“Η πιο σκοτεινή ώρα” – Τσώρτσιλ, βρετανικό φλέγμα, μεταμφιέσεις και κλισέ
Αν σε μια ταινία την παράσταση κλέβει το μακιγιάζ, ίσως περάσετε καλύτερα παρακολουθώντας κάποιο ριάλιτυ μεταμφιέσεων.
Έχοντας παρακολουθήσει αρκετές βιογραφικές ταινίες ιστορικών προσώπων, καταλήγω ότι είναι ένα από τα πιο δύσκολα είδη για να βγει μια πραγματικά καλή ταινία. Για την ακρίβεια, είμαι αρκετά σίγουρη πως υπάρχουν βυζαντινά αγιολογικά κείμενα που εμπεριέχουν λιγότερους κοινούς τόπους από το μέσο βιογραφικό ιστορικό δράμα.
Η “Πιο σκοτεινή ώρα” αδυνατεί να ξεφύγει από τις παγίδες του είδους της, και το μόνο που μπορώ να αναγνωρίσω είναι πως ξεφεύγει από το δίπολο αγιογραφία-καρικατούρα που επίσης χαρακτηρίζει τέτοια έργα, αλλά αυτό μόνο και μόνο επειδή καταφέρνει να τα συνδυάζει αμφότερα στην παρουσίαση του Ουίνστων Τσώρτσιλ. Από τη μια ο διορατικός ηγέτης που, παρά τις ταλαντεύσεις του, παίρνει στις πλάτες του την έξοδο της Βρετανίας στον πόλεμο, κι από την άλλη ένας μέθυσος τυπάκος που κάνει bullying στη γραμματέα του την πρώτη μέρα της πρόσληψής της (στην πραγματικότητα η Ελίζαμπεθ Λέητον ξεκίνησε την πορεία της δίπλα στον Τσώρτσιλ ένα χρόνο μετά τα γεγονότα της ταινίας), ψελλίζοντας ενίοτε ακατάληπτα πράγματα.
Η ταινία διαδραματίζεται τον κρίσιμο Μάη του 1940, όταν το Εργατικό Κόμμα απαιτεί την παραίτηση του συντηρητικού πρωθυπουργού Νέβιλ Τσάμπερλαιν λόγω αδυναμίας αντιμετώπισης του χιτλερικού κινδύνου. Ο ίδιος επιθυμεί να ορίσει ως διάδοχό του το Λόρδο Χάλιφαξ, ωστόσο η άρνησή του φέρνει στο προσκήνιο τον Τσώρτσιλ, τον οποίο τόσο ο βασιλιάς όσο και οι περισσότεροι μες στο κόμμα του αντιμετωπίζουν με καχυποψία, για λόγους που εξηγούνται ακροθιγώς στην ταινία, κι οι οποίοι φυσικά δεν είχαν να κάνουν με τα αντιδημοκρατικά κι αποικιοκρατικά του φρονήματα, που μοιράζονταν με τους ομοϊδεάτες του, και ματαίως θα ψάξει να βρει κάποιος στο έργο, μαζί με τον παθιασμένο αντικομμουνισμό του.
Δε θέλω να σταθώ σε επιμέρους ιστορικές ανακρίβειες, κάποιες από τις οποίες εξάλλου δικαιολογούνται ποιητική αδεία κι ούτως ή άλλως μιλάμε για μυθοπλασία κι όχι ντοκυμανταίρ, θα ήθελα ωστόσο να σταθώ σε ένα σημείο πραγματικά ενοχλητικό ακόμα και από μια αστική σκοπιά παρουσίασης των γεγονότων: Δεν περίμενα σαφώς να φωτιστούν οι ενδοαστικές αντιθέσεις που βρίσκονταν πίσω τόσο από την πολιτική κατευνασμού όσο κι από την τελική εγκατάλειψή της, ούτε να μην παρουσιαστεί η ιστορία ως αποτέλεσμα της βούλησης “μεγάλων ανδρών”, νομίζω όμως όταν αν κάποιος δεν έχει ξανακούσει τίποτε για το ιστορικό πλαίσιο της εποχής, θα μείνει με την εντύπωση ότι οι Τσάμπερλαιν-Χάλιφαξ ήταν περιστέρια της ειρήνης που ήθελαν να αποτρέψουν την αιματοχυσία και σίγουρα άνθρωποι αγνών προθέσεων. Μπορεί οι ίδιοι κάλλιστα να το πίστευαν αυτό για τον εαυτό τους, οποιοσδήποτε ωστόσο καταπιάνεται με την ιστορία έστω και με τις ελευθερίες που επιτρέπει το κινηματογραφικό μέσο, οφείλει να μη συγχέει τόσο απόλυτα την αντίληψη που έχουν οι πρωταγωνιστές της για τα κίνητρά τους με τα ίδια τα κίνητρα. Στο τέλος μάλιστα, σε μια πορεία εθνικής ενότητας συμμετέχουν -λιγότερο ή περισσότερο εγκάρδια- στην αποκατάσταση του βρετανικού μεγαλείου στηρίζοντας την καταληκτήρια ομιλία της ταινίας (“Θα παλέψουμε σε θάλασσες και ωκεανούς”). Εκείνο εξάλλου το οποίο υπαινίσσεται επί της ουσίας η ταινία, είναι πως η βρετανική ομοψυχία κι αυτοθυσία περίπου μόνη της έσωσε τον κόσμο από το Χίτλερ, στο κείμενο στο τέλος του έργου αναφέρεται πολύ χαρακτηριστικά η φράση “Η Βρετανία και οι σύμμαχοι της”, έτσι χωρίς περιττές λεπτομέρειες.
Ένα από τα επαναλαμβανόμενα κλισέ των βιογραφιών που κάνει κι εδώ την εμφάνισή του, είναι η παρουσία γυναικείων χαρακτήρων που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να λειτουργούν ως αξεσουάρ του πρωταγωνιστή και να μας υπενθυμίζουν τη μόδα και τα χτενίσματα της εποχής. Κι αν η ιδιαίτερα ταλαντούχα Κριστίν Σκοτ Τόμας στο ρόλο της συζύγου παίρνει λίγη ζωή σε κάποιες σκηνές, η συμπαθής Λίλυ Τζέιμς ως γραμματέας περιφέρει τη χαριτωμένη παρουσία της κατά τα 9/10 της ταινίας με βλέμμα ξελιγωμένης γκρούπι, με μηδενική συμβολή στην πλοκή ή την εξέλιξη των χαρακτήρων.
Ένα άλλο στερεότυπο ιστορικών δραμάτων που εδώ φτάνει σε κωμικές ακρότητες, είναι η εμφάνιση ενός πλήθους ξένων που αναγνωρίζουν το διάσημο της υπόθεσης και του αυτοσυστήνονται έτοιμοι να δηλώσουν τη στήριξή τους. Κατά μία έννοια, η σκηνή στο μετρό είναι η πιο ενδιαφέρουσα της ταινίας, κι αυτό λέει πολλά για το πόσο συναρπαστικό είναι το υπόλοιπο. Έχω διαβάσει αντικρουόμενες απόψεις για το κατά πόσον ο Τσώρτσιλ χρησιμοποιούσε όντως το μετρό στις μετακινήσεις του, σε κάθε περίπτωση η ιδέα και μόνο ότι έκανε σφυγμομέτρηση υπέρ ή κατά του πολέμου ρωτώντας τους επιβάτες είναι αδιανόητα κιτς, η εκτέλεσή της ακόμα περισσότερο. Το βλέμμα ξελιγωμένης γκρούπι αντιγράφουν πιστά ένας-ένας οι επιβάτες του βαγονιού (μόνο ένα μωρό εμφανίζεται ατάραχο στη θέα του ηγέτη, για να εισπράξει ως δίκαιη τιμωρία τον καπνό απ’ το πούρο του Τσώρτσιλ καταπάνω του), οι οποίοι ενθουσιασμένοι συστήνονται στον πρωθυπουργό και δηλώνουν ένας μετά τον άλλον πως ποτέ δε θα παραδοθούν, μεταξύ τους κι ένα παιδάκι, γιατί δεν ήταν αρκετά εκβιαστική συναισθηματική η σκηνή, ήθελε και το κερασάκι της. Φανταστείτε τώρα αυτή τη συγκινητική στιγμή ένωσης λαού και ηγέτη να την βλέπαμε σε καμιά ταινία για το Στάλιν, σε πόσες πτώσεις θα ακούγαμε τις λέξεις “προσωπολατρία” και “χειραγώγηση”.
Και ο Γκάρυ Όλντμαν κύριε; Είναι αλήθεια πως ακόμα και οι πλέον επιφυλακτικοί κριτές της ταινίας βρήκαν τα καλύτερα να πουν για την ερμηνεία του πραγματικά πολυτάλαντου Άγγλου ηθοποιού. Αφενός όμως θεωρώ ότι το επιτελείο μακιγιάζ χρεώνεται ένα σημαντικό μερίδιο της επιτυχίας, αν τελικά έρθει το αγαλματίδιο του α’ ανδρικού ρόλου (γιατί για το μακιγιάζ αυτό καθαυτό θα είναι σκάνδαλο να μην απονεμηθεί), αφετέρου θεωρώ ότι ο θεατρικός και στομφώδης τρόπος ερμηνείας παραπέμπει περισσότερο στον αλήστου μνήμης “Παπαφλέσσα” με τον Παπαμιχαήλ, παρά σε ταινία του 21ου αιώνα. Επειδή το σύνολο των ηθοποιών παίζει με τον ίδιο τρόπο, η ευθύνη δε βαραίνει τον πρωταγωνιστή, αλλά τον σκηνοθέτη του Τζο Ράιτ που προφανώς τέτοιες οδηγίες έδωσε και το ταλαντούχο καστ τις ακολούθησε πιστά.
Τελικό συμπέρασμα: Αν η προοπτική δύο ωρών, παρακολουθώντας αξιοσέβαστους Βρετανούς με μαύρο κοστούμι και ημίψηλο καπέλο να μιλούν με επιτηδευμένη οξφορδιανή προφορά σας φαίνεται ελκυστική, είστε στο κατάλληλο μέρος. Όλοι οι υπόλοιποι θα βρείτε σίγουρα πιο δημιουργικούς τρόπους να διαθέσετε το χρόνο σας, πχ. ξεφυλλίζοντας το συναξάρι του όσιου Συμεώνος του Στυλίτου.
Δείτε εδώ όλες τις κριτικές στο “Οσκαρικό αφιέρωμα” της Κατιούσα