Ο Λένιν για τον Αύγουστο Μπέμπελ, συνιδρυτή του πρώτου Εργατικού Κόμματος της ιστορίας
Για δεκαετίας πορεύθηκε πλάι-πλάι με το αυξανόμενο και αναπτυσσόμενο γερμανικό προλεταριάτο και έγινε ο πιο χαρισματικός κοινοβουλευτικός άνδρας στην Ευρώπη, ο πιο ταλαντούχος οργανωτής και τακτικιστής, ο πιο επιδραστικός ηγέτης της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, μιας σοσιαλδημοκρατίας εχθρικής στο ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό.
Ο Αύγουστος Μπέμπελ, που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1840, ήταν μαζί με τον Βίλχελμ Λίμπκνεχτ βασικός συνιδρυτής και ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Γερμανικού Κόμματος, του πρώτου μαζικού εργατικού κόμματος της παγκόσμιας ιστορίας. Η εμβέλεια του ήταν παγκόσμια, όπως πιστοποιεί ο επικήδειος που δημοσίευσε ο Λένιν στην εφημερίδα Σεβέρναγια Πράβντα τον Αύγουστο του 1913, λίγο μετά το θάνατο του σπουδαίου ηγέτη. Στο κείμενο του, ο μεγάλος επαναστάτης αναφέρεται στην πορεία του Μπέμπελ από συντηρητικός γιος Πρώσου λοχία σε ηγέτη του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και στον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε, παρά τις επιμέρους ταλαντεύσεις, στην προάσπιση των επαναστατικών και σοσιαλιστικών χαρακτηριστικών τόσο του γερμανικού εργατικού κινήματος ειδικά, όσο και του κόμματός του όσο ήταν ακόμα στη ζωή. Η μετάφραση βασίζεται την αγγλική έκδοση των “Απάντων” του Λένιν, με τίτλο “Lenin Collected Works, Progress Publishers, Moscow 1977, τόμος 19, σ. 295-301, μτφρ. George Hanna
Με το θάνατο του Μπέμπελ δε χάσαμε μόνο το Γερμανό σοσιαλδημοκράτη ηγέτη που είχε τη μεγαλύτερη επιρροή στην εργατική τάξη και ήταν ο πιο δημοφιλής στις μάζες. Στην πορεία της εξέλιξης και της πολιτικής του δραστηριότητας, ο Μπέμπελ ήταν η ενσάρκωση μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου στη ζωή της διεθνούς όσο και της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας.
Δύο μεγάλες περίοδοι πρέπει να διακριθούν στην ιστορία της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας. Η πρώτη περίοδος ήταν εκείνη της γέννησης των σοσιαλιστικών ιδεών και της εμβρυώδους ταξικής πάλης του προλεταριάτου. Ένας μακρύς και πεισματάρικος αγώνας μεταξύ εξαιρετικά πολυάριθμων σοσιαλιστικών θεωριών και σεχτών. Ο σοσιαλισμός ψηλαφούσε το δρόμο του, έψαχνε τον αληθινό του εαυτό. Η ταξική πάλη του προλεταριάτου, που μόλις άρχιζε να αναδύεται ως κάτι διαφορετικό από την κοινή μάζα του μικροαστικού “λαού”, πήρε τη μορφή μεμονωμένων ξεσπασμάτων, όπως η εξέγερση των υφαντουργών της Λυών. Η εργατική τάξη επίσης ψηλαφούσε εκείνο τον καιρό το δρόμο της.
Αυτή ήταν η περίοδος προετοιμασίας και εκείνη της γέννησης του μαρξισμού, του μόνο σοσιαλιστικού δόγματος που άντεξε τη δοκιμασία της ιστορίας. Η περίοδος κατέλαβε περίπου τα δύο τρίτα του περασμένου αιώνα και τελείωσε με την ολοκληρωτική νίκη του μαρξισμού, την κατάρρευση (ειδικά μετά την επανάσταση του 1848) όλων των προμαρξικών μορφών σοσιαλισμού, και το διαχωρισμό της εργατικής τάξης από τη μικροαστική δημοκρατία και την είσοδό της σε ένα ανεξάρτητο ιστορικό μονοπάτι.
