Αλεξάνδρα Κολοντάι: Πρωθιέρεια της γυναικείας χειραφέτησης στην ΕΣΣΔ
Χωρίς αμφιβολία, η πιο πολυσυζητημένη πτυχή του έργου της αφορά τις θέσεις για τον ελεύθερο έρωτα. Δεν το έβλεπε ωστόσο ως αφηρημένη έννοια και σίγουρα όχι από τη σκοπιά του αστικού φεμινισμού, τον οποίο πολέμησε με όλες της τις δυνάμεις.
Η Αλεξάνδρα Κολοντάι γεννήθηκε στις 31 Μάρτη 1872 από πατέρα στρατηγό ουκρανικής καταγωγής και Φινλανδή μητέρα. Έλαβε ευρεία μόρφωση από οικοδιδάσκαλο, έμαθε πολλές γλώσσες, έχοντας και Αγγλίδα γκουβερνάντα, ενώ πήρε το απολυτήριο της από λύκειο της Αγίας Πετρούπολης.
Ήδη ως μαθήτρια είχε συνδεθεί με το σοσιαλιστικό κίνημα. Το 1893 για να γλιτώσει το ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο μετά βίας της είχε επιτρέψει να λάβει το δίπλωμά της ως δασκάλα, παντρεύτηκε το Βλαντίμιρ Κολοντάι, ξάδερφό της και φοιτητή του Πολυτεχνείου, τον άφησε ωστόσο το 1898, κι αφού εμπιστεύτηκε το γιο τους Μιχαήλ στους γονείς της, γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, όπου συνέχισε την πολιτική της δράση.
Στα έργα της τασσόταν υπέρ της χειραφέτησης της γυναίκας, ενώ η αντικαθεστωτική της δράση επέσειε διαρκώς τον κίνδυνο σύλληψης και καταδίκης. Το 1899 έγινε μέλος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος Εργασίας, ενώ το 1905 είδε από κοντά τη “Ματωμένη Κυριακή” στα χειμερινά ανάκτορα της Αγίας Πετρούπολης. Από το 1908 ως το 1914 κινούνταν μεταξύ Γερμανίας, Γαλλίας και Σκανδιναβίας, ενώ ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τη βρήκε στη Γερμανία. Αρχικά συνελήφθη ως υπήκοος εχθρικής δύναμης, αλλά χάρη στην παρέμβαση του Καρλ Λίμπκνεχτ απελάθηκε στη Δανία κι όχι στη Ρωσία. Κατέφυγε στη Σουηδία όπου τα γραπτά της προκάλεσαν εκ νέου την εκδίωξη της κι έτσι πήγε στη Νορβηγία.
Ταλαντευόμενη για χρόνια μεταξύ μπολσεβίκων και μενσεβίκων, τελικά τάχθηκε οριστικά με τους δεύτερους το 1915 και το Φλεβάρη του 1917 επέστρεψε από τις ΗΠΑ για να βρεθεί στο πλευρό του Λένιν, προπαγανδίζοντας υπέρ των σοβιέτ και κατά της προσωρινής κυβέρνησης του Αλεξάντρ Κερένσκι, η οποία την συνέλαβε για εσχάτη προδοσία τον Ιούλη του 1917. Τότε παρενέβη υπέρ της ο Μαξίμ Γκόρκι κι αφέθηκε ελεύθερη με εγγύηση.
Με την επικράτηση της Οχτωβριανής Επανάστασης διορίστηκε από τον Λένιν Λαϊκή Επίτροπος Κοινωνικής Πρόνοιας και έγινε η πρώτη γυναίκα υπουργός στην παγκόσμια ιστορία. Από τη θέση της η Κολοντάι συνέβαλε στη διευκόλυνση του διαζυγίου για τις γυναίκες, την προστασία της μητρότητας, αλλά και τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων. Στα έργα της τάχτηκε υπέρ της κοινοτικής κουζίνας και της συλλογικής ανατροφής των παιδιών. Την περίοδο της υπογραφής της συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ παραιτήθηκε από τα καθήκοντά της διαφωνώντας, καθώς πρέσβευε την αντικειμενικά αδιέξοδη πολιτική της διεξαγωγής “επαναστατικού πολέμου” κατά του αυτοκρατορικού γερμανικού στρατού. Σύντομα ωστόσο επανήλθε σε δημόσιες θέσεις, αναλαμβάνοντας το 1920 ως διάδοχος της Ινές Αρμάντ το γυναικείο τμήμα της Κεντρικής Επιτροπής του μπολσεβιβικικού κόμματος (Ζενότντελ), το οποίο καταπολέμησε το γυναικείο αναλφαβητισμό και ενημέρωνε τις γυναίκες για τη νέα νομοθεσία στα θέματα εκπαίδευσης, γάμου κι εργασίας.
Το 1920 υπήρξε μαζί με το συνδικαλιστή Αλεξάντρ Σλιαπνίκωφ συνιδρυτικό μέλος της “Εργατικής αντιπολίτευσης”, η οποία πρέσβευε την αντίθεση σε αυτό που θεωρούσε γραφειοκρατικοποίηση του κόμματος, αντιτιθέμενη στη μονοπρόσωπη διεύθυνση των εργοστασίων και στη χρήση αστών ειδικών σε διοικητικές θέσεις. Το 1921 η “Εργατική αντιπολίτευση” καταδικάστηκε για φραξιονισμό, ωστόσο κάποια αιτήματά της για τη βελτίωση της θέσης των εργατών έγιναν δεκτά και ο Σλιαπνίκωφ εξελέγη στην Κεντρική Επιτροπή. Η ομάδα όμως συνέχισε την κριτική της, δημοσιεύοντας το 1922 κείμενο προς την Κομιντέρν, το οποίο συνυπέγραφε η Κολοντάι, καταγγέλοντας την καταστολή της άποψης των αντιπολιτευομένων.
