Αντρέι Ζντάνοφ: Ένας αμφιλεγόμενος επαναστάτης
Αν πτυχές της δράσης του από τη σημερινή σκοπιά φαίνονται υπερβολικές ή αποτυχημένες, η συμβολή του τόσο στην ίδια την Οκτωβριανή Επανάσταση όσο και στη σοσιαλιστική οικοδόμηση μόνο αμελητέα δε μπορεί να θεωρηθεί.
Σαν σήμερα γεννήθηκε στη Μαριούπολη ο Αντρέι Αλεξάντροβιτς Ζντάνοφ, στενός συνεργάτης του Στάλιν και μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες μορφές της ΕΣΣΔ, κυρίως για την πολιτιστική του πολιτική, ενώ επικρίσεις δέχτηκε και για προσωπικά του πάθη, όπως ο αλκοολισμός του. Ωστόσο, αν πτυχές της δράσης του από τη σημερινή σκοπιά φαίνονται υπερβολικές ή αποτυχημένες, η συμβολή του τόσο στην ίδια την Οκτωβριανή Επανάσταση όσο και στη σοσιαλιστική οικοδόμηση μόνο αμελητέα δε μπορεί να θεωρηθεί.
Ο πατέρας του ήταν σχολικός επιθεωρητής και τον έχασε σε νεαρή ηλικία. Φοίτησε κάποια χρόνια στην Τεχνική Σχολή του Τβερ, πέρασε μισό χρόνο στη Γεωργική Σχολή της Μόσχας και τέσσερα χρόνια στη σχολή υπαξιωματικών της Τιφλίδας στη Γεωργία, όπου του βεβαίωσαν “μη ολοκληρωμένη παρακολούθηση μέσης εκπαίδευσης”. Το 1916 κλήθηκε να υπηρετήσει στον τσαρικό στρατό, ενώ ήδη τον προηγούμενο χρόνο είχε γίνει μέλος των μπολσεβίκων. Συμμετείχε ενεργά στα επαναστατικά γεγονότα του 1917, αναδεικνόμενος σε προϊστάμενος ενός σοβιέτ επαναστατημένων στρατιωτών. Το 1918 έγινε υπεύθυνος οικονομικών στο Σαντρίνσκ και την ίδια χρονιά ως το 1920 υπήρξε υπεύθυνος πολιτικής προπαγάνδας του Κόκκινου Στρατού και συντάκτης της εφημερίδας “Τβέρσκαγια Πράβντα”. Η ανάδειξη του σε κομματικά αξιώματα υπήρξε συνεχής, καθώς το 1930 έγινε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος Μπολσεβίκων κι από το 1939 μέλος του Πολιτικού Γραφείου. Ανέλαβε επίσης τη θέση του δολοφονημένου Κίροφ ως κομματικός γραμματέας του Λένινγκραντ, από το 1934 ως το 1944. Αναδείχθηκε σε στενό συνεργάτη του Στάλιν πλάι στους Μολότοφ, Μαλένκοφ, Βοροσίλοφ και Καγκάνοβιτς. Το 1940 μετέβη στην Εσθονία, επιβλέποντας τις διαδικασίες διαμόρφωσής της σε σοβιετική δημοκρατία. Στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έπαιξε ηγετικό ρόλο στην πολιορκία του Λένινγκραντ, που κράτησε 950 μέρες, ως επικεφαλής του πολεμικού σοβιέτ της πόλης, ενώ το διάστημα 1944 -1947 ηγήθηκε της επιτροπής συμμαχικού ελέγχου στη Φινλανδία.
