Σταύρος Κουγιουμτζής: Ανοιχτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια

Όλα είναι γνωστά στο σημερινό κόσμο. Εκείνα που είναι κάπως άγνωστα είναι η δημοκρατία και ο φασισμός. Αυτά μας μπερδεύουν. – Καμιά φορά, σκέφτομαι μήπως η εποχή μας προετοιμάζει τον άνθρωπο με την κτηνώδη δύναμη. Τον άνθρωπο που θα επιβιώσει μέσα σε όλη αυτή τη λεγόμενη μηχανική, τεχνολογική και τεχνοκρατική πρόοδο.

Ο Σταύρος Κουγιουμτζής (γεννήθηκε το 1932 κι έφυγε από τη ζωή στις 12 του Μάρτη 2005) ανήκει στους σημαντικότερους συνθέτες μας. Ένας ευαίσθητος, σεμνός και «χαμηλόφωνος» άνθρωπος και δημιουργός που έγραψε πάρα πολλά γνωστά και υπέροχα τραγούδια που αντέχουν στο χρόνο.

Έγραψε επίσης το –αυτοβιογραφικό- βιβλίο «Ανοιχτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια» (εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2001, 2η έκδοση), αποσπάσματα του οποίου αντιγράφουμε παρακάτω.

«Όταν από ένα ανοιχτό παράθυρο με κλειστά παντζούρια μιας μονοκατοικίας στην Παύλου Μελά της Θεσσαλονίκης ένας νεαρός ακούει τους ήχους ενός πιάνου, δεν ξέρει πως αυτό θα σημαδέψει όχι μόνο την προσωπική του ζωή και το μέλλον του, οδηγώντας τα βήματά του στον μυστικό κόσμο της μουσικής δημιουργίας, αλλά και τη μουσική παραγωγή της σύγχρονης Ελλάδας , αφού θα γεννήσει έναν από τους δημοφιλέστερους και πιο παραγωγικούς της συνθέτες» (από τον πρόλογο στην πρώτη έκδοση της Βάνας Χαραλαμπίδου).

….Καθώς περνάει ο καιρός, κάτι διαρκώς αλλάζει στη ζωή μας. Κάτι που δεν μπορώ να το προσδιορίσω, γιατί δεν είμαι κοινωνιολόγος. Εγώ απλώς τραγούδια γράφω. Σαν πολίτης όμως που είμαι, εδώ και χρόνια τώρα, νιώθω μια ανησυχία γι’ αυτά που έρχονται και γι’ αυτά που θα’ ρθουν.

Χρόνια ποντάρουμε σε μια κούφια αισιοδοξία και σε χάρτινα οράματα. Ένα κιτς απλώνεται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Τραγούδια που άλλοτε θα ντρεπόσουνα να τ’ ακούσεις, τώρα παίρνουν χρυσούς και πλατινένιους δίσκους και σε δυο τρεις μήνες εξαφανίζονται.

Η κατανάλωση για την κατανάλωση, το καινούργιο για το καινούργιο. Γίναμε υπηρέτες της τεχνολογίας και των προϊόντων της. Βαδίζουμε σε μια τυφλή λεωφόρο. Χωρίς σημάνσεις, χωρίς πινακίδες. Στην προσπάθειά μας για καλύτερη ζωή, ξεχάσαμε τι είναι ζωή.

Θα μου πείτε πως όλ’ αυτά είναι γνωστά. Ναι! Είναι γνωστά. Εμένα όμως τι με νοιάζει; Εγώ δεν έχω καμιά κάψα για πρωτοτυπίες – τουλάχιστον όχι αυτού του είδους.

Και το «αγαπάτε αλλήλους» είναι γνωστό εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, όμως εμείς δεν αγαπήσαμε ούτε τ’ άντερά μας. Είναι γνωστά, λέει. Όλα είναι γνωστά στο σημερινό κόσμο. Εκείνα που είναι κάπως άγνωστα είναι η δημοκρατία και ο φασισμός. Αυτά μας μπερδεύουν.

Κάποτε, για το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, ο Ιονέσκο είπε τα εξής περίπου: «Ο Χίτλερ νικήθηκε από τον ελεύθερο κόσμο και ο ελεύθερος κόσμος νικήθηκε από το φασισμό». Για το τελευταίο, υποθέτω πως θα εννοεί ότι έγινε ειρηνικά, δημοκρατικά και, ως ένα βαθμό, πολιτισμένα. Καμιά φορά, σκέφτομαι μήπως η εποχή μας προετοιμάζει τον άνθρωπο με την κτηνώδη δύναμη. Τον άνθρωπο που θα επιβιώσει μέσα σε όλη αυτή τη λεγόμενη μηχανική, τεχνολογική και τεχνοκρατική πρόοδο.

Μια μέρα πήγα σ’ έναν νευρολόγο, να μου δώσει τίποτα χάπια για την αϋπνία και τα νεύρα μου. Το ιατρείο του ήταν σε μια διασταύρωση, στον πρώτο όροφο μιας πολυκατοικίας. Κάτω γινόταν χαλασμός από τ’ αυτοκίνητα. Όπως ήμουν κοντά στο παράθυρο, έβλεπα έξω να τρέχουν αλαφιασμένοι οι άνθρωποι, για να περάσουν απέναντι και τ’ αυτοκίνητα έτοιμα να χιμήξουν, μουγκρίζοντας και μαρσάροντας. Κι άλλοι να τρέχουν από δω, κι άλλοι να τρέχουν από κει, λες και η Αθήνα έπιασε φωτιά κι έτρεχε ο καθένας να σώσει το σπίτι του.

