Η μελιτζανί γοητεία του χρυσού Ζέλικο Ομπράντοβιτς
Ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς είναι η προπονητική εκδοχή ενός μπασκετικοού Μίδα, που έχει πάρει τα πάντα, κάνει χρυσή όποια ομάδα αγγίζει κι έκανε έτσι όσους τον αποκαλούσαν Γκαστόνε, ευνοημένο από την τύχη, να καταπιούν τη γλώσσα τους και τα γραπτά τους.
Ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς είναι η προπονητική εκδοχή ενός μπασκετικοού Μίδα, που έχει πάρει τα πάντα, κάνει χρυσή όποια ομάδα αγγίζει κι έχει μόνος του περισσότερους ευρωπαϊκούς τίτλους στην κορυφαία διοργάνωση, από κάθε άλλη ευρωπαϊκή ομάδα (μόνο η Ρεάλ τον κοιτάζει στα μάτια, έχοντας κι αυτή εννιά κύπελλα). Έκανε έτσι όσους τον αποκαλούσαν Γκαστόνε, θεωρώντας πως είχε σταθερά την εύνοια της τύχης, να καταπιούν τη γλώσσα τους και τα γραπτά τους.
Ξεκίνησε να παίζει μπάσκετ στη γενέτειρά του (Τσάτσακ) ως πλέι-μέικερ και πήρε μεταγραφή για την Παρτιζάν Βελιγραδίου, με την οποία έπαιξε σε ένα Φάιναλ Φορ, πήρε ένα Κύπελλο Κόρατς και ένα πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας (που τότε ήταν άκρως ανταγωνιστικό, σαν μικρογραφία του ΝΒΑ), σαν ορεκτικό για όσα θα έπαιρνε ως προπονητής. Δεν ανήκε ποτέ ως παίκτης στο κορυφαίο ράφι της μεγάλης των πλάβι σχολής, ήταν όμως μέλος της τρομερής εθνικής Γιουγκοσλαβίας (με Ντράζεν, Κούκοτς, Ντίβατς, Ράτζα, Πάσπαλιε, Ζντοβτς, Βράνκοβιτς), που σάρωσε τα πάντα στις τελευταίες της εμφανίσεις, όσο ήταν ακόμα ενιαία, με αποκορύφωμα το Ευρωμπάσκετ του 89′.
Το 91′ κλήθηκε να πάρει τη μεγάλη απόφαση και να σκοτώσει τον παίκτη μέσα του, για να ξεκινήσει μια διαφορετική διαδρομή, με την Παρτίζαν στην οποία αγωνιζόταν ως τότε. Και τι ξεκίνημα! Πέτυχε με το καλημέρα το τριπλ-κράουν (ο μοναδικός προπονητής που το κατάφερε στην παρθενική του χρονιά) κατακτώντας και τους τρεις τίτλους που διεκδίκησε η ομάδα του. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν το Κύπελλο Πρωταθλητριων, που ήρθε αν και η Παρτίζαν έδωσε “εξόριστη” στην Ισπανία όλους σχεδόν τους εντός έδρας αγώνες της, απλά και μόνο γιατί η Σερβία ήταν στο επίκεντρο των γεωπολιτικών εξελίξεων και στο στόχαστρο των διεθνών οργανισμών. Παρόλα αυτά έφτασε στο Φάιναλ Φορ της Κωνσταντινούπολης ως αουτσάιντερ κι αναβίωσε το μύθο της Σταχτοπούτας, με το μαγικό τρίποντο του Τζόρτεβιτς στην εκπνοή, που πέταξε στο καναβάτσο την Μπανταλόνα.
Παρόλα αυτά, την επόμενη χρονιά, οι γιουγκοσλαβικές ομάδες αποκλείστηκαν εντελώς από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις και η Παρτίζαν έγινε η μοναδική πρωταθλήτρια Ευρώπης που δεν είχε την ευκαιρία να υπερασπιστεί τον τίτλο της.
Ο Ομπράντοβιτς χρύσωσε το χάπι τους Καταλανούς, αναλαμβάνοντας την τεχνική ηγεσία τους και δίνοντάς τους αυτό που τους στέρησε, δύο χρόνια μετά, στο δραματικό τελικό του Τελ Αβίβ, με το τρίποντο-μαχαιριά του Τόμπσον και το τρομερό μπλακ-άουτ του Ολυμπιακού που κόλλησε στους 57 πόντους -όπως το χρονόμετρο προς το τέλος της αναμέτρησης- και δεν πέτυχε ούτε πόντο στα τελευταία επτά λεπτά του αγώνα.
Επόμενος σταθμός του ήταν η Ρεάλ Μαδρίτης και ένα ακόμα ευρωπαϊκό, στον τελικό της Θαραγόθα, με αντίπαλο πάλι τον Ολυμπιακό και πρωτεργάτες τους Σαμπόνις κι Αρλάουκας. Τα επόμενα χρόνια γνώρισε και την άλλη όψη του νομίσματος, με τις πρώτες του… “αποτυχίες” σε Φάιναλ Φορ, με τη Ρεάλ και την Μπενετόν Τρεβίζο -που έχασε στον ημιτελικό από την ΑΕΚ του Ιωαννίδη- αλλά χρύσωσε το χάπι με δύο κύπελλα Σαπόρτα, κρατώντας το τρομερό σερί που τον θέλει να πανηγυρίζει τουλάχιστον έναν ευρωπαϊκό τίτλο, σε όποια ομάδα πήγε.
Το καλοκαίρι του 99′ έρχεται στον ΠΑΟ, αφού απέτυχε το φλερτ των πράσινων με τον Ιωαννίδη, και αυτή η μικρή λεπτομέρεια καθόρισε την πορεία του σύγχρονου ευρωπαϊκού μπάσκετ, γράφοντας ένα από τα πιο χρυσά κεφάλαια στην ιστορία του. Ο Ζοτς έμεινε 13 χρόνια στον Παναθηναϊκό, κατακτώντας 11 πρωταθλήματα, 7 κύπελλα και πέντε Ευρωλίγκες, χωρίς να μείνει ούτε μία χρονιά, χωρίς κάποιο τρόπαιο.
Έχασε μόλις δύο φορές τα εγχώρια σκήπτρα, το 2002 που η ομάδα ήταν στη μέθη από το έπος της Μπολόνια και αποκλείστηκε στα ημιτελικά από τον Ολυμπιακό, και δέκα χρόνια μετά, πάλι από τους ερυθρόλευκους, στην τελευταία του χρονιά στην Ελλάδα. Ενδιάμεσα όμως έκανε ρεκόρ με τα εννιά συνεχόμενα πρωταθλήματα και μια σειρά άλλα ρεκόρ, που θα μείνουν ακατάρριπτα για πολλά χρόνια.
Το κερασάκι στην τούρτα όμως ήταν οι ευρωπαϊκοί τίτλοι. Πήρε τον πρώτο με το καλημέρα, στη Θεσσαλονίκη (όπου σημειώθηκαν τα περιβόητα επεισόδια με τα αυτοκίνητα που είχαν… αθηναϊκές πινακίδες). Πήρε τον πιο δύσκολο κι αξιομνημόνευτο το 02′ στην Μπολόνια, απέναντι σε δύο -λόγω σχίσματος- απερχόμενες πρωταθλήτριες και την πανίσχυρη οικοδέσποινα Κίντερ. Τρίτωσε το καλό μετά από πέντε χρόνια -και μια αποτυχημένη απόπειρα στο F4 της Μόσχας- ως οικοδεσπότης στο ΟΑΚΑ, στο θεαματικό τελικό με την ΤΣΣΚΑ. Το ξαναπήρε απέναντι στους Ρώσους στο Βερολίνο, στο πιο ισορροπημένο Φάιναλ Φορ όλων των εποχών, και με μια φοβερή, πλήρη ομάδα, που βγήκε ζωντανή από τον εμφύλιο με τον Ολυμπιακό, στον ημιτελικό. Έκλεισε τον κύκλο των επιτυχιών το 11′ στη Βαρκελώνη -αφού απέκλεισε την πρωταθλήτρια Μπαρτσελόνα- σε έναν κλασικό τελικό με τη Μακάμπι (κάτι σαν την ευρωπαϊκή εκδοχή του Σέλτικς-Λέικερς), που σφραγίστηκε με το κλασικό στιγμιότυπο της αγκαλιάς του με τον αγαπημένο του, Δημήτρη Διαμαντίδη. Και έγραψε τον επίλογο στην Πόλη, όπου αποκλείστηκε στον ημιτελικό από την ΤΣΣΚΑ, έχοντας σοβαρά παράπονα από τη διαιτησία.
