Τα σταφύλια της οργής
Από τα πιο γνωστά έργα του Τζων Στάινμπεκ και της παγκόσμιας λογοτεχνίας θεωρήθηκε ύμνος στον άνθρωπο, στην ανθρωπιά και στη δύναμη της οικογένειας. Χάρισε στον συγγραφέα το βραβείο Πούλιτζερ αλλά προκάλεσε και αντιδράσεις από υποστηρικτές φιλελευθέρων απόψεων οι οποίοι τον κατηγόρησαν ότι απεικονίζει υπερβολικά την άσχημη εικόνα του καπιταλισμού και της μετανάστευσης.
Από τα πιο γνωστά έργα του συγγραφέα και της παγκόσμιας λογοτεχνίας θεωρήθηκε ύμνος στον άνθρωπο, στην ανθρωπιά και στη δύναμη της οικογένειας. Χάρισε στον Στάινμπεκ το βραβείο Πούλιτζερ αλλά προκάλεσε και αντιδράσεις από υποστηρικτές φιλελευθέρων απόψεων οι οποίοι τον κατηγόρησαν ότι απεικονίζει υπερβολικά την άσχημη εικόνα του καπιταλισμού και της μετανάστευσης. Γι’ αυτό το λόγο και το βιβλίο απαγορεύτηκε σε ορισμένες περιοχές από το 1939 έως το 1941.
Δημοσιεύτηκε το 1939 και αποτυπώνει τις συνέπειες του οικονομικού κραχ και της μεγάλης ύφεσης στη ζωή των Αμερικανών.
Από τη μια παρακολουθούμε τη ζωή μιας οικογένειας που αναγκάζεται να μεταναστεύσει από τον τόπο της, την Σαλλισώ της Οκλαχόμα, προς τα νότια σε αναζήτηση εργασίας. Η σκόνη που έχει καλύψει τα πάντα και η μηχανοποίηση της καλλιέργειας της γης με την χρήση των τρακτέρ δημιουργούν ένα τεράστιο κύμα εσωτερικής μετανάστευσης. Από την άλλη ο συγγραφέας δίνει το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται αυτή η οικογένεια.
Όνειρα και ελπίδες για μια καλύτερη ζωή ματαιώνονται σε κάθε τους βήμα χωρίς όμως οι άνθρωποι αυτοί να σταματούν να αγωνίζονται για να κρατηθούν όρθιοι αρχικά μέσα από την οικογενειακή συνοχή και σιγά σιγά μέσα από τη συνειδητοποίηση της συλλογικής δράσης.
Πολλά έχουν γραφτεί γι’ αυτό το μυθιστόρημα. Εκείνο που διαπιστώνει κανείς από την αρχή του βιβλίου και ενισχύεται στην πορεία της ανάγνωσης είναι ότι εξακολουθεί να διατηρεί την επικαιρότητά του. Είναι σα να γράφτηκε σήμερα. Διαβάζοντας τις περιπέτειες αυτής της οικογένειας, τις άθλιες συνθήκες που αναγκάστηκε να ζήσει, τη ρατσιστική συμπεριφορά των ντόπιων απέναντί τους, τη φτώχεια και την ανέχεια δεν μπορεί να μην αναλογισθεί κανείς ότι όλα αυτά εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα στο μεγαλύτερο μέρος της γης. Εκεί όπου η μετανάστευση, η προσφυγιά, οι δυσβάσταχτες συνθήκες διαβίωσης, η πείνα και η φτώχεια προκαλούν πόνο, δυστυχία και θάνατο στους ανθρώπους.
Δεν μπορεί να μην πάει ο νους στους άθλιους καταυλισμούς των σύγχρονων προσφύγων και μεταναστών, αλλά και στις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια ή στα χωράφια. Στα σύγχρονα σκλαβοπάζαρα και στους κατασταλτικούς μηχανισμούς που είναι πάντα εκεί για να προστατεύουν τα συμφέροντα της κάθε εργοδοσίας και της κάθε εξουσίας. Το απάνθρωπο πρόσωπο ενός άγριου καπιταλισμού σημαδεύει τις ζωές των ανθρώπων.
Οι ήρωες προσπαθούν να ξεφύγουν, αλλά και να συνειδητοποιήσουν τι είναι αυτό που τους συμβαίνει και γιατί τους συμβαίνει. Σαφώς η προσωπικότητα του Τομ Τζόουτ κυριαρχεί αλλά ακόμα πιο σημαντική αναδεικνύεται η μορφή της μάνας. Η μάνα αυτή σπάει τα δεσμά της πατριαρχικής οικογένειας και παίρνει δυναμικά τον έλεγχο της κατάστασης στα χέρια της.
Τα σταφύλια της οργής μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο το 1940 από τον Τζον Φορντ και βραβεύτηκαν με δύο Όσκαρ, καλύτερης σκηνοθεσίας και Β΄ γυναικείου ρόλου.
Για τα γενέθλια του Τζων Στάινμπεκ (γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 27 του Φλεβάρη 1902) μικρά αποσπάσματα από το μυθιστόρημά του Τα σταφύλια της οργής:
…Μα η Καλιφόρνια είναι μεγάλη πολιτεία.
Όχι και τόσο. Ούτε ολάκερες οι Ενωμένες Πολιτείες είναι όσο το φαντάζεσαι μεγάλες. Δεν είναι αρκετά μεγάλες. Δεν έχει αρκετή θέση για σένα και για μένα, για ανθρώπους σαν κι εμένα, για πλούσιους και φτωχούς που να μπορούν να ζήσουνε μαζί μέσα στη χώρα, για κλέφτες και τίμιους. Για πεινασμένους και για κοιλαράδες. Γιατί δε γυρίζεις πίσω από κει που ’ρθες;
Ζω σε μια χώρα λεύτερη. Μπορώ να πάω όπου θέλω.
Εσύ το φαντάζεσαι! Δεν άκουσες για κάποια περίπολο στα σύνορα της Καλιφόρνιας. Αστυνομικοί σταλμένοι απ’ το Λος Άντζελες – σταμάτησαν ένα σωρό μπάσταρδους απ’ τους δικούς σας και τους γυρίσανε τα πίσω – μπρος. Σου λέει, έχεις άδεια να οδηγάς; Για να τη δούμε. Την ξεσκίζει. Σου λέει, δεν μπορείς να μπεις στην πολιτεία δίχως να ’χεις άδεια να οδηγάς.
Είναι μια χώρα λεύτερη.
Ε, για δοκίμασε να κάνεις χρήση της λευτεριάς σου. Είσαι λεύτερος, σου λέει ο άλλος, μόνο σαν σου βαστά η τσέπη σου να πλερώσεις τη λευτεριά σου.
Στην Καλιφόρνια έχει μεγάλα μεροκάματα. Έχω στα χέρια μου ένα χαρτί που το λέει καθαρά.
Κοροϊδία. Είδα κάμποσους που γύριζαν από κει. Κάποιος σας γέλασε…
***
…Έφτασαν τότε στη Δυτική χώρα και όλοι αυτοί που στερήθηκαν τη γης τους: από το Κάνσας, από την Οκλαχόμα, το Τέξας, το Νέο Μεξικό, απ’ το Αρκάνσας, από τη Νεβάδα, οικογένειες, φυλές, διωγμένες απ’ τη σκόνη κι από τα τρακτέρια. Φορτωμένοι σε αυτοκίνητα, ολάκερα καραβάνια, πειναλέοι και άστεγοι· είκοσι χιλιάδες, πενήντα χιλιάδες, εκατό, διακόσιες χιλιάδες. Κουβαλιόνταν περνώντας τα βουνά, πειναλέοι και ανήσυχοι – ανήσυχοι σαν τα μερμήγκια, βιαστικοί να βρουν κάποια δουλειά – να σηκώσουν, να σπρώξουν, να σύρουν, να μαζώξουν ό,τι κι αν είναι, όσο βαριά δουλειά κι αν είναι, φτάνει να φάνε. Τα παιδιά πεινούν. Δεν έχουμε πού να σταθούμε. Ίδια μερμήγκια που τρέχουν για δουλειά, για τροφή, και πάνω απ’ όλα για ένα κομμάτι γης.