Η δεύτερη περίοδος είναι εκείνη του σχηματισμού, της ανάπτυξης και της ωρίμανσης των μαζικών σοσιαλιστικών κομμάτων με προλεταριακή ταξική σύνθεση. Αυτή η περίοδος διακρίνεται από την τρομαχτική διάδοση του σοσιαλισμού, την άνευ προηγουμένου ανάπτυξη όλων των μορφών οργάνωσης του προλεταριάτου, και η σφαιρική προετοιμασία του προλεταριάτου στα πιο ποικίλα πεδία για την εκπλήρωση της σπουδαίας ιστορικής του αποστολής. Τα τελευταία χρόνια μια τρίτη περίοδος κάνει την εμφάνισή της, μια περίοδος κατά την οποία οι δυνάμεις που έχουν προετοιμαστεί θα επιτύχουν τους στόχους τους σε μια σειρά κρίσεων.
Εργάτης ο ίδιος, ο Μπέμπελ ανέπτυξε μια σοσιαλιστική κοσμοθεωρία πάνω στην πεισματική πάλη. Αφιέρωσε τον πλούτο της ενεργητικότητάς του σχεδόν αποκλειστικά, μη κρατώντας τίποτε, για την υπόθεση του σοσιαλισμού. Για δεκαετίας πορεύθηκε πλάι-πλάι με το αυξανόμενο και αναπτυσσόμενο γερμανικό προλεταριάτο και έγινε ο πιο χαρισματικός κοινοβουλευτικός άνδρας στην Ευρώπη, ο πιο ταλαντούχος οργανωτής και τακτικιστής, ο πιο επιδραστικός ηγέτης της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, μιας σοσιαλδημοκρατίας εχθρικής στο ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό.
Ο Μπέμπελ γεννήθηκε στην Κολωνία του Ρήνου στις 22 Φλεβάρη 1840, στην φτωχή οικογένεια ενός Πρώσου λοχία. Με το γάλα της μάνας του κατάπιε πολλές βαρβάρες προκαταλήψεις και αργότερα αργά μα σταθερά τις ξεφορτώθηκε. Ο πληθυσμός της Ρηνανίας ήταν δημοκρατικών διαθέσεων το 1848-9, την περίοδο της αστικής επανάστασης στη Γερμανία. Στο δημοτικό σχολείο μόνο δυο αγόρια, ένα από αυτό ο Μπέμπελ, εξέφρασαν φιλομοναρχικές συμπάθειες και έφαγαν ξύλο από τους συμμαθητές τους γι’αυτό. “Ένας που έχει φάει αξύλο αξίζει για δύο που δεν έφαγαν” λέει μια ρωσική παροιμία που μεταφράζεται ελεύθερα ως “επιμύθιο” στο οποίο κατέληξε ο Μπέμπελ όταν διηγούνταν αυτό το επεισόδιο από τα παιδικά του χρόνια στα απομνημονεύματά του
Η δεκαετία του εξήντα του περασμένου αιώνα έφερε ένα φιλελεύθερο “ανοιξιάτικο κύμα” στη Γερμανία μετά από μακρά, ανιαρά χρόνια αντεπανάστασης, κι υπήρξε μια νέα αφύπνιση του μαζικού εργατικού κινήματος. Ο Λασάλ άρχισε την ευφυή μα βραχύβια προπαγανδιστική του δραστηριότητα. Ο Μπέμπελ, πλέον μαθητευόμενος ενός τορναδόρου, λαίμαργα καταβρόχθιζε φιλελεύθερες εφημερίδες που εξέδιδαν οι γέροι που είχαν δραστηριοποιηθεί στην επανάσταση του 1848, κι έγινε φλογερό μέλος σε Εκπαιδευτικές Ενώσεις εργατών. Έχοντας απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις του πρωσικού στρατώνα, είχε υιοθετήσει φιλελεύθερες απόψεις και πάλευα κατά του σοσιαλισμού.