Το 1946 ο Στάλιν ανέθεσε στο Ζντάνοφ τη χάραξη της πολιτιστικής πολιτικής στην ΕΣΣΔ. Η “zhdanovshchina”, όπως έγινε γνωστή η πολιτική του στον τομέα συνοψίζεται στη φράση “Η μοναδική αντίθεση που επιτρέπεται στη σοβιετική τέχνη είναι εκείνη μεταξύ του καλού και του καλύτερου”. Η σκλήρυνση της πολεμικής κατά των ξένων επιρροών στη σοβιετική κοινωνία και τέχνη είναι βέβαια αδύνατον να αντιμετωπιστεί αποσπασμένη από την αποκρυστάλλωση του ψυχροπολεμικού κλίματος που λαμβάνει χώρα την ίδια εποχή. Στο στόχαστρο του Ζντάνοφ βρέθηκαν αρχικά ο σατιρικός συγγραφέας Μιχαήλ Ζοστσένκο και η ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα, για τα “απολίτικα, αστικά, ατομικιστικά έργα τους”, ενώ από τις αρχές του 1948 στράφηκε εναντίον αυτού που έβλεπε ως φορμαλισμό στη μουσική. Έτσι λοιπόν, κατηγόρησε τους κορυφαίους σοβιετικούς συνθέτες, Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Σεργκέι Προκόφιεφ και Αράμ Χατσατουριάν για μοντερνισμό, ελιτισμό, έλλειψη μελωδικότητας και αρμονίας, επιρροή από παρακμιακά δυτικά πρότυπα κι απώλεια επαφής με το λαϊκό γούστο. Παρότι η κριτική του Ζντάνοφ επηρέασε τη δυνατότητα δημοσίευσης και παρουσίασης των μουσικών έργων τους, εκείνοι δε στερήθηκαν τα προνόμιά τους, ούτε υπέστησαν άλλου είδους κυρώσεις. Επίσης ο Ζντάνοφ, που προσωπικά διέθετε μεγάλη καλλιέργεια, έβλεπε την διαδικασία ενίοτε με παιγνιώδη διάθεση. Όταν ο Προκόφιεφ, που είχε μόλις επιστρέψει στην ΕΣΣΔ και δεν είχε εγκλιματιστεί πλήρως, σνόμπαρε την υπόδειξη του επικεφαλής της κομματικής επιτροπής ελέγχου να μη μιλάει με το διπλανό του, ο Ζντάνοφ σύμφωνα με πολλούς παριστάμενους ξέσπασε σε δυνατά γέλια. Επίσης έγραψε ένα αυτοσαρκαστικό σατιρικό σκετς, στο οποίο ένας υπουργός σύρεται σε συναυλία από τη φιλόμουση σύζυγό του. Μετά πέφτει για ύπνο, όταν τον ξυπνάει ανήσυχη η γυναίκα του ότι δε διάβασε την απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής που καταδικάζει όλα αυτά τα μοντερνιστικά σκουπίδια. Στο τέλος αποδεικνύεται ότι η μουσική της παράστασης ανήκε στον κλασικό συνθέτη του 19ου αιώνα Μιχαήλ Γκλίνκα.
Σημαντικός ήταν και ο ρόλος του στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, ως οργανωτής της Κομινφόρμ, στην ιδρυτική συνάντηση της οποίας στις 25 Σεπτεμβρίου 1947, πραγματοποίησε την περίφημη ομιλία-απάντηση στο Δόγμα Τρούμαν που είχε διατυπώσει το Μάρτη εκείνης της χρονιάς ο Αμερικανός πρόεδρος, διακρίνοντας τον κόσμο σε “ιμπεριαλιστικό” και “δημοκρατικό” στρατόπεδο, με επικεφαλής τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ αντίστοιχα. Η επιδεινούμενη κατάσταση της υγείας του είχε ως αποτέλεσμα τη μεταφορά του σε σανατόριο της Μόσχας, όπου και πέθανε από έμφραγμα στις 31 Αυγούστου 1948.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
Notice: Only variables should be passed by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
1 Σχόλιο
Προσπερνώντας τον πρόστυχο τρόπο με τον οποίο εκφραζόταν για καλλιτέχνες που είτε είχαν-απολύτως λογικά- κατάλοιπα του παρελθόντος, είτε επηρεάζονταν απο τα κινήματα της εποχής τους, το μεγαλύτερο κακό που έκανε ηταν οτι πρόταξε σαν μοναδική λαική τέχνη το ρώσικο φολκλορ του 19ου αιώνα.Δεν γνωρίζω αν η αγανάκτηση του στην δημοσίευση έργων της Αχμάτοβα και άλλων σε σοβιετικά περιοδικά πήρε και ανοιχτή μορφή παρεμπόδισης και απο τα πάνω αποκλεισμού του λόγου και της έφρασης,αλλά σίγουρα το όνομα του χρησίμευσε σαν άσσος στο μανίκι της καπιταλιστικης δύσης στην λογική του πολιτιστικού ευνουχισμού και αποστείρωσης. Τι άφησε τελικά πολιτιστικά? την προώθηση ενος χλιαρού νατουραλισμού και εξιδανίκευσης, χωρις να αναδεικνύει τις αντιθέσεις και αντιφάσεις της κοινωνίας που δομούνταν. Λίγη έως καθόλου σχέση με τον μαρξισμό/λενινισμό δηλαδή. Τελικά αυτό που έμεινε ήταν ένα κάκιστο όνομα στην υπόθεση του σοσιαλισμού/κομμουνισμού και μια αρνητική συμβολή στην μαρξιστική αισθητική. Φυσικά οφείλουμε να τον κρίνουμε με βάση την εποχή και την κοινωνία του, χωρις να παραβλέπουμε και την συμβολή του στην σοσιαλιστική οικοδόμηση ανεξάρτητα απο τα παραπάνω.