Δεν είμαστε ξένοι. Αμερικανοί εφτά γενιές πίσω, εξόν που καταγόμαστε από Ιρλαντέζους, από Σκωτσέζους, Άγγλους, Γερμανούς. Ένας απ’ τους προπάππους μου πήρε μέρος στην Επανάσταση, ένα σωρό άλλοι στον Εμφύλιο – κι από τη μια παράταξη κι από την άλλη. Βέροι Αμερικάνοι.
Πεινούσαν και ήταν έξαλλοι. Και είχαν ελπίσει πως θα βρουν μια σκεπή, και βρήκαν μόνο έχθρητα. Όκιοι – οι χτηματίες τους μισούσαν, ξέροντας πως οι ίδιοι είναι αδύναμοι και πως οι Όκιοι είναι δυνατοί, πως αυτοί είναι χορτάτοι και οι Όκιοι πεινασμένοι· μπορεί κιόλα να ’χουν ακούσει απ’ τους παπούδες τους πόσο εύκολο είναι ν’ αρπάξεις της γης από έναν άνθρωπο μαλθακό, αν είσαι εξαγριωμένος απ’ την πείνα κι αρματωμένος. Οι χτηματίες τους μισούσαν. Τους μισούσαν και στις πόλεις, οι μαγαζάτορες τους μισούσαν γιατί δεν είχανε λεφτά για ξόδεμα. Φτάνει αυτό για να σε καταφρονήσει ένας μαγαζάτορας, όλος ο θαυμασμός του πάει ακριβώς στο αντίθετο. Στις πόλεις τους μισούσαν οι μικροτραπεζίτες, γιατί δεν είχαν καμιά περιουσία. Και η εργατιά μισούσε του Όκιους, γιατί ένας πεινασμένος άνθρωπος πρέπει να δουλέψει, αφού έχει ανάγκη να δουλέψει, αυτόματα ο εργοδότης θα του δώσει μικρότερο μεροκάματο· κι έτσι κανένας δε θα μπορέσει να πλερωθεί περισσότερο.
Και οι άνθρωποι που στερήθηκαν τη γης τους, οι πρόσφυγοι, κουβαλιόνταν στην Καλιφόρνια, διακόσιες πενήντα χιλιάδες, τρακόσιες χιλιάδες άνθρωποι. Και πίσω τους κι άλλα τρακτέρια πέσανε πάνω στα χωράφια και διώχναν τους νοικάρηδες. Καινούργια κύματα ξεκίνησαν, κύματα άστεγοι άνθρωποι που στερήθηκαν τη γης τους, ανίλεοι, αποφασισμένοι και επικίνδυνοι…
***
…Η Δυτική χώρα πανικοβλήθηκε όταν πλήθυναν οι μετανάστες πάνω στις δημοσιές. Όσο είχαν περιουσία, φοβήθηκαν για την περιουσία τους. Άνθρωποι που δεν ήξεραν από πείνα, την έβλεπαν τώρα μέσα στα μάτια των πεινασμένων. Άνθρωποι που δεν είχαν τίποτα να επιθυμήσουν εντατικά, έβλεπαν τώρα τη φλόγα της επιθυμίας μέσα στα μάτια του μετανάστη. Οι άνθρωποι που ζούσαν στις πόλεις και στα όμορφα περίχωρα μαζεύτηκαν για ν’ αμυνθούν· και όπως κάνει πάντα ο άνθρωπος πριν αρχίσει ένα πόλεμο, έπειθαν τον εαυτό τους πως αυτοί είναι καλοί και πως ο εισβολέας είναι κακός. Είπαν: Αυτοί οι αναθεματισμένοι Όκιοι είναι βρόμικοι κι αμόρφωτοι. Έκφυλοι, δοσμένοι στην ακολασία. Αυτοί οι αναθεματισμένοι Όκιοι είναι κλέφτες. Θα κλέψουν ό,τι λάχει. Δεν έχουν καμιάν αντίηψη για τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας.
Το τελευταίο αυτό ήταν αλήθεια, γιατί πώς μπορεί ένας άνθρωπος δίχως καμιά περιουσία να ξέρει τον καημό της ιδιοχτησίας; Και οι άνθρωποι που αμύνονταν είπαν: μας κουβαλούν επιδημίες, είναι μολυσμένοι. Δεν παραδεχόμαστε τα παιδιά τους στα σχολεία μας. Είναι ξένοι. Θα σ’ άρεσε να πάει η αδερφή σου μ’ έναν από δαύτους;
Οι ντόπιοι στηρίχτηκαν σε μια πειθαρχία απονιάς. Έφτιαξαν ομάδες, ουλαμούς και τους όπλισαν – τους όπλισαν με ρόπαλα, με ασφυξιογόνα, με ντουφέκια. Ο τόπος είναι δική μας ιδιοχτησία. Δεν μπορούμε ν’ αφήσουνε τους Όκιους να κάνουν ό,τι θέλουν. Αυτοί που ήταν οπλισμένοι δεν είχαν δικά τους χτήματα, μα φανταζόντανε πως είχαν. Και οι υπάλληλοι που περιπολούσαν τη νύχτα δεν είχαν τίποτα δικό τους, και οι μαγαζάτορες ήταν γεμάτοι χρέη. Μα και το χρέος είναι κάτι, ακόμα και μια θεσούλα είναι κάτι. Ο υπάλληλος έκανε τη σκέψη: κερδίζω δεκαπέντε τάλαρα τη βδομάδα. Κι ένας αναθεματισμένος Όκιος δεχόταν να δουλέψει μόνο με δώδεκα; Και ο μικρομαγαζάτορας έκανε τη σκέψη: πώς θα μπορέσω να συναγωνιστώ έναν άνθρωπο που δεν έχει χρέη;
Και οι μετανάστες, κουβαλιόντανε πάνω στις δημοσιές, και η πείνα γυάλιζε μες στα μάτια τους, και η επιθυμία γυάλιζε μες στα μάτια τους. Δε ρητόρευαν, δεν είχαν σύστημα, βάραιναν μόνο με το πλήθος και με τις ανάγκες τους. Αν τύχαινε να βρεθεί καμιά δουλειά για έναν άνθρωπο, μάλωναν δέκα άνθρωποι ποιος να την πρωτοπάρει – μάλωναν ποιος να δεχτεί μικρότερο μεροκάματο: αν αυτός δουλεύει για τριάντα σέντσια, εγώ θα δουλέψω για είκοσι πέντε.
Αν αυτός δέχεται με είκοσι πέντε, εγώ την κάνω με είκοσι.
Όχι, εμένα, πεινώ. Θα δουλέψω για δεκαπέντε σέντσια. Τα παιδιά μου. Να τα ’βλεπες πώς είναι. Οι κοιλιές τους πρησμένες, ίδια καζανάκια δεν μπορούνε να σταθούν στα πόδια τους. Δώσ’ τους κανένα πεφτόφρουτο. Εμένα. Θα δουλέψω για ένα κομμάτι κρέας.
Ήταν καλή δουλειά, γιατί τα μεροκάματα έπεφταν και οι τιμές απόμεναν ψηλές. Οι μεγαλοχτηματίες ήταν χαρούμενοι κι έστελναν κι άλλες προκηρύξεις για να ’ρθουν κι άλλοι άνθρωποι. Και τα μεροκάματα έπεφταν και οι τιμές απόμεναν ψηλές. Δε θ’ αργήσουμε να ’χουμε πάλι δουλοπάροικους…
***
…Πρώτα – πρώτα ωριμάζουν τα κεράσια. Τρία σέντσια το κιλό. Διάβολε, σ’ αυτή την τιμή δε μας συμφέρει να τα μαζέψουμε. Μαύρα κεράσια, κόκκινα κεράσια, γλυκά και όλο σάρκα – και τα πουλιά τρώνε το μισό κεράσι, κι οι σφήκες χώνονται βουίζοντας μέσα στην τρύπα που έκαναν τα πουλιά. Και τα κουκούτσια πέφτουν χάμω και ξεραίνονται μαζί με μαυρισμέν’ απομεινάρια κολλημένα πάνω τους.
