Μαρτυρία για τη δολοφονία του Μήτσου Παπαρήγα

Κατά τα μεσάνυχτα άκουσα πάλι βήματα σαν να έσερναν κάτι βαρύ. Ξάπλωσα πάλι, και είδα να σέρνουν σε μια κουβέρτα κάτι βαρύ. Κατάλαβα. Ήταν το τιμημένο κορμί του συντρόφου Παπαρήγα…

Στις 21 του Φλεβάρη 1949, με  ανακοίνωσή της που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του ΔΣΕ «Προς τη Νίκη», η ΚΕ του ΚΚΕ αναγγέλλει τη δολοφονία του στελέχους της και Γενικού Γραμματέα της ΓΣΕΕ Μήτσου Παπαρήγα, μετά από βασανιστήρια στα μπουντρούμια της Ασφάλειας: «Με μεγάλη θλίψη η ΚΕ και η Κεντρική Επιτροπή Ελέγχου του ΚΚΕ  αναγγέλλουν,  ότι  στις 20 του  Φλεβάρη  στα  υπόγεια  της Γενικής Ασφάλειας της Αθήνας δολοφονήθηκε άνανδρα ο Μήτσος Παπαρήγας, Γενικός Γραμματέας της ΓΣΕΕ, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής  Ελέγχου  του  ΚΚΕ,  ένα  από  τα  παλιά  μέλη  του κόμματός μας. Στο πρόσωπο του Μήτσου Παπαρήγα η εργατική τάξη  και  ο  λαός  της  Ελλάδας  χάνουν  έναν  από  τους  πιο πρωτοπόρους  αγωνιστές,  ένα  από  τα  ανώτατα  καθοδηγητικά στελέχη στον Λαϊκοαπελευθερωτικό αγώνα μας.

Τη  δολοφονία  του  αλησμόνητου  συντρόφου  μας  Μήτσου Παπαρήγα την οργάνωσαν οι αμερικανοάγγλοι ιμπεριαλιστές και οι μοναρχοφασίστες πράχτορες με την προσωπική συμμετοχή του Ρέντη. Νόμισαν πως έτσι θα λυγίσουν το λαό μας. Μα το αποτρόπαιο έγκλημα ατσαλώνει πιο πολύ τη θέληση των εργαζομένων για τη συντριβή του εχθρού. Η ζωή και οι αγώνες του Μήτσου Παπαρήγα θα τους φωτίζουν και θα τους εμπνέουν μέχρι την τελική νίκη(…)».

Ο τρόπος που δολοφόνησαν τον Μήτσο Παπαρήγα, ήταν συνηθισμένος για τα όργανα της Ασφάλειας που στην αγχόνη «αυτοκτόνησαν» πολλούς αλύγιστους αγωνιστές. Ένας ακόμα συνηθισμένος τρόπος εξόντωσης των κομμουνιστών ήταν να τους ρίχνουν οι ασφαλίτες μετά από φριχτά βασανιστήρια, από ταράτσες ή ανοιχτά παράθυρα στο δρόμο και να επικαλούνται επίσης ότι «αυτοκτόνησαν»…

Η αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης Μαργαρίτα Κωτσάκη, κρατούνταν σε διπλανό κελί. Η μαρτυρία της καταγράφεται στο βιβλίο της “Μια ζωή γεμάτη αγώνες” (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987).

Ξαφνικά, το πρωί της 20 του Φλεβάρη 1949, άκουσα τη φωνή του φύλακα, που έκανε την καταμέτρηση στο κάθε κελί: «Ο Παπαρήγας φουρκίστηκε!» Έτρεχε προς το αρχιφυλακείο, κι εγώ βρήκα την ευκαιρία και ρώτησα την κοπέλα που ήταν φυλακισμένη στο απέναντι κελί: «Τι θα πει φουρκίστηκε;» Κι εκείνη μου απάντησε: «Φουρκίστηκε σημαίνει κρεμάστηκε.»

Πάγωσα κυριολεχτικά.

Από κείνη τη στιγμή άρχισε μεγάλη κίνηση. Πηγαινοέρχονταν για να δουν τον κρεμασμένο. Η πόρτα του κελιού μου δεν εφαπτόταν με το τσιμεντένιο πάτωμα και άφηνε μια χαραμάδα. Ξάπλωνα χάμω με την κοιλιά και έβλεπα τα πόδια που πηγαινοέρχονταν. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ζήτησα να μου ανοίξουν για την τουαλέτα, δε μου άνοιξαν. Δεν άνοιξαν σε κανέναν όλη μέρα. Με πήρανε τα δάκρυα.