Η ζωή ωστόσο, πήρε το δρόμο της, κι ο νεαρός εργάτης, διαβάζοντας τα φυλλάδια του Λασάλ, σταδιακά βρήκε το δρόμο του προς το Μαρξ παρά τις δυσκολίες που ενείχε το να βρει κανείς γραπτά του μαρξ σε μια Γερμανία που είχε υποφέρει την καταπίεση της αντεπανάστασης για πάνω από δέκα χρόνια. Οι συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης, η σοβαρή και επιμελής μελέτη των κοινωνικών επιστημών, ώθησαν το Μπέμπελ στο σοσιαλισμό. Θα είχε φτάσει και μόνος του στο σοσιαλισμό, αλλά ο Λίμπκνεχτ, που ήταν 14 χρόνια μεγαλύτερος από το Μπέμπελ και είχε μόλις γυρίσει από την εξορία του στο Λονδίνο, βοήθησε στην επιτάχυνση της εξέλιξής του.
Οι κακές γλώσσες μεταξύ των αντιπάλων του Μαρξ έλεγαν εκείνο τον καιρό πως το κόμμα του Μαρξ αποτελούνταν από τρεις ανθρώπους-το Μαρξ, επικεφαλής του κόμματος, ο γραμματέας του Ένγκελς, και ο “πράκτοράς” του Λίμπκνεχτ. Οι ανόητοι σνόμπαραν τον Λίμπκνεχτ ως “πράκτορα” εξόριστων ή ξένων, αλλά ο Μπέμπελ βρήκε στο Λίμπκνεχτ αυτό ακριβώς που έψαχνε-τη ζωντανή επαφή με το σπουδαίο έργο που είχε κάνει ο Μαρξ το 1848, επαφή με το κόμμα που δημιουργήθηκε εκείνη την εποχή, το οποίο, παρότι μικρό, ήταν αυθεντικά εργατικό, ένας ζωντανός εκπρόσωπος των μαρξιστικών αντιλήψεων και παραδόσεων. “Έχω να μάθω πράγματα από αυτό τον άνθρωπο, να πάρει!”, λέγεται πως αναφώνησε ο νεαρός τορναδόρος Μπέμπελ, μιλώντας για το Λίμπκνεχτ.
Στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα ο Μπέμπελ ήρθε σε ρήξη με τους φιλελεύθερους, διαχώρισε το σοσιαλιστικό τμήμα των εργατικών ενώσεων από το αστικό φιλελεύθερο τμήμα και μαζί με τον Λίμπκνεχτ πήρε θέση στα ανώτερα κλιμάκια του κόμματος του Αϊζενάχερ, το κόμμα τον μαρξιστών που για χρόνια θα αντιπάλευε τους οπαδούς του Λασάλ, του έτερου εργατικού κόμματος.
Για να το πούμε σύντομα, ο ιστορικός λόγος για το σχίσμα στο γερμανικό σοσιαλιστικό κίνημα συνοψίζεται σε αυτό. Το ερώτημα της ημέρας ήταν η ενοποίηση της Γερμανίας. Δεδομένων των ταξικών σχέσεων που κυριαρχούσαν, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με δύο τρόπους-είτε μέσω επανάστασης υπό την ηγεσία του προλεταριάτου για να ιδρυθεί μια παγγερμανική δημοκρατία-είτε μέσω πρωσικών δυναστικών πολέμων για να ενισχύσουν την ηγεμονία των Πρώσων γαιοκτημόνων σε μια ενωμένη Γερμανία.