Τα βυσσινιά δαμάσκηνα μαλακώνουν και γλυκαίνουν. Θε μου, πώς να τα μαζέψουμε, να τα ξεράνουμε και να τα θειαφίσουμε; Δε μας συμφέρει να πλερώνουμε μεροκάματα, όσο κι αν είναι το μεροκάματο. Και τα βυσσινιά δαμάσκηνα στρώνουν τη γης. Η φλούδα τους αρχίζει να ζαρώνει, και πέφτουν πάνω τους κοπάδια μύγες για να συμποσιαστούν, κι ο κάμπος γέμισε με τη γλυκερή μυρουδιά της αποσύνθεσης. Η ψύχα τους μαυρίζει, και η σοδειά ζαρουκλιάζει κατάχαμα.
Μεστώνουν και τ’ αχλάδια, κίτρινα και ζουμερά. Πέντε τάλαρα ο τόνος. Πέντε τάλαρα τα σαράντα καφάσια των είκοσι πέντε κιλών· κλάδεμα και ράντισμα του δέντρου, καλλιέργεια, μάζωμα, συσκευασία σε καφάσια, φόρτωμα στα καμιόνια, παράδοση στα εργοστάσια που φτιάχνουν κονσέρβες – πέντε τάλαρα τα σαράντα καφάσια. Δε συμφέρει. Και ο κίτρινος καρπός πέφτει καταγής και σκάζει. Οι σφήκες σκάβουν τη μαλακιά σάρκα, και απλώνεται μια οσμή από ζύμωση και σαπίλα.
Ύστερα τα σταφύλια -Δεν μπορούμε να βγάλουμε καλό κρασί. Ο κόσμος δεν μπορεί να πλερώσει το καλό κρασί. Τρύγα τα σταφύλια, και τα καλά και τα σάπια και τα μπαμπακοφαγωμένα. Ρίχτα στο πατητήρι, πάτα τα όλα μαζί, κοτσάνια, χώματα και σάπιες ρόγες.
Μα τα βουτσιά πιάσανε μούχλα και μυρμηγκικό οξύ.
Πρόσθεσε θειάφι και δεψίνη.
Ο μούστος δεν έχει το παχύ και πλούσιο άρωμα του κρασιού, μυρίζει μούχλα και χημικά παρασκευάσματα.
Δε βαριέσαι. Όσο να ’ναι έχει μέσα οινόπνευμα. Μπορούνε να μεθύσουνε.
Οι μικροχτηματίες έβλεπαν το χρέος ν’ ανεβαίνει όπως η πλημμύρα. Ράντισαν τα δέντρα και δεν πούλησαν τη σοδειά, κλάδεψαν και κέντρωσαν, και δεν μπόρεσαν να μαζέψουν τον καρπό. Και οι επιστήμονες εργάστηκαν, υπολόγισαν, και ο καρπός σαπίζει καταγής, κι ο μουχλιασμένος μούστος μέσ’ απ’ τα βουτσιά δηλητηριάζει τον αέρα. Δοκίμασε το κρασί, δεν έχει καμιά γεύση σταφυλιού, μονάχα θειάφι, δεψίνη και οινόπνευμα.
Εκείνο το μικρό δενδροπερίβολο θα ’ναι τον ερχόμενο χρόνο ένα κομμάτι κάποιου μεγάλου τσιφλικιού, γιατί το χρέος θα ’χει πνίξει τον σημερινό ιδιοκτήτη.
Τούτο δω το αμπέλι θα γίνει κτήμα της Τράπεζας. Μόνο οι μεγαλοχτηματίες μπορούν να επιζήσουν, γιατί έχουν και δικά τους εργοστάσια για κονσέρβες. Για να καθαριστούν τέσσερα αχλάδια, να κοπούν στη μέση, να βραστούν και να κλειστούν στον τενεκέ, κοστίζουν, όσο να ’ναι, δεκαπέντε σέντσια. Και τ’ αχλάδια κονσέρβα δε χαλνούν. Κρατάνε χρόνια.
Η αποσύνθεση απλώνεται σ’ όλη την πολιτεία, και η γλυκερή μυρουδιά είναι μια μεγάλη πίκρα για τον τόπο. Άνθρωποι που μπορούν να κεντρώνουν τα δέντρα και να κάνουν το σπόρο αποδοτικό και μεγάλο, δεν μπορούν να βρουν ένα τρόπο για να φαγωθούν οι καρποί τους. Και η αποτυχία βαραίνει πάνω σε όλη την πολιτεία, σαν μια μεγάλη συμφορά.
Τα έργα που έχουν αποδώσει τα κλήματα και τα δέντρα πρέπει να καταστραφούν για να κρατηθούν ψηλά οι τιμές, κι αυτό είναι το πιο θλιβερό, το πιο πικρό απ’ όλα. Ολάκερα φορτία πορτοκάλια πεταμένα καταγής. Άνθρωποι ουρές μίλια μάκρος, ήρθαν για να πάρουν τον καρπό, όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει. Πώς θ’ αγόραζαν πορτοκάλια προς είκοσι σέντσια τα δώδεκα, σαν είναι στο χέρι τους να κάνουν ένα γύρο με το αυτοκίνητο και να τα μαζέψουν τζάμπα; Άνθρωποι με σωλήνες ράντιζαν με πετρόλαδο τα πορτοκάλια και όπως είχαν τύψεις για το έγκλημα που έκαναν, θύμωναν με τον κόσμο που ήρθε να πάρει τον καρπό. Από τη μια, ένα εκατομμύριο πεινασμένοι άνθρωποι, έχοντας ανάγκη να φάνε λίγα φρούτα, κι από την άλλη ραντίζουν με πετρόλαδο τα χρυσαφιά βουνά.
Και η οσμή της σαπίλας γεμίζει ολάκερη τη χώρα.
Να καίτε τον καφέ για τα καζάνια των βαποριών. Να καίτε το καλαμπόκι για ζεστασιά, κάνει καλή φωτιά. Να πετάτε τις πατάτες στα ποτάμια και να βάζετε ανθρώπους να φυλάνε στις ακροποταμιές για να διώχνουν τον πεινασμένο λαό που έρχεται να τις ψαρέψει. Να σφάζετε γουρούνια, να τα θάβετε, κι η αποσύνθεση ας κατασταλάζει βαθιά μέσα στη γη.
Ένα τέτοιο έγκλημα ξεπερνά κάθε δημόσια καταγγελία. Μια τέτοια πίκρα είναι ανίκανα τα δάκρυα να τη συμβολίσουν. Όλες μας οι επιτυχίες καταρρέουν μπροστά σ’ αυτή μας την αποτυχία. Εύφορη γη, ολόισιες αράδες δέντρα, ρωμαλέοι κορμοί, καρποί ωριμασμένοι. Και τα ετοιμοθάνατα παιδιά από πελλάγρα πρέπει να πεθάνουν, γιατί δε βγαίνει κέρδος από τα πορτοκάλια. Και οι γιατροί της δημαρχίας συμπληρώνουν τα πιστοποιητικά – πέθανε από υποσιτισμό – γιατί τα τρόφιμα πρέπει να σαπίσουν, πρέπει να σαπίσουν με το ζόρι.
Οι άνθρωποι έρχονται με δίχτυα να ψαρέψουν πατάτες στο ποτάμι, μα οι φύλακες τους συγκρατούν μακριά· έρχονται με αυτοκίνητα που βροντολογούν για να πάρουν τα πεσμένα πορτοκάλια, μα είναι ραντισμένα με πετρόλαδο. Και στέκονται σιωπηλοί να παρακολουθούν τις πατάτες να πλέουνε μπροστά τους, ακούν τις στριγλιές των γουρουνιών που τα σφάζουν μέσα σ’ ένα λάκκο, και χύνουν πάνω ασβέστη, βλέπουν βουνά πορτοκάλια να λιώνουν σ’ ένα σάπιο πολτό· και ο λαός βλέπει τη σημερινή χρεοκοπία· και μες στα μάτια του πεινασμένου λαού η οργή μεστώνει. Μες στην ψυχή του λαού μεστώνουν και βαραίνουν τα σταφύλια της οργής, βαραίνουν για τον τρύγο.(αποσπάσματα)
Τζων Στάινμπεκ, Τα σταφύλια της οργής, μετάφρ. Κοσμάς Πολίτης, Εκδόσεις Δαμιανός χ.χ.