Έκλαιγα για τον άνθρωπο, τον αγωνιστή, τον αφοσιωμένο στην εργατική τάξη, που δολοφονήθηκε με τέτοιον απάνθρωπο τρόπο. Το απόγευμα προς το βράδυ άκουσα καινούργιες φωνές: «Έρχονται οι δημοσιογράφοι.» Πάλι ξάπλωσα χάμω και είδα να περνούν παπούτσια διαφορετικά από κείνα των αστυνομικών. Ποιος ξέρει, ή μάλλον ξέρουμε, τι είδους δημοσιογράφους κάλεσαν. (Και τώρα διερωτώμαι: Δε βρέθηκε κανένας απ’ αυτούς, ύστερα από τόσα χρόνια να πει τι είδε; Φαίνεται αυτοί οι δημοσιογράφοι προέρχονταν από εφημερίδες που υμνούσαν τη Δεξιά, και μισούσαν θανάσιμα τους κομμουνιστές…) Κατά τα μεσάνυχτα άκουσα πάλι βήματα σαν να έσερναν κάτι βαρύ. Ξάπλωσα πάλι, και είδα να σέρνουν σε μια κουβέρτα κάτι βαρύ. Κατάλαβα. Ήταν το τιμημένο κορμί του συντρόφου Παπαρήγα.

Το πρωί της άλλης μέρας μας άνοιξαν. Είδα τότε στο βάθος του διαδρόμου ένα σωρό ρούχα, σκεπασμένα με μια γκρίζα καμπαρτίνα. Ρώτησα έναν αστυνομικό που μας έκανε τον καλό: «Μα πού βρήκε το σκοινί μέσα στο κελί και κρεμάστηκε;» Εκείνος μου απάντησε: «Ε να, με το κορδόνι της πιτζάμας του. «Όμως», του λέω, «το παράθυρο του κελιού είναι ψηλά, πώς μπόρεσε να φτάσει και να περάσει το κορδόνι από τις σιδεριές του;» «Ε», μου λέει, «επειδή ήταν γέρος του είχαμε δώσει ένα σκαμνί να κάθεται: Ανέβηκε σ’ αυτό, και πέρασε το κορδόνι.» Ήταν πολύ χοντρό το ψέμα, τι περίμενα όμως; Να μου πει την αλήθεια;

Την άλλη μέρα άκουσα κλάματα γυναίκας. Κατάλαβα, ήταν τα κλάματα της Βασιλείας, της γυναίκας του δολοφονημένου αγωνιστή. Τη βραδιά που κρέμασαν τον Παπαρήγα, όλη νύχτα άκουγα τα παραληρήματα και τα βογγητά του αγωνιστή Τσαμουταλίδη. Τον αγωνιστή αυτόν τον πέταξαν απ’ το παράθυρο, δεν τον κρέμασαν όπως τον Παπαρήγα. Ο Τσαμουταλίδης, ψυχωμένο παλικάρι, είχε φύγει στη Μέση Ανατολή στην κατοχή, και είχε παρασημοφορηθεί επ’ ανδραγαθία. Όταν γύρισε, συνέχισε τον αγώνα από τις γραμμές του ΚΚΕ, τον έπιασαν και τον σκότωσαν.

Ο άλλος αδελφός του, ο Κώστας, επίσης πολύ καλός αγωνιστής, εκτελέστηκε μαζί με εξόριστους της Ανάφης. Πέρασε κι αυτός πολλά χρόνια στην εξορία. Η χαροκαμένη μάνα τους ήταν φυλακισμένη στου Αβέρωφ. Γενναία γυναίκα, όπως τα παιδιά της. Κρατούσε πάντα τα δάκρυά της, για να μη στενοχωρήσει τις άλλες φυλακισμένες. Τα δυο της αγόρια τα μεγάλωσε με χίλια βάσανα, κάνοντας τη μαγείρισσα σε πλούσιες κυράδες… Την αποφυλάκισαν, λόγω γήρατος. Δε μάθαμε τι απέγινε. Όταν βγήκα από τη φυλακή προσπάθησα να μάθω, μα δεν κατόρθωσα να πληροφορηθώ τίποτα γι’ αυτήν τη χαροκαμένη μάνα που στα γεράματα δεν είχε κανένα στήριγμα. Της τα αφαίρεσαν όλα οι δεξιοί δυνάστες.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: