνει;», «Μέσα». Δεν πέρασε πολύ ώρα και καθώς η φωνή του Sullivan χανόταν στα κύματα και η ψύχρα γινόταν έντονη χωθήκαμε στα sleeping bags μας. Λίγο πρίν αποκοιμηθώ σκεφτόμουν την αίσθηση που είχα στην νυχτερινή βόλτα με την μηχανή. «Βρε λες;» είπα απο μέσα μου. «Μπααα…».
(συνεχίζεται…)