Κουρτ Βάιλ-Το μουσικό άλτερ έγκο του Μπρεχτ
Το 1927 ξεκινά η συνεργασία του με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ, τον οποίοα θεωρούσε ιδιοφυία, επιμένοντας πάντως στην αποκλειστικότητα της συμβολής του στο μουσικό κομμάτι των έργων τους .
Ο Κουρτ Βάιλ γεννήθηκε στις 2 Μάρτη 1900 στη γερμανική πόλη Ντέσαου, σε οικογένεια εβραϊκής καταγωγής. Στα δώδεκά του χρόνια ξεκίνησε μαθήματα πιάνου, ενώ σύντομα άρχισε να δημιουργεί δικές του συνθέσεις. Σε ηλικία 16 ετών ξεκίνησε να παραδίδει ο ίδιος μαθήματα πιάνου και δυο χρόνια αργότερα γράφτηκε στην Ανώτατη Μουσική Σχολή του Βερολίνου. Δούλεψε ένα διάστημα ως διευθυντής ορχήστρας στο Δημοτικό Θέατρο του Λύντενσαϊντ, ενώ στο διάστημα 1921-1923 μαθήτευσε κοντά στο Φερούτσιο Μπουσόνι στην Πρωσική Ακαδημία Τέχνης του Βερολίνου. Την ίδια περίοδο συνθέτει την πρώτη του συμφωνία και γίνεται μέλος της “Ομάδας του Νοέμβρη”, οι οποία αποτελούνταν από καλλιτέχνες με αίτημα των εκδημοκρατισμό της καλλιτεχνικής ζωής. Το 1926 παντρεύτηκε την ηθοποιό και τραγουδίστρια Λότε Λένυα, που τα επόμενα χρόνια ερμήνευσε πολλά από τα έργα του συνθέτη. Την ίδια χρονιά έκανε πρεμιέρα η πρώτη του όπερα με τίτλο “Ο πρωταγωνιστής” στην Κρατική Όπερα της Βιέννης. Το 1927 ξεκινά η συνεργασία του με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ, τον οποίοα θεωρούσε ιδιοφυία, επιμένοντας πάντως στην αποκλειστικότητα της συμβολής του στο μουσικό κομμάτι των έργων τους .Μετά την παρουσίαση της κωμικής όπερας “Ο τσάρος φωτογραφίζεται”, ταξίδεψε με τη σύζυγό του και το ζεύγος Μπρεχτ στη Γαλλική Ριβιέρα, όπου δημιουργήθηκε το μεγαλύτερο μέρος της “¨Οπερας της πεντάρας”, που ανέβηκε με συγκλονιστική επιτυχία στις 31.8.1928 στο Βερολίνο. Στο έργο παρουσιάζεται ο υπόκοσμος της μεγαλούπολης, με ζητιάνους, πόρνες και ληστές στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Στόχος είναι η σατιρική αποδόμηση της αστικής κοινωνίας την εποχή της Βαϊμάρης. Στο μουσικό κομμάτι ο Βάιλ συνδυάζει στοιχεία της τζαζ, της ελαφράς μουσικής με εκκλησιαστικές και λυρικές μελωδίες. Το 1930 ανέβηκε η όπερα “Η ακμή και η πτώση της πόλης Μαχαγκόνι”, μία ακόμα συνεργασία του με τον Μπρεχτ. Η Μαχαγκόνι παρουσιάζεται ως πόλη καταναλωτισμού και διασκεδάσεων για όλους όσοι δε βρίσκουν καμιά απόλαυση στον κόσμο της δουλειάς. H αντικαπιταλιστική κριτική του έργου προκάλεσε την οργή των ναζί, οι οποίοι διεισδύοντας στο κοινό προσπάθησαν να αποτρέψουν ανεπιτυχώς την ολοκλήρωση της πρεμιέρας.
Με την άνοδο των ναζί στην εξουσία, το μουσικό έργο του Βάιλ, υπό τη μορφή παρτιτούρας, παραδίδεται στην πυρά από τους ναζί κατά της διαβόητες τελετές καύσης βιβλίων το Μάη του 1933.Πήρε διαζύγιο από τη Λένυα (την οποία ωστόσο ξαναπαντρεύτηκε το 1937) και κατέφυγε αρχικά στο Παρίσι, όπου παρουσιάζει την τελευταία του συνεργασία με το Μπρεχτ, το μπαλέτο “Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα”. Το 1935 μεταναστεύει μέσω Λονδίνου στις ΗΠΑ, όπου ανεβαίνουν μια σειρά έργα του τα επόμενα χρόνια, όπως το “Knickerbocker Holiday” (1938), “Lady in the dark” (1941) και “Where do we go from here?”. Συνέθεσε επίσης τη μουσική της ταινίας του Φριτς Λανγκ, “You and me” (1938). To 1943 έλαβε την αμερικανική υπηκοότητα, και την ίδια χρονιά ανέβηκε το έργο “We will never die”, με θέμα το Ολοκαύτωμα. Το 1945 η όπερα της πεντάρας ανέβηκε για πρώτη φορά εκ νέου στο Βερολίνου μετά την πτώση των ναζί. Ο Βάιλ δεν ενδιαφέρθηκε να επιστρέψει στη χώρα γέννησής του, από την οποία είχε αποκοπεί συναισθηματικά. Σε αναφορά του αμερικανικού περιοδικού Life που το 1947 τον είχε χαρακτηρίσει “Γερμανό συνθέτη”, απάντησε με δημόσια επιστολή τα εξής: “Παρότι γεννήθηκα στη Γερμανία, δεν αυτοχαρακτηρίζομαι “Γερμανός συνθέτης”. Οι ναζί σαφώς και δε χαρακτήριζαν έτσι και εγκατέλειψα τη χώρα τους το 1933. […]Είμαι Αμερικανός πολίτης, κατά τα δώδεκα χρόνια σε αυτή τη χώρα συνέθεσα αποκλειστικά για την αμερικανική σκηνή[…]Θα χαιρέτιζα αν μπορούσατε να επιστήσετε την προσοχή των αναγνωστών σας σε αυτό το γεγονός.”Εκείνο το χρόνο, μετά από ταξίδια του σε Ευρώπη και Παλαιστίνη, προχώρησε σε διασκεύη του μετέπειτα ύμνου του Ισραήλ “Χατικβά” κατάλληλη για μεγάλη ορχήστρα. Έφυγε σε ηλικία μόλις 50 ετών στις 3 Μάη 1950 από έμφραγμα.