Η αποχώρηση του Ομπράντοβιτς το καλοκαίρι του 12′ σήμανε ένα τέλος εποχής. Κι η επιστροφή του κάθε χρόνο είναι προσκλητήριο για πάρτι αναμνήσεων στο ΟΑΚΑ από τους πράσινους που αναπολούν τα περασμένα μεγαλεία. Όχι τόσο στην Ελλάδα -όπου συνεχίζουν να κατακτούν τίτλους- όσο στην Ευρωλίγκα, όπου δεν έχουν καταφέρει έκτοτε να προκριθούν σε άλλο Φάιναλ Φορ.
Ο Ζοτς επέστρεψε στον τόπο του πρώτου εγκλήματος (από τη μακρά λίστα που δημιούργησε) για τη Φενέρ και κατάφερε το ακατόρθωτο: να κάνει μια τούρκικη ομάδα -που ως τότε έμοιαζε να πετάει άσκοπα λεφτά στον πάτο του πηγαδιού- πρωταθλήτρια Ευρώπης, στο περυσινό Φάιναλ Φορ, και πάλι στην Κωνσταντινούπολη. Έφτασε έτσι τις εννιά Ευρωλίγκες (συν δύο κύπελλα Σαπόρτα) και φέτος μπορεί να τα κάνει διψήφια, έχοντας κλεισμένη σχεδόν μια θέση στο Φάιναλ Φορ του Βελιγραδίου, που τον περιμένει για να τον αποθεώσει και να τον στέψει για άλλη μια φορά.
Η μοναδική περίπτωση που φάνηκε να τον εγκαταλείπει η “τύχη” του, ήταν με την εθνική Σερβίας, αφού μετά από μια μακρά περίοδο επιτυχιών και διακρίσεων, πότε στο πλευρό του Ίβκοβιτς και πότε με αυτόν επικεφαλής, γνώρισε συνεχόμενες αποτυχίες με τους Σέρβους, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και το Ευρωμπάσκετ του 2005, ως οικοδεσπότης, και δεν ανέλαβε ξανά την εθνική. Ενδιάμεσα όμως είχε προλάβει να πανηγυρίσει χρυσά μετάλλια στο Μουντομπάσκετ του 98′ στην Αθήνα και σε δύο Ευρωμπάσκετ (97′ και 99′).
Είναι επιστήθιος φίλος και κουμπάρος του Ντούσαν Ίβκοβιτς, με τον οποίο συζητάνε ως φίλοι πριν και μετά από κάθε αγώνα, ακόμα κι όταν βρίσκονται αντίπαλοι, και με το Δημήτρη Ιτούδη, με τον οποίο δοκιμάστηκαν στιγμιαία οι σχέσεις τους, στον προπέρυσινο επεισοδιακό τελικό της ΤΣΣΚΑ με τη Φενέρ (όπου βγήκε νικητής ο Έλληνας τεχνικός).
Έχουν μείνει ιστορικά τα ξεσπάσματά του, τόσο σε διάφορες συνεντεύξεις τύπου, κατά δικαίων και αδίκων, όσο και κατά τη διάρκεια του αγώνα, που αποκτά ένα χαρακτηριστικό μελιτζανί χρώμα. Και είναι η μοναδική απόχρωση για την οποία νιώθουν άνετα να μιλήσουν οι άντρες φίλαθλοι και μπορούν να βάλουν τα γυαλία στο γυναικείο φύλο.
Αλλά το βασικό χρώμα που τον χαρακτηρίζει είναι το χρυσό, από τους αμέτρητους τίτλους που έχει κατακτήσει, ενώ το κοντέρ συνεχίζει να καταγράφει, αφού σήμερα κλείνει τα 58 του χρόνια και φαίνεται να έχει άλλη μια δεκαετία μπροστά του, για να φτάσει το ρεκόρ του σε δυσθεώρητα ύψη, που θα αργήσουν να καταρριφθούν, όχι από άλλους προπονητές του μέλλοντος, αλλά ακόμα κι από συλλόγους, που έχουν μικρότερη τροπαιοθήκη από ό,τι ο Ζοτς μόνος του.