Αν και δεν υπήρξαν κυρώσεις, από το 1923 κι έπειτα η Κολοντάι ακολούθησε διπλωματική καριέρα, κάτι που συνήθως ερμηνεύεται, κυρίως από αντισοβιετικούς συγγραφείς, ως απομάκρυνση από την ενεργό πολιτική δράση. Από την άλλη ωστόσο είναι χρήσιμο να σημειωθεί ότι η Κολοντάι υπήρξε η δεύτερη μόλις γυναίκα που υπηρέτησε στο διπλωματικό σώμα, ενώ το 1943 έγινε πρέσβειρα της ΕΣΣΔ στη Σουηδία, συμβάλλοντας στην ουδετερότητα της χώρας κατά το φιννο-σοβιετικό πόλεμο το 1939. Για τις υπηρεσίες της στη διάρκεια του πολέμου απέσπασε τα εύσημα του Υπουργού εξωτερικών της ΕΣΣΔ Βιατσεσλάβ Μολότωφ. Είχε υπάρξει επίσης μέλος της σοβιετικής αντιπροσωπείας στην Κοινωνία των Εθνών προπολεμικά.
Επιπλέον, από το 1923 ως το τέλος της ζωής της τάχθηκε χωρίς εξαίρεση υπέρ της εφαρμοζόμενης σοβιετικής πολιτικής, κάτι που της στοίχισε πολλή κριτική από όσους ήθελαν να βλέπουν σε εκείνη ένα “ελεύθερο πνεύμα” (ειδικά όταν δεν αντέδρασε στην εκτέλεση του τροτσκιστή πρώην συζύγου της Πάβελ Ντυμπένκο το 1938), οδηγώντας σε εντελώς αβάσιμες με τα διαθέσιμα στοιχεία εικασίες ότι φοβόταν για τη ζωή της. Εξάλλου ακόμα και μετά το τέλος της θητείας της στο διπλωματικό σώμα μεταπολεμικά, παρέμεινε ως το θάνατό της σύμβουλος του Υπουργείου Εξωτερικών.
Χωρίς αμφιβολία ωστόσο, η πιο πολυσυζητημένη πτυχή του έργου της αφορά τις θέσεις για τον ελεύθερο έρωτα. Δεν το έβλεπε ωστόσο ως αφηρημένη έννοια και σίγουρα όχι από τη σκοπιά του αστικού φεμινισμού, τον οποίο πολέμησε με όλες της τις δυνάμεις. Πολλές παρεξηγήσεις γεννήθηκαν λόγω της αναφοράς μιας μυθιστορηματικής της ηρωίδας, μιας νεαρής κομσομόλας, στο διήγημα, “Τρεις γενιές” η οποία αναφέρει το σαρκικό έρωτα ως “εξίσου αδιάφορο με ένα ποτήρι νερό (ή βότκα, κατά μια άλλη απόδοση) με το οποίο σβήνεις τη δίψα σου”. Είναι αλήθεια ότι στο έργο της “Θέσεις για την κομμουνιστική ηθική στη σφαίρα των έγγαμων σχέσεων” αναγνωρίζει τη σεξουαλικότητα ως ένα ένστικτο εξίσου φυσικό με την πείνα και τη δίψα. Αυτό όμως δε σήμαινε ότι τασσόταν ανεπιφύλακτα υπέρ της πλήρους σεξουαλικής ελευθεριότητας. Γνωρίζοντας ότι η ανισότητα των φύλων παρέμενε στην πρώιμη φάση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, προειδοποιούσε ότι η άκρατη χαλαρότητα σε αυτό το θέμα οδηγούσε σε εκμετάλλευση των γυναικών και συχνή αποποίηση των ευθυνών πατρότητας από πλευράς των ανδρών.
Από αυτή την άποψη της το δίπολο που συχνά προβάλλεται του “ασκητικού” Λένιν έναντι της “ελευθεριάζουσας” Κολοντάι, χωρίς κανείς να αγνοεί τις διαφορετικές τους προσεγγίσεις, πρέπει να αντιμετωπίζεται με προσοχή. Η οικονομική απελευθέρωση που θα πρόσφερε ο σοσιαλισμός από τα υλικά δεσμά που βρίσκονταν στη βάση του αστικού γάμου, η κατάργηση της εμπορευματοποίησης της γυναικείας σάρκας, η απαλλαγή από τα αποκλειστικά βάρη του νοικοκυριού και της ανατροφής των παιδιών (χωρίς η προσήλωσή της στη συλλογική ανατροφή να συνεπάγεται την καταστολή της γονεϊκής στοργής σε όσους την αισθάνονται), βρίσκονταν στη βάση της γυναικείας χειραφέτησης και της δυνατότητας σύναψης ισότιμων ερωτικών σχέσεων. Εξάλλου η Κολοντάι δεν ισχυριζόταν πως ο σοσιαλισμός ήταν σε θέση να λύσει προβλήματα όπως η ερωτική ζήλεια, ο πόνος του χωρισμού και ο ανεκπλήρωτος έρωτας.
Έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 1952, λίγο πριν συμπληρώσει τα 80 της χρόνια. Το 1969 γυρίστηκε ταινία προς τιμήν της με τίτλο “Πρέσβειρα της Σοβιετικής Ένωσης”, τον οποίο παρακολούθησαν σχεδόν 39 εκατομμύρια θεατές στην ΕΣΣΔ, ενώ προβλήθηκε και σε άλλες χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου.