Μαρίνος Αντύπας: Ο ήρωας του αγροτικού κινήματος και πρόδρομος του Κιλελέρ
Σαν σήμερα έπεφτε νεκρός από τσιράκι των τσιφλικάδων ο Μαρίνος Αντύπας. Οι φλογεροί του λόγοι και η δράση του στο θεσσαλικό κάμπο δικαίως θεωρούνται προπομπός της μεγάλης αγροτικής εξέγερσης του Κιλελέρ το 1910, αλλά και άλλων κινητοποιήσεων που οδήγησαν τελικά στην επίλυση του αγροτικού ζητήματος.
Ο πρωτοπόρος του αγροτικού κινήματος Μαρίνος Αντύπας γεννήθηκε σε άγνωστη ημερομηνία το 1872 στα Φερεντινάτα Κεφαλλονιάς, ως γιος φτωχού μαραγκού και ξυλογλύπτη. Τελείωσε με πολλές στερήσεις το γυμνάσιο στο Αργοστόλι και στα 17 του χρόνια ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει νομική, η πολιτική του δράση ωστόσο τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τις σπουδές του.
Όντας ήδη από νεαρή ηλικία μυημένος στον ελευθεροτεκτονισμό, που τότε ήταν ένα ρεύμα αστικού εκσυγχρονισμού, ο Αντύπας άρχισε να προσεγγίζει τις σοσιαλιστικές ιδέες, καθώς συνδέθηκε με το “Σοσιαλιστικό Σύλλογο” του πρωτοπόρου του κινήματος Σταύρου Καλλέργη. Μάλιστα η εφημερίδα “Σοσιαλιστής” που ο ίδιος εξέδιδε, ανάφερει στο φύλλο της 1ης Μάρτη 1896 την ομιλία του φοιτητή τότε ακόμα Αντύπα σε 200 άτομα στη Βιτρινίτσα.
Συμμετείχε ως εθελοντής στην Κρητική Επανάσταση του 1897 όπου και τραυματίστηκε, ενώ τον επηρέασε βαθιά και η ήττα στο λεγόμενο “ατυχή” ελληνοτουρκικό πόλεμο την ίδια χρονιά. Αποτέλεσμα των γεγονότων ήταν η συμμετοχή του σε συλλαλητήριο στην Ομόνοια στις 14 Σεπτέμβρη του 1897, όπου κατήγγειλε το ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων και των ανακτόρων. Η ομιλία του στοίχισε τη σύλληψή του και την παραπομπή του σε δίκη στις αρχές του 1898, όπου καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους. Μόλις όμως βγήκε από την φυλακή αντιμετώπισε σκευωρία των αρχών, που προσπάθησε να τον εμπλέξει σε απόπειρα δολοφονίας του τότε βασιλιά Γεωργίου Α’. Υπάρχουν ενδείξεις ότι το επεισόδιο ήταν προβοκάτσια, καθώς οι υποτιθέμενοι δράστες φυγαδεύτηκαν στην επαρχία την ώρα που διαδιδόταν από το παλάτι και την κυβέρνηση πως είχαν ήδη εκτελεστεί για την πράξη τους.
Μετά από έξι μήνες που πέρασε αλυσοδεμένος στις φυλακές της Αίγινας οδηγήθηκε με τη βία στην Κεφαλλονιά. Εκεί προσπάθησε να διαδώσει τις ιδέες του μέσω της εφημερίδας “Ανάστασις”, ωστόσο τα άρθρα του είχαν πάλι σαν αποτέλεσμα τη σύλληψη και τρίμηνη φυλάκισή του, με αποτέλεσμα την αναστολή λειτουργίας της εφημερίδας ως το 1904. Προσπαθώντας να αποφύγει τις συνεχείς διώξεις, ο Αντύπας κατέφυγε στη Θεσσαλία το 1903, όπου έπεισε το θείο του Γιώργο Σκιαδαρέση να αγοράσει γη στην Ελλάδα από τη Ρουμανία όπου βρισκόταν, όπου έγινε κι επιστάτης λίγα χρόνια μετά.
Στο ενδιάμεσο είχε επιστρέψει στην Κεφαλλονιά, όπου ίδρυσε το “Λαϊκό αναγνωστήριο η Ισότης”, μια λέσχη πολιτισμού και πολιτικής διαφώτισης, και παραλίγο να εκλεγεί βουλευτής στις εκλογές του 1906, ενώ παράλληλα έδινε διαλέξεις και ομιλίες σε Αθήνα και Πειραιά, όπου διατηρούσε επαφές με το συνδικαλιστικό κίνημα.
Το 1906 εγκαταστάθηκε τελικά οριστικά στη Θεσσαλία, όπου η εμπειρία του ως επιστάτης υπήρξε καθοριστική για την πορεία του. Συγκλονισμένος από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας των κολίγων, άρχισε να κηρύττει υπέρ της αγροτικής χειραφέτησης σε χωριά της επαρχίας Πυργετού. Αν και το κήρυγμά του ήταν μετριοπαθές, καθώς ζητούσε την παραχώρηση των κτημάτων στους κολίγους μετά από αποζημίωση των τσιφλικάδων, αποτέλεσε κόκκινο πανί για τους τελευταίους και την κρατική εξουσία. Αρχικά μέσω Νομαρχίας και Αστυνομίας έγιναν προσπάθειες να “συνετιστεί” ο ενοχλητικός επιστάτης μέσω απειλών και συστάσεων. Μάλιστο ο φιλοβασιλικός βουλευτής Αγυιάς Σλήχμαν διαπληκτίστηκε δημόσια με τον Αντύπα, υποβάλλοντάς του μήνυση, κατά την οποία ο τελευταίος είπε στην απολογία του τα εξής:
Δεν είμαι στοιχείον κακοποιόν και ταραξίας. Είμαι παιδί του λαού, που συγκινήθηκε διά την οικτρά κατάστασιν των αγροτών της Θεσσαλίας. Εκεί κάτω, κύριοι δικασταί, η κατάστασις είναι άθλια και η εικών του κάμπου άθλια. Ελληνες αδελφοί μας, γυμνοί και κάτισχνοι, εφ’ ων τα οστά μόνον και η επιδερμίς προσκολλώνται, χρησιμεύουν ως φορτηγά ζώα των ημεδαπών τυράννων… Ηρχισα λοιπόν και έργω και λόγω παρέχων εις τους χωρικούς πάσαν ευκολίαν, απαλλάσσων τούτους από τας δουλικάς αγγαρείας, ας καθιέρωσεν ή τετρακοσιετής τυραννία των Τούρκων και εξηκολούθησε συνεχίζουσα λίαν ασυστόλως η τεσσαρακονταετής των Ελλήνων τσιφλικούχων απληστία… Ο μηνυτής μου, Γερμανός την καταγωγήν και άνθρωπος των τσιφλικούχων, με κατηγόρησε εις τον Νομάρχην Λαρίσης ως δημεγέρτην, στασιαστήν και ταραξίαν. Η καταγγελία ήτο ψευδής. Εις τους αγρότας ωμίλησα πολλάκις αλλ’ όχι ως στασιαστής. Ωμίλησα ως ανθρωπιστής και κοινωνιστής. Τους υπέδειξα ότι δύναται να διεκδικήσουν τα δικαιώματά των και ότι τα τσιφλίκια είνε η γη των προγόνων των, η βιαίως και ατίμως περιελθούσα εις την κατοχήν των μπέηδων και πασάδων αρχικώς και ακολούθως μεταβιβασθείσα εις τυράννους φέροντας ελληνικά ονόματα, αλλά ψυχήν ανθρωπομόρφων θηρίων… Καταδικάσατε, κύριοι δικασταί αυστηρώς τον κατηγορούμενον Αντύπαν, αλλ’ αθωώσατε ασμένως τον συνήγορον της εργασίας και της προόδου.
Τελικά καταδικάστηκε σε 20 μέρες φυλάκιση.
Όταν φάνηκε ότι ο Αντύπας δεν ήταν διατεθειμένος να υποχωρήσει, προχώρησε το σχέδιο εξόντωσής του, που έφερε σε πέρας ο Ιωάννης Κυριακού, επιστάτης στα κτήματα του συνεταίρου του Σκιαδαρέση, κι ένας από όσους φυγαδεύτηκαν για την απόπειρα κατά του Γεωργίου Α’. Στις 8 Μάρτη 1907, ο Κυριακού έστησε καρτέρι στον Πυργετό και τον πυροβόλησε πισώπλατα με ένα δίκαννο. Μια ώρα μετά ο ηγέτης των αγροτών άφησε την τελευταία του πνοή, ενώ σύμφωνα με τη μαρτυρία του πρωτοξαδέλφου του Παναγιάωτη Σκιαδαρέση τα τελευταία του λόγια ήταν “Ισότης, αδελφότης, ελευθερία”.
Ο Κυριακού δικάστηκε το 1908 στο Κακουργιοδικείο της Λάρισας, όπου και αθωώθηκε πανηγυρικά, εξάλλου ο αστυνομικός που είχε καταφτάσει στον τόπο του εγκλήματος τηλεγράφησε στο υπουργείο Εσωτερικών πως “Αντύπας ραπίσας Κυριακού εφονεύθη αμυνομένου”, ενώ υπάρχουν κι ενδείξεις χρηματισμού ή εκφοβισμού των ενόρκων από τους τσιφλικάδες. Ο Κυριακού εξάλλου είχε δασκαλευτεί να παρουσιάσει το όλο ζήτημα σαν έγκλημα τιμής, για δήθεν απόπειρα του Αντύπα να βιάσει τη σύζυγο του δράστη.
Ο θάνατός του προξένησε ιδιαίτερη εντύπωση όχι μόνο στη Θεσσαλία, αλλά και στην πρωτεύουσα λόγω της πρότερης δράσης του εκεί. Όπως σημειώνει ο Γιάννης Κορδάτος, στο τρίτο από μια σειρά άρθρων που δημοσιεύτηκαν τον Αύγουστο του 1947 στην εφημερίδα του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδος “Νέος δρόμος”:
Οι εφημερίδες “Ακρόπολις”, “Σκρίπα”, “Αστυ” και “Αστραπή” αφιέρωσαν άρθρα και έγραψαν νεκρολογίες, ενώ στη Λάρισα, όπου μεταφέρθηκε από τον Πυργετό το φέρετρο του αγροτικού ηγέτη, έγινε λαϊκό προσκύνημα. Χιλιάδες κόσμου παρελάσανε από το ξενοδοχείο “Μουστάκα”, όπου είχε τοποθετηθεί το λείψανο. Στον Πειραιά, μάλιστα, τα εργατικά σωματεία του κάνανε μνημόσυνο. Υπήρξαν βέβαια και έντυπα που δε δίστασαν να χρησιμοποιήσουν το θάνατο του Αντύπα για να απευθύνουν έμμεση προειδοποίηση στους ομοϊδεάτες του πως αν προσπαθούσαν να διαδώσουν έμπρακτα τα πιστεύω τους, θα τους περίμενε η ίδια τύχη με τον αγροτικό ηγέτη. Η φιλοβασιλική “Εστία” σημείωνε πχ. πως: ” Η είδηση περί του φόνου του δικηγόρου Μ. Αντύπα εις το κτήμα Σκιαδαρέση εν Θεσσαλία – έγραφε η εφημερίδα – προξένησεν εντύπωσιν εν Αθήναις, όπου ανεξαρτήτως των σοσιαλιστικών ιδεών του, ο Αντύπας απήλαυε συμπαθειών. Ο ατυχής δικηγόρος πίπτει θύμα ατυχώς αυτών των αρχών του, τας οποίας από έτους και πλέον εφήρμοζεν εις το μέγα κτήμα του θείου του το οποίον διηύθυνε. Τούτο αποδεικνύει, ότι ο σοσιαλισμός εν Ελλάδι μόνο εις ιδέας πρέπει να υπάρχη, και να τηρήται απόστασις από της εφαρμογής των αρχών του.
Η ιδεολογία του Μαρίνου Αντύπα διακρίνεται πιο πολύ από τον ανθρωπισμό των πρώιμων, ουτοπικών σοσιαλιστών, σε συνδυασμό με την πίστη στα φιλελεύθερα ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης, παρά από την επαναστατικότητα του επιστημονικού σοσιαλισμού, με τον οποίο φαίνεται εξάλλου να μην είχε έρθει ποτέ σε επαφή, αντιθέτως φαίνεται πως είχε κάποια γνώση των αναρχικών ιδεών που έμπαιναν τότε στην Ελλάδα μέσω Πύργου και Πάτρας.
Ο ίδιος περιέγραφε τα πιστεύω του ως εξής: «Είμαι σοσιαλιστής όνομα και πράγμα, φέρω τον τίτλον μου πιστώς και υπερηφάνως. Πιστεύω ως παντοκράτορα, ποιητήν ορατών τε και αοράτων, την ΕΡΓΑΣΙΑΝ, και ως ομοούσιον και αχώριστον τριάδα της ευτυχίας και ειρήνης την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ, ΙΣΟΤΗΤΑ και ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ».
Σε κάθε περίπτωση, οι φλογεροί του λόγοι και η δράση του στο θεσσαλικό κάμπο δικαίως θεωρούνται προπομπός της μεγάλης αγροτικής εξέγερσης του Κιλελέρ το 1910, αλλά και άλλων κινητοποιήσεων που οδήγησαν τελικά στην επίλυση του αγροτικού ζητήματος. Η τελευταία επήλθε μέσω της κατάργησης των τσιφλικιών με τη μεταρρύθμιση του 1917 και οριστικά με την εγκατάσταση των προσφύγων της Ανταλλαγής Πληθυσμών το 1924, που δημιούργησε νέες, ασφυκτικές ανάγκες για την αποκατάσταση των προσφύγων που ως μικροϊδιοκτήτες θα αποτρέπονταν, όπως ήλπιζαν τότε οι αρχές, από τυχόν ριζοσπαστικοποίηση τους.