Η αρχή της κατηφόρας: Η πολιτική σημασία της μυστικής έκθεσης του Χρουτσόφ
Η μυστική έκθεση του Χρουτσόφ οπλίζει μέχρι και σήμερα τη φαρέτρα των αστών αναλυτών με επιχειρήματα, οδηγώντας παράλληλα στην αποστράτευση πολλούς συνεπείς κομμουνιστές.
Ασφαλώς είναι αντιδιαλεκτικό να ψάχνεις ένα (μόνο) πρόσωπο ή ένα (μόνο) γεγονός που καθόρισε με τη μια ή την άλλη μορφή τα πράγματα. Χώρια που θυμίζει το “σοσιαλισμός σε μία (μόνο) χώρα”, που από κάποιους έχει αναχθεί, εξίσου αντιδιαλεκτικά, σε αιτία όλων των δεινών για τον υπαρκτό σοσιαλισμό της Σοβιετικής Ένωσης. Είναι πάντως λογικό και θεμιτό να ξεχωρίζουμε σημεία καμπής και κάποια γεγονότα σταθμούς που σηματοδοτούν μια περίοδο και εκφράζουν συμπυκνωμένες τις τάσεις της.
Από αυτήν την άποψη, το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ δεν είναι “η αιτία όλου του κακού”, ούτε καν αυτό που έφερε το αποφασιστικό και τελεσίδικο πλήγμα στους μπολσεβίκους και την επαναστατική τους γραμμή (πχ σε σύγκριση με τις ανατροπές που ακολούθησαν στο 22ο Συνέδριο, το 1961, όταν οι χρουτσοφικοί αισθάνονταν πως είχαν κερδίσει τη μάχη και μπορούσαν να προχωρήσουν πιο θαρρετά στις κινήσεις τους). Ήταν όμως αυτό που άλλαξε πιθανότατα τη ροή της ιστορίας, έφερε για πρώτη φορά στο φως και την εξουσία τις τάσεις που ωρίμαζαν (ή σάπιζαν, όπως το δει κανείς) υπόγεια και έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση, σοκάροντας αρχικά τους συνέδρους του 20ού Συνεδρίου και πολύ σύντομα την παγκόσμια κοινή γνώμη.
Το γεγονός ότι η έκθεση αυτή, που διαβάστηκε την τελευταία μέρα των εργασιών του συνεδρίου -στις 24 προς 25 Φλεβάρη του 1956-, “διέρρευσε” στη Δύση, ίσως να μην είναι η πιο ουσιαστική πτυχή, δε στερείται όμως σημασίας, καθώς είναι ενδεικτική για τις προθέσεις και το πολιτικό στίγμα των εμπνευστών της. Μετά από κάποιες μέρες, το ακριβές περιεχόμενο της έκθεσης θα δημοσιευόταν στους Τάιμς της Νέας Υόρκης και θα έπαιρνε το δρόμο του για να κάνει το γύρο του κόσμου και να φτάσει, μεταξύ άλλων, και στη χώρα μας.
Η εκδοτική διαδρομή της μυστικής έκθεσης στην Ελλάδα -αρχικά με την ονομασία “ο αληθινός Στάλιν”- έχει κι αυτή το δικό της ιδιαίτερο ενδιαφέρον, με ενδιαφέρουσες πολιτικές προεκτάσεις στο πέρασμα του χρόνου. Θ’ αρκεστούμε να αναφέρουμε την τελευταία -εξ όσων γνωρίζουμε- έκδοση, από το “Θεμέλιο”, στα χρόνια της Περεστρόικα, όπου ο Χρουτσόφ παρουσιαζόταν δικαίως από τον αναθεωρητικό χώρο, ως ο πολιτικός του πρόγονος, που το πνεύμα του μόλις τότε -στα χρόνια του Γκορμπατσόφ δηλ- δικαιωνόταν πραγματικά.
Ούτε κι αυτοί ήταν όμως απολύτως ευχαριστημένοι, αφού καταλόγιζαν στο Νικήτα μονομέρειες και διστακτικότητα… Έλεγαν δηλαδή ότι περιόριζε λανθασμένα την κατηγορία στο φαινόμενο της προσωπολατρίας, χωρίς να φτάνει στις ρίζες του “σταλινισμού” και να προχωρά στη δραστική αναίρεσή του. Έτσι θεωρούσαν πως μετά την ανατροπή του Χρουτσόφ και την ανάδειξη του Μπρέζνιεφ, το “σταλινικό σύστημα” ενισχυόταν και αναβίωνε, χωρίς ουσιαστικά να έχει απομακρυνθεί ποτέ από το σοβιετικό προσκήνιο.
Αυτό που αγνοούν ηθελημένα ή μη είναι πως οι χρουτσοφικοί δε θα μπορούσαν να βάλουν εξ αρχής ανοιχτά όλη την πολιτική τους γραμμή -κι ίσως αυτό ακριβώς να εξυπηρετούσε η επιλογή να διαβαστεί μυστικά η έκθεση και μάλιστα την τελευταία ημέρα (ή μάλλον νύχτα) των εργασιών, χωρίς όμως να συζητηθεί ανοιχτά από τους συνέδρους και τα κομματικά μέλη. Οι εμπνευστές της επέλεξαν συνεπώς ορισμένες πτυχές που θεωρούσαν ως πιο βολικές για να αρχίσουν να ξεδιπλώνουν τη γραμμή τους και να ετοιμάσουν σταδιακά το έδαφος για την επικράτησή της -αν και είχαν ήδη πετύχει μια πρώτη σημαντική νίκη από το 1953.
Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, στις σελίδες της έκθεσης θα βρούμε τη μήτρα -ή τουλάχιστον μία συνοπτική, συστηματική αναπαραγωγή- κάποιων από τα πιο δημοφιλή αντισοβιετικά και ειδικότερα αντισταλινικά επιχειρήματα-μύθους, που γοητεύουν διαχρονικά τους αστούς αναλυτές κι ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, ως τις μέρες μας. Από την ελλιπή προετοιμασία των Σοβιετικών και την “πανικόβλητη αντίδραση” του Στάλιν τις πρώτες μέρες του πολέμου, έως τις “συλλήβδην άδικες” εκκαθαρίσεις και την πτωματολογία. Ακόμα και σήμερα, ελάχιστες είναι οι διαφοροποιήσεις και οι παραλλαγές που ακούμε στα ίδια επιχειρήματα, ακόμα κι αν ο φορέας τους αγνοεί την αρχική τους προέλευση. Κι αν τυχόν την γνωρίζει, τόσο το χειρότερο, αφού προσθέτει το ακαταμάχητο επιχείρημα πως “το βεβαιώνουν οι ίδιοι οι σοβιετικοί” -όπως ακριβώς γίνεται δηλαδή και με την “ομολογία” επί Γκορμπατσόφ, σχετικά με το Κατίν.
Κατά συνέπεια, η μυστική έκθεση, που απέκτησε μεγαλύτερη δημοσιότητα από οποιαδήποτε φανερή και επίσημη, λειτούργησε σε δύο διαφορετικά επίπεδα.
Καταρχάς ως προς το περιεχόμενό της, που δεν έχει ιδιαίτερη πολιτική αξία, αλλά συνεχίζει να τροφοδοτεί μέχρι σήμερα την ιδεολογική φαρέτρα των αστών αναλυτών και τη σχετική συζήτηση, παραμένοντας “διαχρονική” κατ’ αυτήν την έννοια.
Κατά δεύτερον και κυριότερον, ως προς την επίδραση που είχε στην εποχή της και τις επόμενες δεκαετίες, όχι μόνο στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και σε κάθε ΚΚ ξεχωριστά, με τη μέθοδο της εισαγόμενης (λεγόμενης) “αποσταλινοποίησης”, όπως έγινε και στο ΚΚΕ, με την καθαίρεση του Νίκου Ζαχαριάδη. Συνέβαλε έτσι στο γενικό αποπροσανατολισμό, οδηγώντας πολλούς κομμουνιστές σε όλο τον κόσμο στην αποστράτευση κι αδυνατίζοντας σημαντικά το σοσιαλιστικό μπλοκ. Κι αυτή ήταν εν τέλει η σημαντικότερη λειτουργία της, μολονότι αυτό δε γίνεται εύκολα κατανοητό σήμερα, που αντιλαμβανόμαστε μόνο το μακρινό της απόηχο.
Στον επίλογο, μένει ανοιχτό προς προβληματισμό το ερώτημα τι διαφορετικό θα μπορούσε να γίνει για να αποφευχθεί αυτή η εξέλιξη και γιατί το ιστορικό κόμμα των μπολσεβίκων, με την πλουσιότατη συλλογική πείρα και τα δοκιμασμένα αντανακλαστικά δεν την απέτρεψε. Αλλά αυτό δεν είναι ένα απλό και μοναδικό γεγονός, για να στριμωχθεί στον επίλογο μιας (και μόνο) ανάρτησης -για να θυμηθούμε τον πρόλογο του κειμένου.