Ο Λασάλ και οι οπαδοί του, βλέποντας τις χαμηλές πιθανότητες του προλεταριακού και δημοκρατικού δρόμου, ακολούθησαν ασταθείς τακτικές και προσαρμόστηκαν στην ηγεσία του γαιοκτήμονα Μπίσμαρκ. Το λάθος τους ήταν πως παρεξέκλιναν ως εργατικό κόμμα σε ένα βοναπαρτιστικό μονοπάτι. Οι Μπέμπελ και Λίμπκνεχτ από την άλλη, σταθερά υποστήριξαν το δημοκρατικό και προλεταριακό δρόμο και αγωνίστηκαν ενάντια σε κάθε παραχώρηση στον πρωσισμό, τον μπισμαρκισμό ή τον εθνικισμό.
Η ιστορία απέδειξε ότι οι Μπέμπελ και Λίμπκνεχτ είχαν δίκιο, παρότι η Γερμανία ενοποιήθηκε με τον τρόπο του Μπίσμαρκ. Μόνο η σταθερά δημοκρατική και επαναστατική τακτική του Μπέμπελ και του Λίμπκνεχτ, μόνο η αλύγιστη στάση τους απέναντι στον εθνικισμό, μόνο η “ανθεκτικότητά” σε σχέση με την ενοποίηση της Γερμανίας και της ανανέωσης της “από τα πάνω”, παρείχαν μια σταθερή βάση για ένα γνήσιο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα εργατών. Κι εκείνες τις μέρες το βασικό ήταν η βάση του κόμματος.
Το ότι το φλερτ τον Λασσαλικών με τον Μπίσμαρ ή οι “προσαρμογές” τους σε αυτόν, δεν έβλαψαν το γερμανικό εργατικό κίνημα οφειλόταν μόνο στην πολύ ενεργητική, αλλά ανελέητα οξεία απόκρουση των δολοπλοκιών τους από τους Μπέμπελ και Λίμπκνεχτ.
Όταν το ερώτημα ρυθμίστηκε ιστορικά, πέντε χρόνια μετά την ίδρυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, οι Μπέμπελ και Λίμπκνεχτ ήταν ικανοί να ενώσουν τα δυο εργατικά κόμματα και να εξασφαλίσουν την ηγεμονία του μαρξισμού στο ενοποιημένο κόμμα.
Μόλις ιδρύθηκε το γερμανικό κοινοβούλιο, ο Μπέμπελ εκλέχθηκε σε αυτό, παρότι εκείνη την εποχή ήταν ακόμα αρκετά νέος-μόνο 27 χρονών. Οι βάσεις της κοινοβουλευτικής τακτικής των Γερμανών (και διεθνών) σοσιαλδημοκρατών ήταν να μην παραχωρείται ούτε εκατοστό στον εχθρό, να μην χάνουν την παραμικρή ευκαιρία να κατακτήσουν και την παραμικρή ευκαιρία να επιτύχουν έστω και μικρές βελτιώσεις για τους εργάτες και ταυτόχρονα να είναι αμείλικτη σε θέματα αρχών και πάντα στοχοπροσηλωμένοι στην επίτευξη του τελικού στόχο-οι βάσεις αυτής της τακτικής είχαν γίνει αντικείμενο επεξεργασίας από τον ίδιο το Μπέμπελ υπό την άμεση ηγεσία και συμμετοχή του.
Η Γερμανία, ενοποιημένη με τον τρόπο του Μπίσμαρκ, ανανεωμένη με τον πρωσικό τρόπο των γαιοκτημόνων, απάντησε στις επιτυχίες του εργατικού κόμματος με τον Αντισοσιαλιστικό νόμο. Οι νομικές προϋποθέσεις ύπαρξης του εργατικού κόμματος καταστράφηκαν και το κόμμα ποινικοποιήθηκε. Δύσκολοι καιροί θα ακολουθούσαν. Στις διώξεις από τους εχθρούς του κόμματος προστέθηκε μια εσωκομματική κρίση-διολίσθηση σε βασικά ερωτήματα τακτικής. Αρχικά οι οπορτουνιστές ήρθαν στο προσκήνιο, επέτρεψαν στον εαυτό τους να τρομάξει από την απώλεια της κομματικής νομιμότητας, και το πένθιμο τραγούδι που τραγουδούσαν ήταν εκείνο της απόρριψης των καθαρόαιμων συνθημάτων και της αυτοκατηγορίας πως το είχαν παρακάνει κλπ.
Οι Μαρξ και Ένγκελς εξαπέλυσαν από το Λονδίνο μια έντονη επίθεση κατά των ντροπιαστικών οπορτουνιστικών παλινωδιών. Ο Μπέμπελ απέδειξε ότι ήταν πραγματικός κομματικός ηγέτης. Αναγνώρισε εγκαίρως τον κίνδυνο, κατάλαβε την ορθότητα της κριτικής των Μαρξ κι Ένγκελς και ήταν ικανός να οδηγήσει το κόμμα στο δρόμο της ανειρήνευτης πάλης. Η παράνομη εφημερίδα “Ο σοσιαλδημοκράτης” εκδόθηκε αρκετά στη Ζυρίχη και μετά στο Λονδίνο. Διανεμόταν εβδομαδιαία στη Γερμανία και είχε μέχρι 10.000 συνδρομητές. Οι οπορτουνιστικές ταλαντεύσεις διακόπηκαν αποφασιστικά.
Μια άλλη μορφή ταλαντεύσεων οφειλόταν στη γοητεία του Ντύριγνκ στο τέλος της δεκαετίας του εβδομήντα του περασμένου αιώνα. Για λίγο καιρό ο Μπέμπελ ήταν επίσης γοητευμένος. Οι υποστηρικτές του Ντύρινγκ, εκ των οποίων ο πιο εξέχων ήταν ο Μοστ, φλέρταραν με τον “αριστερισμό” και πολύ σύντομα διολίσθησαν στην αναρχία. Η οξεία, εκμηδενιστική κριτική των θεωριών του Ντύρινγκ γνώρισε την απόρριψη πολλών κομματικών κύκλων και σε ένα από τα συνέδρια προτάθηκε μέχρι και η απαγόρευση δημοσίευσης αυτής της κριτικής στις στήλες της κεντρικής εφημερίδας.
Όλα τα βιώσιμα σοσιαλιστικά στοιχεία-με επικεφαλής φυσικά το Μπέμπελ- σύντομα κατάλαβε ότι οι “νέες” θεωρίες ήταν σάπιες ως το κόκκαλο και ήρθε σε ρήξη με αυτές και όλες τις αναρχικές τάσεις. Υπό την ηγεσία των Μπέμπελ και Λίμπκνεχτ το κόμμα έμαθε να συνδυάζει τη νόμιμη με την παράνομη δουλειά. Όταν η πλειονότητα της νόμιμης σοσιαλδημοκρατικής κοινοβουλευτικής ομάδας υιοθέτησε μια οπορτουνιστική θέση στο περίφημο ερώτημα της ψήφου υπέρ της επιχορήγησης του πολεμικού ναυτικού, o παράνομος “Σοσιαλδημοκράτης” αντιτάχθηκε στην ομάδα και μετά από μια πάλη τεσσάρων βδομάδων, αναδείχθηκε νικητής.
Ο αντισοσιαλιστικός νόμος ηττήθηκε το 1890 μετά από 12 χρόνια που ήταν σε ισχύ. Μια κομματική κρίση, πολύ όμοια με εκείνη των μέσων της δεκαετίας του εβδομήντα, συνέβη ξανά. Οι οπορτουνιστές υπό τον Φόλμαρ, από τη μια, ήταν έτοιμοι να εκμεταλλευτούν τη νομιμότητα για να απαρνηθούν τα καθαρόαιμα συνθήματα και την αμείλικτη τακτική. Οι αποκαλούμενοι “νεαροί”, από την άλλη φλέρταραν με τον “αριστερισμό”, τείνοντας στην αναρχία. Πρέπει να αποδοθούν σημαντικά εύσημα στους Μπέμπελ και Λίμπκνεχτ για το ότι προέβαλαν την πιο αποφασιστική αντίσταση σε αυτές τις ταλαντεύσεις καθιστώντας την κρίση του κόμματος βραχύβια και όχι πολύ σοβαρή.
Μια περίοδος ραγδαίας ανάπτυξης ξεκίνησε για το κόμμα τόσο σε πλάτος όσο και σε βάθος, με την ανάπτυξη των συνδικαλιστικών, συνεργατικών, εκπαιδευτικών και άλλων μορφών οργάνωσης των εργατικών δυνάμεων, όπως και η της πολιτικής τους οργάνωσης. Είναι αδύνατον να εκτιμήσει κανείς το γιγάντιο πρακτικό έργο που έφερε σε πέρας ο Μπέμπελ, ως κοινοβουλευτικός, προπαγανδιστής και οργανωτής. Χάρη σε αυτή τη δουλειά ο Μπέμπελ κατέκτησε τη θέση του ως αδιαμφισβήτητος και γενικά αποδεκτός ηγέτης του κόμματος, εκείνος που ήταν πιο κοντά στις εργατικές μάζες και ο πιο δημοφιλής ανάμεσά τους.
Η τελευταία κρίση στο γερμανικό κόμμα στην οποία συμμετείχε ενεργά ο Μπέμπελ είχε να κάνει με τον Μπερνστάιν. Στο τέλος του περασμένου αιώνα, ο Μπερνστάιν, τέως ορθόδοξος Μαρξιστής, υιοθέτησε καθαρά ρεφορμιστικές, οπορτουνιστικές απόψεις. Έγιναν απόπειρες να μετατραπεί το εργατικό κόμμα σε μικροαστικό κόμμα κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Αυτός ο νέος οπορτουνισμός βρήκε πολλούς υποστηρικτές μεταξύ στελεχών του εργατικού κινήματος και μεταξύ των διανοουμένων.
Ο Μπέμπελ εξέφρασε τη διάθεση των εργατικών μαζών και τη σταθερή τους πεποίθηση πως πρέπει να διεξαχθεί πάλη για καθαρόαιμα συνθήματα, όταν εξεγέρθηκε με μεγάλη ζωηρότητα κατά του νέου οπορτουνισμού. Οι λόγοι του κατά του οπορτουνισμού στα συνέδρια του Ανόβερου και της Δρέσδης θα παραμείνουν για καιρό πρότυπα της υπεράσπισης των μαρξιστικών απόψεων και της πάλης για τον αληθινά σοσιαλιστικό χαρακτήρα του εργατικού κόμματος. Η περίοδος της προετοιμασίας και της συνάθροισης των δυνάμεων της εργατικής τάξης σε όλες τις χώρες είναι ένα απαραίτητο στάδιο στην ανάπτυξη της πάλης χειραφέτησης του προλεταριάτου, και κανείς δε μπορεί να συγκριθεί με τον Αύγουστο Μπέμπελ ως ιδιοφυή προσωποποίηση των ιδιαιτεροτήτων και καθηκόντων εκείνης της περιόδου. Εργάτης ο ίδιος, κατόρθωσε να χαράξει το δικό του δρόμο προς στέρεες σοσιαλιστικές πεποιθήσεις και να γίνει ένα πρότυπο εργατικού ηγέτη, ένας εκπρόσωπος και συμμέτοχος στη μαζική πάλη των μισθωτών σκλάβων του κεφαλαίου για ένα καλύτερο κοινωνικό σύστημα.