Δημήτρης Μητρόπουλος-Ο δαιμόνιος μαέστρος με τη φωτογραφική μνήμη
Από το 1930 αφιερώνεται αποκλειστικά στη διεύθυνση, στην οποία διακρίνεται και χάρη στη φωτογραφική του μνήμη, η οποία του επέτρεπε να διευθύνει ακόμα και χωρίς την χρήση παρτιτούρας.
O διεθνούς φήμης διευθυντής ορχήστρας, συνθέτης και πιανίστας Δημήτρης Μητρόπουλος, γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Μάρτη 1896, ως γιος εμπόρου δερμάτινων είδων, του Γιάννη Μητρόπουλου και της συζύγου του Αγγελικής. Από νωρίς έδειξε το μουσικό του ταλέντο, και σε γυμνασιακή ηλικία ξεκίνησε να δίνει ανεπίσημες παραστάσεις στην οικία του κάθε Σαββατόβραδο. Εκείνη την περίοδο χρονολογείται και η πρώτη του σύνθεση, μια σονάτα για βιολί και πιάνο, που δε σώζεται σήμερα. Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών, όπου υπήρξε ένας από τους μόλις πέντε μαθητές που έλαβαν ποτέ το Χρυσό Μετάλλιο για την δεξιοτεχνία του στο πιάνο. Στη διάρκεια των σπουδών του το 1919 ανέβηκε η όπερά του “Αδελφή Βεατρίκη”. Συνέχισε τις σπουδές του στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο, κοντά στο σπουδαίο δάσκαλο και μαέστρο ιταλογερμανικής καταγωγής Φερούτσιο Μπουσόνι.
Από το 1921 ως το 1925 υπήρξε βοηθός του Έριχ Κλαίμπερ στην Κρατική Όπερα του Βερολίνου στην οδό Ούντερ ντεν Λίντεν. Από το 1930 σταματάει τη σύνθεση, στην οποία είχε διακριθεί για τους πειραματισμούς του, που τον οδήγησαν το 1920 στη σύνθεση ατονικής μουσικής για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Αφιερώνεται αποκλειστικά στη διεύθυνση, στην οποία διακρίνεται και χάρη στη φωτογραφική του μνήμη, η οποία του επέτρεπε να διευθύνει ακόμα και χωρίς την χρήση παρτιτούρας.Την ίδια χρονιά σε συναυλία της Φιλαρμονικής του Βερολίνου έπαιξε το σόλο του “Κονσέρτου για πιάνο νούμερο τρία” του Προκόφιεφ, διευθύνοντας την ορχήστρα από το πιάνο, κάτι πρωτοποριακό για τα δεδομένα της εποχής. Το 1936 πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στις ΗΠΑ με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστώνης, ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε μόνιμα στη χώρα, της οποίας την υπηκοότητα απέκτησε το 1946.
Κατά τη διάρκεια της αποδημίας του, δεν αδιαφόρησε για τα συμβάντα στην Ελλάδα, προσυπογράφοντας το κείμενο Ελλήνων διαννοουμένων προς συναδέλφους τους σε όλο τον κόσμο για καταδίκη της ιταλικής εισβολής. Διήυθυνε τη Συμφωνική Ορχήστρα της Μινεσότα από το 1937 ως το 1949, οπότε και ξεκινάει η συνεργασία του με τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης, της οποίας την αποκλειστική διεύθυνση ανέλαβε το 1951.
Προσπάθησε να συγκινήσει ένα ευρύτερο κοινό για την κλασική μουσική, ηχογραφώντας πολλούς δίσκους, κάνοντας τηλεοπτικές εμφανίσεις και δίδοντας παραστάσεις στο δημοφιλή κινηματογράφο “Ρόξυ”. Προέβαλε ιδιαίτερα το έργο νέων συνθετών, ενώ άφησε εποχή για τη διεύθυνση των συμφωνιών του Γκούσταβ Μάλε. Παράλληλα, ασχολήθηκε εκτενώς με την όπερα, τόσο στην Ιταλία όσο και στη Μητροπολιτική όπερα της Νέας Υόρκης αναλαμβάνοντας τη διεύθυνσή της το 1958.
Τη θέση του στη Φιλαρμονική της πόλης κατέλαβε ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, με τον οποίο φημολογείται ότι διατηρούσαν δεσμό, παρότι ο ίδιος δεν μιλούσε ποτέ για την προσωπική του ζωή, η οποία γενικά διακρινόταν από το σπαρτιατικό της πνεύμα και την βαθιά προσήλωση στην ορθοδοξία.
Στις 2 Νοεμβρίου 1960 υπέστη έμφραγμα κατά τη διάρκεια πρόβας της Τρίτης Συμφωνίας του Μάλερ στη Σκάλα του Μιλάνου. Ο θάνατός του προκάλεσε παγκόσμια συγκίνηση, ενώ οι “Τάιμς” της Νέας Υόρκης του αφιέρωσαν νεκρολογία. Το κιβώτιο με την τέφρα του μεταφέρθηκε με ειδική πτήση της ελληνικής κυβέρνησης στην Αθήνα, όπου και μεταφέρθηκε με πομπή στο Ωδεία Ηρώδου του Αττικού, παρουσία της πολιτικής ηγεσίας κι εκπροσώπων του πνευματικού κόσμου.