Όπως τα κοίταζα όλ’ αυτά, έλεγα από μέσα μου: Είναι ζωή αυτό το πράγμα; Και, γυρνώντας προς το γιατρό: «Δε μου λέτε, γιατρέ, εγώ τώρα είμαι ασθενής κι αυτοί εκεί κάτω υγιείς;». Και συνέχισα: «Εγώ, γιατρέ, είμαι κατά φαντασίαν ασθενής κι αυτοί είναι κατά φαντασίαν υγιείς». Ο γιατρός κούνησε διφορούμενα το κεφάλι του κι εγώ σκέφτηκα: Άραγε, με ποιους να είναι αυτός;

Κάποτε είπες «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο». Συμφωνώ απόλυτα μαζί σου, Φιόντορ Μιχαήλοβιτς, και σου ζητώ ταπεινά να μου επιτρέψεις να προσθέσω: Εάν η ασχήμια δεν καταστρέψει την ομορφιά.

*

Τέλος, κάτι ακόμα, που με καίει χρόνια! Να ’χα μια ηχογράφηση, μια κορδέλα γραμμένη με κομμάτια που έπαιζα τότε. Μια σπουδή του Chopin, μια σονάτα του Beethoven, το ιταλικό concerto του Bach. Πόση χαρά θα ένιωθα, ν’ άκουγα τώρα πώς έπαιζα πιάνο στα δεκαοχτώ μου…Γιατί, όταν περάσουν πια τα χρόνια, μπορείς να ξεφλουδίσεις μία μία όλες τις νεανικές σου φιλοδοξίες και να φτάσεις στην αρχή. Στο μεράκι· από κει που ξεκίνησες. Σ’ ένα γραμμόφωνο. Στα καφενεδάκια με τα πικρά τραγούδια των μεροκαματιάρηδων. Στην πλατεία των Αγίων Αναργύρων. Στα παιχνίδια, στη Ρόζα, στα δέντρα, στα πουλιά και στη δασκάλα που είχε ξεχάσει εντελώς τ’ όνομά σου.

*

Το μεσημέρι καθίσαμε σ’ ένα ταβερνάκι που είχε κι ένα μεγάλο πλάτανο. Παραγγείλαμε χταποδάκι, γαύρο, μια μελιτζανοσαλάτα, μια χωριάτικη κι ένα πενηνταράκι τσίπουρο. Από ένα ραδιόφωνο ακουγόταν η φωνή της Τσαλιγοπούλου, που τραγουδούσε «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία, σ’ αγαπώ γιατί είσ’ εσύ. Αγαπώ κι όλο τον κόσμο, γιατί ζεις κι εσύ μαζί».

Όπως ήμουν ζαλισμένος απ’ το τσίπουρο και μαγεμένος απ’ το τραγούδι, σαν να ’κουσα μέσα μου, μια φωνή να μου ψιθυρίζει: «Τι άλλο θα ’θελες να ’χεις αυτή την ώρα;»

Από κει που καθόμουν έβλεπα το λιμάνι και καμιά δεκαριά κότερα, με τα ψηλά τους τα κατάρτια, με τις ωραίες τους καμπίνες και κάνα δυο κοπέλες που κάναν ηλιοθεραπεία. Άρχισα να σκέφτομαι αυτούς που είχαν τα κότερα και να φαντάζομαι τις κρουαζιέρες τους. Τα πολυτελή τους βράδια με ουίσκι, σαμπάνια, απαλή μουσική κι ένα σωρό άλλα.

Καθώς τα σκεφτόμουν όλ’ αυτά, άκουσα πάλι την ίδια φωνή, να μου ψιθυρίζει τα ίδια λόγια, όπως και πριν: « Τι άλλο θα ’θελες να’ χεις αυτή την ώρα;»

Τότε πήρα το ποτήρι μου, κατέβασα το τσίπουρο και είπα από μέσα μου: Θα ’θελα να’ χα τους δυο αγαπημένους μου φίλους· που τους πήρες νωρίς, χωρίς να προλάβουν να νιώσουν λίγη χαρά, παρά μόνο πίκρες και στερήσεις. Τον Μάρκο το γύφτο και τον Βασίλη το μαραγκό. Να καθίσουν μαζί μας, εδώ στο τραπέζι κάτω από τον πλάτανο και ν’ απολαύσουν τ’ αγαθά Σου. Ύστερα, να χαρούν, στη βόλτα, στο σεργιάνι, όλη την ομορφιά αυτών των κοριτσιών, με τα γυμνά σχεδόν και καλλίγραμμα σώματα. Με τα όμορφά τους μάτια, τα ξανθιά, τα μαύρα και τα καστανά μαλλιά. Όλ’ αυτά που τα στερήθηκαν όσο ζούσαν.

Αυτό ήθελα, Πανάγαθε. Γιατί, όλα είναι φευγαλέα. Όλα είναι ψέματα. Αν όμως υπάρχει κάποια αλήθεια, ίσως να είναι τα όμορφα ψέματα.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

1 Trackback

Κάντε ένα σχόλιο: