Την εποχή του Πάγκαλου: Φούστες με τη μεζούρα, εθνικισμός και δωσιλογισμός
1935 ήρθε σε επαφή με το Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα, Έρμπαχ, εκδηλώνοντας τη διάθεση να πρωτοστατήσει σε κίνημα για την επιβολή φιλογερμανικής κυβέρνησης στην Ελλάδα. Ο Πάγκαλος είχε τη δυνατότητα να εξαργυρώσει τις φιλοναζιστικές του συμπάθειες επί κατοχής, όταν υπήρξε από τους πρώτους δημόσιους άντρες που συναντήθηκαν με τον Τσολάκογλου, ενώ πρωτοστάτησε και στη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Γεννημένος στη Σαλαμίνα το 1878, προερχόταν από αστική οικογένεια, καθώς ο πατέρας του ήταν γιατρός και βουλευτής και η μητέρα του κόρη αρχοντικής οικογένειας από την Ελευσίνα. Μετά την αποτυχία του να εισαχθεί στη σχολή Ναυτικών Δοκίμων, κι αφού περιπλανήθηκε για λίγο στην ιατρική σχολή, σπούδασε τελικά στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, απ’όπου αποφοίτησε το 1900 πρώτος στην τάξη του ως ανθυπολοχαγός. Από νωρίς ενεπλάκη στα πολιτικά πράγματα της χώρας, ως μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου, αρκετές από τις συνεδριάσεις του οποίου πραγματοποιούνταν στην οικία του. Συμμετείχε και στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους, ενώ την περίοδο του Διχασμού συντάχθηκε ενεργά στο πλευρό του Ελευθερίου Βενιζέλου ως μέλος της Εθνικής Άμυνας. Είχε έντονη ανάμειξη τόσο πολιτική, όσο και στρατιωτική στην ολέθρια Μικρασιατική εκστρατεία, ως και την εκλογή των αντιβενιζελικών το 1920, όταν και αποστρατεύτηκε επιστρέφοντας στην Ελευσίνα. Στήριξε το κίνημα του Πλαστήρα το 1922, ωστόσο σύντομα ένιωσε παραγκωνισμένος. Προήδρευσε της ανακριτικής επιτροπής για την τιμωρία των υπευθύνων της Μικρασιατικής καταστροφής, ενώ διόρισε τα περισσότερα μέλη του έκτακτου στρατοδικείου που διεξήγαγε τη διαβόητη “δίκη των εξ”, που ακολούθησαν εκτελέστηκαν.
Ως αρχιστράτηγος της στρατιάς του Έβρου, συνέβαλε στη συνθηκολόγηση Ελλάδας Τουρκίας με τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923), η οποία όμως έβαζε φραγμό στα επεκτατικά σχέδια του Παγκάλου, που θεωρούσε εφικτή την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης, ενώ είχε φλερτάρει και με την ιδέα της εισόδου στην Κωνσταντινούπολη. Προσπαθώντας να συντονίσει άλλους στρατηγούς σε αντικυβερνητική κατεύθυνση, εξαναγκάστηκε τελικά σε παραίτηση από τον Πλαστήρα. Μετά από παραμονή στο εξωτερικό, επέστρεψε στο τέλος του ίδιου έτους συμμετέχοντας στην καταστολή του φιλοβασιλικού κινήματος Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδαη. Ως ηγέτης του κόμματος Δημοκρατικών Φιλελευθέρων, μετά την ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας το Μάρτη του 1924 ο Πάγκαλος γίνεται υπουργός Εννόμου Τάξεως και μετέπειτα Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Παπαναστασίου. Η πολιτική αστάθεια που ακολούθησε την παραίτηση της τελευταίας ήταν η χρυσή ευκαιρία που περίμενε ο Πάγκαλος για την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας, καθώς ούτε η κυβέρνηση Σοφούλη, ούτε εκείνη του Μιχαλακόπουλου ήταν σε θέση να ελέγξουν την εντεινόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια, αλλά και να ισορροπήσουν τις ενδοαστικές αντιθέσεις της περιόδου.
Έτσι, στις 26 Ιούνη 1925 ο Πάγκαλος ανέτρεψε το Μιχαλακόπουλο, ενώ η κυβέρνηση του στηρίχθηκε από το σύνολο του αστικού πολιτικού κόσμου, περιλαμβανομένης της “Δημοκρατικής Ένωσης” του σοσιαλδημοκράτη Παπαναστασίου. Η επιβολή της δικτατορίας ήρθε κι επίσημα στις 30 Σεπτέμβρη του ίδιου έτους με τη διάλυση της βουλής και την άγρια καταστολή κατά του ΚΚΕ και του εργατικού κινήματος. Το σύνολο του κομμουνιστικού τύπου απαγορεύτηκε, μάλιστα κατά το κλείσιμο του Ριζοσπάστη συνελήφθη ο διευθυντής του, Τάκης Φίτσιος, ενώ ο τελευταίος μαζί με σειρά στελεχών του κόμματος και της ΟΚΝΕ, παραπέμφθηκαν σε στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, κατορθώνοντας ωστόσο να ανατρέψουν το χαλκευμένο κατηγορητήριο. Διώξεις αντιμετώπισαν και αστικές εφημερίδες, όπως η Καθημερινή και η Εστία. Η βραχύβια δικτατορία του Πάγκαλου έμεινε πέραν αυτού γνωστή κυρίως για τρεις λόγους. Ο πρώτος ήταν η εθνικιστική της πρακτική, πο λίγο έλειψε να φέρει σε πόλεμο την Ελλάδα και τη Βουλγαρία, όταν μετά από μεθοριακή αψιμαχία, ο ελληνικός στρατός εισέβαλε στη γείτονα καταστρέφοντας το Πετρίτσι. Η Ελλάδα προκάλεσε την οργή της διεθνούς κοινότητας, που μέσω της Κοινωνίας των Εθνών επέβαλε στη χώρα πρόστιμο 20 εκατομμυρίων λέβα ως αποζημίωση στη Βουλγαρία. Στον τομέα της εσωτερικής πολιτικής, προχώρησε στην παγκοσμίου πρωτοτυπίας μέθοδο εσωτερικού δανεισμού μέσω διχοτόμησης του χαρτονομίσματος, αντικαθιστώντας τη μισή αναγραφόμενη αξία με κρατικά ομόλογα. Δύο δισεκατομμύρια δραχμές κλήθηκαν έτσι να πληρώσουν τα λαϊκά στρώματα, ενώ και η υπόλοιπη δημοσιονομική πολιτική χαρακτηρίστικε από μέτρα λιτότητας αλλά και διευκόλυνσης της διείσδυσης του ξένου κεφαλαίου, όπως της διαβόητης “Πάουερ” στον τομέα του ηλεκτροφωτισμού. Εποχή άφησε ωστόσο μια πιο “ανάλαφρη” πτυχή του παγκαλικού αυταρχισμού, που δεν ήταν άλλη από το κηνύγι της φούστας με τη…μεζούρα, καθώς δινόταν η δυνατότητα στα όργανα της τάξης να ελέγχουν αν το εν λόγω ένδυμα απείχε πλέον των 30 εκατοστών από το έδαφος. Μετά την ανατροπή της δικτατορίας του φυλακίστηκε ως το 1928, όταν απελευθερώθηκε με απόφαση της κυβέρνησης Βενιζέλου.
Προσπάθησε αποτυχημένα να ξαναμπεί στο πολιτικό παιχνίδι στις εκλογές του 1928 και του 1935, ενώ στο ενδιάμεσο εξέτισε και ποινές φυλάκισης για αδικήματα σχετικά το σκάνδαλο του καζίνο της Ελευσίνας επί ημερών του. Το 1935 ήρθε σε επαφή με το Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα, Έρμπαχ, εκδηλώνοντας τη διάθεση να πρωτοστατήσει σε κίνημα για την επιβολή φιλογερμανικής κυβέρνησης στην Ελλάδα. Ο Πάγκαλος είχε τη δυνατότητα να εξαργυρώσει τις φιλοναζιστικές του συμπάθειες επί κατοχής, όταν υπήρξε από τους πρώτους δημόσιους άντρες που συναντήθηκαν με τον Τσολάκογλου, που το Νοέμβριο του 1941 του χορήγησε σύνταξη ως πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας, παραχωρώντας του και πολυτελές αυτοκίνητο. Αρθρογραφούσε τακτικά στον τύπο της εποχής υπέρ της στήριξης των κατοχικών κυβερνήσεων και της καταδίκης του ανερχόμενου κινήματος αντίστασης με επικεφαλής το ΕΑΜ. Θορυβημένος από την εξάπλωση της οργάνωσης, και ιδίως τις επιτυχίες του ΕΛΑΣ, ο Πάγκαλος πρωτοστάτησε στη δημιουργία των ταγμάτων ασφαλείας, από κοινού με το φίλο του Ιωάννη Βουλπιώτη. Έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στον προσεταιρισμό τμημάτων του ΕΔΕΣ από τα τάγματα ασφαλείας. Δυο μέρες πριν την απελευθέρωση, στις 16 Οκτώβρη 1944, το ΕΑΜ προσπάθησε να συλλάβει τον Πάγκαλο στο σπίτι του, ωστόσο παρεμποδίστηκαν από την προσωπική του φρουρά, που σκότωσε έναν από τους εαμίτες, ενώ η αστυνομία μαζί με Βρετανούς στρατιώτες,τήρησε ίσες αποστάσεις, συλλαμβάνοντες άνδρες και των δύο πλευρών. Υπό την πίεση του λαϊκού κινήματος συνελήφθη στις 26 Οκτώβρη και οδηγήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ, για να αφεθεί ελεύθερος εν μέσω του αντικομμουνιστικού κλίματος των Δεκεμβριανών. Τους επόμενους μήνες, ο Πάγκαλος συνέχιζε ανενόχλητα την πολιτική του δραστηριότητα, με αιχμή του δόρατος την επαναφορά του βασιλιά Γεωργίου Β’. Ένιωθε μάλιστα τόσο άνετα, ώστε εμφανίστηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη των δωσίλογων πρωθυπουργών. Η δικαιοσύνη αναγκάστηκε τελικά να ασκήσει ποινική δίωξη στον Πάγκαλο που προφυλακίστηκε το καλοκαίρι του 1945. Ωστόσο ένα μόλις χρόνο αργότερα το Δικαστικό Συμβούλιο εξέδωσε απαλλακτικό βούλευμα, κι έτσι ο Πάγκαλος δεν πλήρωσε επί της ουσίας ποτέ για τον προδοτικό και λαοκτόνο ρόλο του στη διάρκεια της Κατοχής. Μετά από μια νέα αποτυχημένη απόπειρα εκλογής στο κοινοβούλιο με το κόμμα του Ναπολέοντα Ζέρβα το 1950, έφυγε τελικά από φυματίωση σαν σήμερα το 1952.